Ευρωομόλογο: Ναι, Αλλά Με Τι Όρους;

Πολύς λόγος γίνεται από ένα ευρύ φάσμα αναλυτών, αλλά και πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Ευρώπη για το περίφημο «ευρώ-ομόλογο», ως τη λύση η οποία θα μπορούσε να αποτρέψει την εκδήλωση μίας νέας κρίσης στην ευρωζώνη, χωρίς, ταυτόχρονα, να οδηγεί σε «ασφυξία» τις αδύναμες χώρες-μέλη της, τις οποίες και θα κληθεί να «καλύψει». Η ιδέα συναντά τη σθεναρή αντίδραση της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία αντιτάσσει το επιχείρημα ότι το ευρω-ομόλογο θα αποτελέσει μία καλή δικαιολογία για την συνέχιση της δημοσιονομικής «απειθαρχίας» των χωρών που το ζητούν, ενώ, ταυτόχρονα, θα επιβαρύνει με τα χρέη τους την οικονομία της Γερμανίας και των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης
energia.gr
Τετ, 31 Αυγούστου 2011 - 17:08

Πολύς λόγος γίνεται από ένα ευρύ φάσμα αναλυτών, αλλά και πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Ευρώπη για το περίφημο «ευρώ-ομόλογο», ως τη λύση η οποία θα μπορούσε να αποτρέψει την εκδήλωση μίας νέας κρίσης στην ευρωζώνη, χωρίς, ταυτόχρονα, να οδηγεί σε «ασφυξία» τις αδύναμες χώρες-μέλη της, τις οποίες και θα κληθεί να «καλύψει». Η ιδέα συναντά τη σθεναρή αντίδραση της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία αντιτάσσει το επιχείρημα ότι το ευρω-ομόλογο θα αποτελέσει μία καλή δικαιολογία για την συνέχιση της δημοσιονομικής «απειθαρχίας» των χωρών που το ζητούν, ενώ, ταυτόχρονα, θα επιβαρύνει με τα χρέη τους την οικονομία της Γερμανίας και των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η Γερμανία δεν απορρίπτει την ιδέα περί ευρωομολόγου, αλλά, αντίθετα, εκμεταλλευόμενη το φάσμα της κρίσης, κερδίζει χρόνο προκειμένου να το δεχθεί με τους όρους που συμφέρουν την ίδια. Όπως επεσήμανε το energia. gr στις 13 Ιουλίου, εν όψει της έναρξης της Συνόδου του Eurogroup της 21ης Ιουλίου, «πιθανότερο είναι να επιτευχθεί μία λύση της τελευταίας στιγμής με το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο θεσμοποίησης, λαμβανομένου υπ' όψιν του «πολέμου νεύρων» που επιχειρεί το Βερολίνο ... Το πιθανότερο είναι η ενίσχυση των εξουσιών του Συμβουλίου Υπουργών με όρους που θα συμβαδίζουν με τον γερμανικό μονεταρισμό».

Πραγματικά, αν και στη Σύνοδο εκείνη δεν ελήφθη κάποια απόφαση για θεσμικά ζητήματα, λίγες μέρες μετά, στις 16 Αυγούστου, με κοινή τους δήλωση, οι Μέρκελ-Σαρκοζί ανακοίνωσαν ότι θα επιδιώξουν να διασφαλίσουν καλύτερη οικονομική διακυβέρνηση για την ευρωζώνη μέσω της σύγκλησης, δύο φορές τον χρόνο, συνόδων κορυφής των ηγετών των χωρών-μελών. Θα προτείνουν επίσης στους εταίρους τους να αποκτήσει η ευρωζώνη ένα μόνιμο πρόεδρο με θητεία 2,5 ετών. Όσο για το ευρωομόλογο, ο κ. Σαρκοζί, ο οποίος πλέον ευθυγραμμίζεται εκών-άκων με την γερμανική πολιτική στο ζήτημα της ΟΝΕ, δήλωσε πως «ίσως κάποια μέρα να υπάρξουν ευρωομόλογα αλλά θα είναι το πέρας μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης και όχι η αρχή».

Το αμέσως επόμενο διάστημα, τόσο η Γερμανίδα καγκελάριος, όσο και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σε μία σειρά δηλώσεών τους, άρχισαν να μιλούν για την ανάγκη «δημοσιονομικής ενοποίησης» στην ΕΕ, με μεγάλη εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας από τα κράτη, ως προϋπόθεση για την έκδοση του ευρωομολόγου. Παράλληλα, άρχισε η φιλολογία για τις εγγυήσεις που πρώτοι ζήτησαν οι Φινλανδοί ώστε να συναινέσουν για την αποδέσμευση του δεύτερου πακέτου προς την Ελλάδα.

Το ζήτημα, όμως, δεν είναι μόνο ελληνικό και δεν είναι αποσυνδεδεμένο ούτε με το ζήτημα του ευρωομολόγου, ούτε με το εν γένει μέλλον της ΟΝΕ και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μάλιστα, η Γερμανίδα Υπουργός Εργασίας και αντιπρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) της Άνγκελα Μέρκελ, Ούρσουλα φον ντερ Λέγεν, μας προϊδέασε για μία πιθανή τέτοια φόρμουλα και σε περιπτώσεις πλην της ελληνικής, όταν ζήτησε στις μελλοντικές συμφωνίες διάσωσης να προβλέπονται εγγυήσεις όπως αποθέματα χρυσού ή μερίδια κρατικών επιχειρήσεων. Κι αν, αντί για συμφωνίες διάσωσης, έχουμε ένα ευρωομόλογο, το οποίο θα καλύπτουν οι χώρες με πιστωτική αξιολόγηση ΑΑΑ, με αντάλλαγμα εγγυήσεις του είδους που ζητά η Γερμανίδα Υπουργός; Αναλογίζεται κανείς τις πολιτικές αντιδράσεις που θα προκύψουν σε όλη την Ευρώπη;

Είναι, άρα, ευνόητο πως η αποτελεσματικότητα των ευρωομολόγων σε περίπτωση μίας νέας κρίσης χρέους που θα χτυπήσει την ευρωζώνη θα κριθεί και από το πόσο σύντομα θα θεσπισθούν και από τους όρους με τους οποίους θα συνοδευθούν. Αν οι τελευταίοι ληφθούν στο «παρά πέντε» ή αν διέπονται από μία τόσο άτεγκτη και σκληρή γραμμή, είναι ευνόητο πως θα αποτελέσουν την αφορμή για σοβαρό ρήγμα στην συνοχή της Ένωσης. Όσοι προτείνουν το ευρωομόλογο, οφείλουν να χαράξουν τις προϋποθέσεις χάρη στις οποίες αυτό θα καταστεί λύση και όχι μέσο πολιτικού εκβιασμού ή δημοσιονομικού στραγγαλισμού – που, τελικά, θα επιτείνει την ύφεση και την αφερεγγυότητα άμεσα των αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης και, σε τελική ανάλυση, του συνόλου της.

Δεν είναι τυχαίο πως ο εμβληματικός για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, πρώην πρόεδρος της Κομισιόν, Ζακ Ντελόρ, παρατήρησε πρόσφατα, σχολιάζοντας την παραπάνω δήλωση Μέρκελ – Σαρκοζί ότι «με το να υποσχόμαστε στις αγορές σημαντικές θεσμικές εξελίξεις, οι οποίες γνωρίζουμε καλά ότι είναι ανέφικτες, είναι σαν να βάζουμε τρικλοποδιά στον εαυτό μας», προσθέτοντας πως τα οικονομικά μοντέλα των κρατών της ΕΕ είναι σήμερα πολύ διαφορετικά ώστε να πιστεύουμε σε μια πραγματική αλλαγή σε αυτό το θέμα. Σε αντίθεση με τον όψιμο γερμανικό «ευρω-φεντεραλισμό» που εκδήλωσαν - μέσα στον … καυτό μήνα Αύγουστο – οι Μέρκελ και Σόιμπλε, ο βετεράνος ευρωπαίος αξιωματούχος τόνισε πως «και η πρόταση θεσμοθέτησης ενός Ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών δεν έχει νόημα». Μάλιστα, σε αντίθεση με την γενική και – κυρίως, (επαναλαμβάνουμε) - την χωρίς προϋποθέσεις φιλολογία περί ευρωομολόγου, ο Ντελόρ σημειώνει ότι αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα, «είναι να προχωρήσουμε σε μια μερική και προσωρινή αμοιβαιότητα των χρεών, μέσω, για παράδειγμα, της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Απόσβεσης, το οποίο θα ήταν σε θέση να εξυπηρετεί και να στηρίζει όλα τα κράτη και πρωτίστως όσα πλήττονται σοβαρά από την κρίση».

Δεν θα έπρεπε να τείνουμε ένα πιο ευήκοον ους σε φωνές σαν αυτές ενός εγνωσμένου ευρωπαϊστή, από το να επαναλαμβάνουμε, χωρίς την απαραίτητη εξειδίκευση, συνθήματα «ομοσπονδιακών» λύσεων στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, που θα μπορούσαν, ωστόσο, να υπονομεύσουν την ενότητα και αλληλεγγύη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος;