«Τι θεραπεύεις τον τραπεζίτην ή πραγματευτήν; από της ιδίας δάνεισαι τραπέζης». Μετάφραση: «Γιατί καλοπιάνεις τον τραπεζίτη ή τον μεσάζοντα; Δανείσου από το δικό σου τραπέζι». Ο Πλούταρχος ακούγεται ανησυχητικά σύγχρονος στο «Περί του μη δειν δανείζεσθαι». Ενα σύντομο κείμενο του αρχαίου βιογράφου και συγγραφέα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη ως «Οι συμφορές του δανεισμού», σε μετάφραση και σημειώσεις της Πολυξένης Παπαπάνου

«Τι θεραπεύεις τον τραπεζίτην ή πραγματευτήν; από της ιδίας δάνεισαι τραπέζης». Μετάφραση: «Γιατί καλοπιάνεις τον τραπεζίτη ή τον μεσάζοντα; Δανείσου από το δικό σου τραπέζι». Ο Πλούταρχος ακούγεται ανησυχητικά σύγχρονος στο «Περί του μη δειν δανείζεσθαι». Ενα σύντομο κείμενο του αρχαίου βιογράφου και συγγραφέα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νεφέλη ως «Οι συμφορές του δανεισμού», σε μετάφραση και σημειώσεις της Πολυξένης Παπαπάνου. Ως «τραπεζίτη», σημειώνει η μεταφράστρια, ο Πλούταρχος εννοεί τον αργυραμοιβό και η λέξη «τράπεζα» προήλθε από το «τραπέζι του αργυραμοιβού», από εκεί και η ονομασία των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Τις «Συμφορές του δανεισμού», γραμμένες κάπου μεταξύ 45 και 120 μ. Χ. (τόσο έζησε ο Πλούταρχος) μπορεί κανείς να τις διαβάσει σήμερα διττά: ως ένα εκπληκτικά καίριο σχόλιο πάνω στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή η χώρα, έρμαιο των δανειστών της, αλλά και ως επίσης ένα εξαιρετικά καυστικό, σαρκαστικό σχόλιο πάνω στο πώς κινήθηκε η χώρα, οι ελληνικές κυβερνήσεις, μεγάλο μέρος της κοινωνίας, όλες αυτές τις δεκαετίες.

Η πρώτη ανάγνωση ταιριάζει στους λεγόμενους «αντι-μνημονιακούς». «Οταν μας πολιορκεί η δύσκολη ώρα, ας μη δεχτούμε για προστάτη μας τον δανειστή, τον εχθρό μας», λέει ο Πλούταρχος. Επίσης: «Θέλω όμως να δείξω σε όσους σπεύδουν απερίσκεπτα να δανειστούν πόση ντροπή φέρνει αυτό και πόση στέρηση της ελευθερίας». Το αίσθημα της ντροπής, είτε κυκλοφορούμε στο εσωτερικό είτε ταξιδεύουμε στο εξωτερικό, μας έχει κατακλύσει ως έθνος εδώ και δύο σχεδόν χρόνια. Οσο για την ελευθερία, ήδη από τους πρώτους μήνες του 2010 ο πρωθυπουργός είχε κάνει λόγο περί «απώλειας εθνικής κυριαρχίας». Καθώς ο κλοιός στενεύει, το κόστος, το τίμημα μάλλον, του δανεισμού αρχίζει να νιώθεται σωματικά σχεδόν.

Αλλά στο παραπάνω απόσπασμα υπάρχει μια ακόμη λέξη: «απερίσκεπτα» (προχείρως δανειζομένοις). Μπορεί η κυβέρνηση να έχει αναλωθεί σε παλινωδίες, εσωτερικές διαμάχες, να δίστασε ή και να αρνήθηκε να δει την πραγματικότητα με καθαρό μάτι, αυτό το «απερίσκεπτα» όμως ταιριάζει περισσότερο στην πρότερη κατάσταση του ελληνικού πολιτικού βίου, παρά στη μετά το Μνημόνιο περίοδο.

Εντάξει, ίσως εκείνο το «χρήματα υπάρχουν» του κ. Γιώργου Παπανδρέου, ως προεκλογικό πυροτέχνημα, να ήταν όντως μια απερίσκεπτη δήλωση με την οποία σήμερα μειδιούμε πικρόχολα, αλλά όλο το σκεπτικό πίσω από την απερισκεψία δεν θα μπορούσε παρά να ταιριάξει γάντι στις φούσκες και τις σπατάλες που έλαβαν χώρα κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά. Η ειρωνεία είναι ότι τότε ακριβώς έγιναν και κάποια βήματα εκσυγχρονισμού στη χώρα. Την ίδια στιγμή, όμως, κατατρώγαμε το σαρκίο μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε, δημόσια και ιδιωτικά, συλλογικά και ατομικά.

«Ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύνης και μαλθακότητας» («εσχάτης αφροσύνης και μαλακίας εστίν», στο πρωτότυπο). Η τρυφηλή ζωή, η ευμάρεια, η επίπλαστη αφθονία ήταν εδώ πολύ πριν από το Μνημόνιο. Οταν η «μοιρασιά» έγινε τη δεκαετία του ’80 κυρίως μέσω δανεισμού, προς όλους όσοι είχαν μείνει έως τότε στο περιθώριο, επόμενο ήταν να φτάσει «η δύσκολη ώρα», για την οποία μιλάει ο Πλούταρχος. Μονάχα που ήδη είχαμε πέσει θύμα του «προστάτη μας, του δανειστή, του εχθρού μας» πολύ πριν από την τρόικα. Η δύσκολη ώρα είχε έρθει πάνω στην εύκολη ώρα, απλώς δεν το ξέραμε.

Και πάλι ο Πλούταρχος: «Τους δανειστές τούς δημιούργησε η τρυφή, όπως ακριβώς και τους χρυσοχόους, τους αργυροχόους, τους αρωματοποιούς και τους βαφείς υφασμάτων. Διότι χρεωνόμαστε για να πληρώσουμε όχι το ψωμί και το κρασί, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα, καθώς και για να χρηματοδοτούμε χωρίς καμία συγκράτηση θεάματα για τις πόλεις, επιδιδόμενοι σε στείρους και δυσάρεστους ανταγωνισμούς». Δεν μπορώ να φανταστώ πιο ακριβή περιγραφή για το όργιο των διακοποδανείων, των γαμοδανείων, των ασύδοτων οργανισμών από αυτήν, γραμμένη πριν από χιλιάδες χρόνια.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 21/09/2011)