Οφείλω να ομολογήσω ότι το άρθρο γράφεται υπό το κράτος οργής. Οργής, για το γελοίο θέαμα της παρακμιακής μας εποχής, όπου οι αγορές, με τον γνωστό σπαστικό τρόπο προσπαθούν να πληρώσουν το κενό πολιτικής, που αφήνουν οι τίτλω πολιτικοί μας. Το θέαμα δεν θα ήταν μόνο γελοίο, αλλά και διασκεδαστικό, αν δεν προκαλούσε τόση ανασφάλεια και τόσο πόνο στους λαούς, που υποφέρουν από τα καμώματα, τόσο των αγορών, όσο και των πολιτικάντηδων, των σημερινών κλωνοποιημένων διαδόχων των πολιτικών ηγετών του παρελθόντος.

Οφείλω να ομολογήσω ότι το άρθρο γράφεται υπό το κράτος οργής. Οργής, για το γελοίο θέαμα της παρακμιακής μας εποχής, όπου οι αγορές, με τον γνωστό σπαστικό τρόπο προσπαθούν να πληρώσουν το κενό πολιτικής, που αφήνουν οι τίτλω πολιτικοί μας. Το θέαμα δεν θα ήταν μόνο γελοίο, αλλά και διασκεδαστικό, αν δεν προκαλούσε τόση ανασφάλεια και τόσο πόνο στους λαούς, που υποφέρουν από τα καμώματα, τόσο των αγορών, όσο και των πολιτικάντηδων, των σημερινών κλωνοποιημένων διαδόχων των πολιτικών ηγετών του παρελθόντος.

Θα μείνει ανεξίτηλη στην οργισμένη μνήμη μου η χθεσινή εικόνα του τιτλούχου της Standard & Poors, που με ύφος 10 πλανηταρχών μας εξηγούσε πώς κάνουν, οι άνθρωποι, τη δουλειά τους, ακριβώς γιατί οι πολιτικοί δεν κάνουν τη δικιά τους. Δυστυχώς, η δήλωσή του ήταν πειστική και κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώθηκε από την απολογητική αντίδραση του προέδρου Ομπάμα. Και να σκεφτεί κανείς, ότι ο κύριος αυτός κάνει με θράσος την πλουσιοπάροχη δουλειά του, ακριβώς επειδή του το επιτρέπει το κενό που δημιούργησαν οι πολιτικοί, οι οποίοι δεν τόλμησαν ποτέ να θεσπίσουν όργανα αξιολόγησης της διεθνούς πιστοληπτικής ικανότητας με διασφαλίσεις αντικειμενικότητας και διαφάνειας.

Πώς φτάσαμε σ’ αυτήν την κατάντια; Η απάντηση είναι απλή, όσο και πικρή. Στη σύγχρονη μορφή δημοκρατίας (είτε προεδρικής, είτε κοινοβουλευτικής) οι πολιτικοί έχουν υποταχθεί στα οργανωμένα συμφέροντα. Εκλέγονται ή αποτυγχάνουν, όχι για την ποιότητα και αποτελεσματικότητα της πολιτικής τους, αλλά γιατί, οι μεν νοικιάζουν τους πιο έμπειρους εκλογομαγείρους και κάνουν την αποτελεσματικότερη καμπάνια δημοσιότητας, οι δε φθείρονται από το κενό πολιτικής και τα σκάνδαλα που αφήνουν πίσω τους. Τα έξοδα για το χτίσιμο του προφίλ, τη δημοσιότητα και τη μιντιακή διαχείριση, των μεν και των δε, είναι τεράστια. Κατά κανόνα τους τα καλύπτουν οι εκπρόσωποι της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας (βλέπε Ζήμενς), που τους υποθηκεύουν με μεταχρονολογημένες επιταγές.

Και για να προσγειωθούμε από τη διεθνή «πολιτική» σκηνή στα καθ’ ημάς: Ολα τα παραπάνω ισχύουν και για τα κόμματα, αλλά και οποιονδήποτε θέλει να σταδιοδρομήσει στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η χάραξη και η άσκηση πολιτικής έχουν υποκατασταθεί από την πάση θυσία προβολή, τη μελέτη των δημοσκοπήσεων (ανεξάρτητων, όσο και οι οίκοι αξιολόγησης) και τη μιντιακή διαχείριση των κρίσεων. Πάνω από όλα από τον αισχρό κανόνα αποφυγής του «πολιτικού κόστους». Η μόνη διαφορά είναι ότι στον τόπο μας, εκτός από την πλουτοκρατία, μεταχρονολογημένες επιταγές εξαργυρώνονται και από τις παντοειδείς και πολυπληθείς συντεχνίες.

Ομως, το πολιτικό κόστος δεν αποφεύγεται, απλώς συσσωρεύεται και τόσο τα κόμματα όσο και οι πολιτικοί, το βρίσκουν μπροστά τους αργότερα, μάλιστα ανατοκισμένο. Εξ ου και η ρήση: «Ασε το για αργότερα!», μήπως το βρουν μπροστά τους οι άλλοι. Κάπως έτσι όμως φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, στην πτώχευση, στην απελπισία και τη δυστυχία ενός ολόκληρου λαού, που υποφέρει, αγανακτεί και καταδικάζει –ορθώς– το σύνολο του πολιτικού κόσμου, όχι τόσο για την πολιτική του, όσο για το κενό πολιτικής και τη διαφθορά.

Τα τονίζω αυτά για τις τωρινές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, καθώς και τον πρωθυπουργό, που ενώ πράγματι υποφέρουν από τις συνέπειες αυτής της «πολιτικής», τόσο της άμεσα προηγούμενης όσο και της πιο παρωχημένης … προγονικής, δεν τολμούν να προχωρήσουν γρήγορα και αποφασιστικά στις καθολικά αναγνωρισμένες ως επείγουσες μεταρρυθμίσεις. Ο πρωθυπουργός προσπαθεί να μας πείσει περί του αντιθέτου. Πιστεύω ότι είναι ειλικρινής, αλλά οι αποφάσεις του –πολλές φορές – δεν αντικατοπτρίζουν την αδιαφορία για το «πολιτικό κόστος», ιδίως όταν αυτό αναφέρεται στις ισχυρές συντεχνίες, που αποτελούν τα πολιτικά ερείσματα του ΠΑΣΟΚ.

Απόδειξη η έλλειψη ισχυρής στήριξης στους πολύ λίγους υπουργούς, που τολμούν να ασκήσουν πραγματική πολιτική αγνοώντας το πολιτικό κόστος. Πρόσφατο παράδειγμα, ο κ. Ραγκούσης, που μετά την επιτυχή περαίωση του Καλλικράτη, χωρίς να υποκύψει στις εσωκομματικές και εξωκομματικές πιέσεις του κατεστημένου των ΟΤΑ, τα έβαλε με μια άλλη ισχυρή συντεχνία, των ιδιοκτητών ταξί. Στη μέση του καλοκαιριού, εγώ προσωπικά ένιωσα την απελπιστική μοναξιά του κ. Ραγκούση στον αγώνα του.

Δεν ξέρω τι προτάσεις θα φέρει για διάλογο στο τέλος αυτού του μήνα, ούτε μπορώ να υπεισέλθω στη λεπτομερή αξιολόγησή τους. Εκείνο που ξέρω είναι ότι αντιτάχθηκε σθεναρά στις αφόρητες πιέσεις (μεταξύ αυτών και τη ζημιά που προκαλούσαν στον τουρισμό) μιας μονοπωλιακής συντεχνίας. Η οποία ενώ πήρε τα προνόμια της από το κράτος, μετά τα κατέγραψε ως οικογενειακή περιουσία προς συναλλαγή και μάλιστα αφορολόγητη. Πρέπει να τονίσω ότι ήταν από τις λίγες φορές, που η στάση του κ. Ραγκούση μου ικανοποίησε το αίσθημα δικαίου και το πατριωτικό αίτημα για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες σπάνε μονοπώλια δεκαετιών ή και αιώνων.

Η παγκόσμια σοβούσα πολιτική κρίση της δημοκρατίας συνεχίζεται και όσο οι πολιτικοί αποφεύγουν την άσκηση πολιτικής, ιδίως στον περιβαλλοντικό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα, θα οδηγούμεθα σε επαναλαμβανόμενες ή μόνιμες κρίσεις: περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές. Η πατρίδα μας βρίσκεται στην δίνη μιας ιδιότυπης κρίσης, που είναι εν μέρει απόηχος της διεθνούς, αλλά κυρίως απότοκος των δικών μας πταισμάτων και του κενού πολιτικής που περιγράψαμε. Επειδή έχω αντιμετωπίσει επιτυχώς, πριν από 20 περίπου χρόνια, μια παρόμοια κρίση, με υψηλότερα ελλείμματα, γνωρίζω ότι και η σημερινή, μπορεί να ξεπεραστεί σε σχετικά βραχύ διάστημα, αν η κυβέρνηση κάνει τη δουλειά της με τόλμην και αρετήν.

Στις σημερινές συνθήκες, η τόλμη είναι η κυρίως απαιτούμενη αρετή, αλλά ταυτόχρονα και προϊόν της. Ο ενάρετος πολιτικός δεν είναι ενυπόθηκος σε κανέναν και άρα τολμά να πράξει το καθήκον του. Ο πρωθυπουργός πρέπει να ξέρει ότι έχει μια μοναδική ευκαιρία να αναμορφώσει τον τόπο, αρκεί ο ίδιος να τολμήσει στην πράξη να συγκρουστεί με όλα τα κατεστημένα και να στηρίξει ως συνεργάτες του, αυτούς που διαθέτουν τόλμην και αρετήν. Ο χρόνος που η πολιτική εθεωρείτο η τέχνη του εφικτού, ή του συμβιβασμού, έχει παρέλθει προ πολλού, όπως βιώσαμε στον τόπο μας την τελευταία δεκαετία, αλλά όπως το βιώνει, με τραγικές συνθήκες, σήμερα και η Αμερική.

Ας τολμήσει λοιπόν να ασκήσει πολιτική, αντί να αποφύγει ή να αναβάλει το «πολιτικό κόστος», ιδίως το εσωκομματικό. Ας επιλέγει υπουργούς με αυτό το κριτήριο και ας το επιβάλλει συνεχώς, στηρίζοντας αυτούς που το κάνουν πράξη. Είναι ο μοναδικός τρόπος να βγούμε από την κρίση και να διεκδικήσει ο ίδιος τον τίτλο του αναμορφωτή από την ιστορία.

* Ο κ. Γιάννης Παλαιοκρασσάς είναι πρώην υπουργός Οικονομικών.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή")