Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η απόφαση Ερντογάν να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με το Ισραήλ; Η εσωτερική κατανάλωση δεν αποτελεί δικαιολογία καθότι η μετεκλογική δημοτικότητα του Τούρκου πρωθυπουργού αγγίζει το 55% και με δεδομένο ότι έχει δώσει από τη δραματική σύγκρουση στα ανοικτά της Γάζας και μετά υπερεπαρκή δείγματα γραφής, αποφασιστικότητας και μαχητικότητας

Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η απόφαση Ερντογάν να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με το Ισραήλ; Η εσωτερική κατανάλωση δεν αποτελεί δικαιολογία καθότι η μετεκλογική δημοτικότητα του Τούρκου πρωθυπουργού αγγίζει το 55% και με δεδομένο ότι έχει δώσει από τη δραματική σύγκρουση στα ανοικτά της Γάζας και μετά υπερεπαρκή δείγματα γραφής, αποφασιστικότητας και μαχητικότητας.

Δεν στέκει ούτε καν η διεκδίκηση ρόλου στον αραβομουσουλμανικό κόσμο σε μια στιγμή που το ζητούμενο δεν είναι η ενίσχυση της αραβικής πλευράς, αλλά μια αποτελεσματική πολιτική παρεμβολή στη Συρία, που να οδηγεί σε λύση αποδεκτή τόσο για τις ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ.

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι το κύριο μήνυμα της κλιμάκωσης της έντασης με το Ισραήλ, που αποφάσισε η Αγκυρα, αφορά την εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου -φυσικό αέριο και πιθανόν και πετρέλαιο- σε μια διάσταση που ξεφεύγει από τη σταθερή και διαχρονική άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει την κυπριακή δημοκρατία και τα νόμιμα δικαιώματά της.

Η συνεργασία Κύπρου-Ισραήλ και ΗΠΑ στην οριοθέτηση της ΑΟΖ και στην έρευνα και άντληση φυσικού αερίου, πρώτον περιορίζει εκ των πραγμάτων τη φιλοδοξία της Αγκυρας για οικονομική και στη συνέχεια πολιτικοστρατιωτική κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και τερματίζει το ρόλο της Ανατολίας, ως κύριας αν όχι μοναδικής, εναλλακτικής και ανταγωνιστικής, στις υπάρχουσες μέσω της ρωσικής επικράτειας οδεύσεις, διόδου του ενεργειακού πλούτου του Καυκάσου, της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας, αλλά και του Ιράν προς τη διεθνή αγορά.

Παρά την αποδυνάμωση των παραπάνω φιλοδοξιών από τις επιτυχείς πρωτοβουλίες και ελιγμούς της Μόσχας, η μέσω Τουρκίας παράκαμψη της Ρωσίας εξακολουθούσε να είναι ένα ισχυρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα για την Αγκυρα.

Ακόμη χειρότερα για την Αγκυρα αν ολοκληρωθούν οι έρευνες και αρχίσει στη συνέχεια η άντληση φυσικού αερίου από την Κύπρο και το Ισραήλ και στη συνέχεια η υγροποίησή του στις δύο παραπάνω χώρες και μεταφορά του κυρίως στην Ευρώπη, θα διαμορφωθεί μια δυναμική καταλυτικών ανατροπών:

Πρώτον αδυνατίζει η διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας απέναντι και στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στη Μόσχα.

Δεύτερον είναι σαφές ότι με ή χωρίς σαφή καθορισμό της δικής τους ΑΟΖ στο παιχνίδι, θα μπουν η Αίγυπτος, ο Λίβανος και η Συρία, μόλις το επιτρέψουν οι εσωτερικές τους πολιτικές ισορροπίες: Ετσι, ο ενεργειακός πλούτος της Ανατολικής Μεσογείου στο μεγαλύτερό του μέρος κινδυνεύει να βρεθεί έξω από τη δυνατότητα τουρκικής πρόσβασης.

Τρίτον τα διακριτά ενεργειακά ζωτικά συμφέροντα της Δαμασκού, της Βηρυτού, αλλά και της παλαιστινιακής αρχής, καθώς η παραλία της Γάζας εξασφαλίζει μικρή, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητη πρόσβαση μέσω ΑΟΖ στα κοιτάσματα φυσικού αερίου εκ των πραγμάτων συνιστούν έναν παράγοντα αποστασιοποίησης από την Αγκυρα.

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη πλευρά στην ψυχροπολεμική κλιμακούμενη ένταση Τουρκίας-Ισραήλ: Η Αγκυρα υιοθετεί τη σκληρή γλώσσα πειθαναγκασμού και αποτροπής, αλλά κα απειλής προβολής ισχύος που μέχρι πρόσφατα ήταν το μονοπώλιο του Ισραήλ.

Εστω και αν αυτή η επίδειξη ισχύος γίνεται με φιλοπαλαιστινιακό άλλοθι δεν παύει να θυμίζει στα αραβικά κράτη της περιοχής την οθωμανική κυριαρχία στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, που δεν έχει κλείσει καν αιώνας από τον τερματισμό της το 1918.

Στρατηγική υποβάθμιση

Η συνεργασία Κύπρου-Ισραήλ και ΗΠΑ στην οριοθέτηση της ΑΟΖ και στην έρευνα και άντληση φυσικού αερίου, πρώτον περιορίζει εκ των πραγμάτων τη φιλοδοξία της Αγκυρας για οικονομική και στη συνέχεια πολιτικοστρατιωτική κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και τερματίζει το ρόλο της Ανατολίας ως κύριας αν όχι μοναδικής, εναλλακτικής και ανταγωνιστικής στις υπάρχουσες μέσω της ρωσικής επικράτειας οδεύσεις, διόδου του ενεργειακού πλούτου του Καυκάσου, της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας αλλά και του Ιράν προς τη διεθνή αγορά.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 07/09/2011)