Το γεγονός ότι η σημερινή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών της χώρας είναι η χειρότερη των μεταπολεμικών χρόνων, είναι πλέον κοινός τόπος. Για την αναστροφή αυτής της κατάστασης, πολιτικά κόμματα και ειδικοί πρότειναν και προτείνουν εναλλακτικές λύσεις. Ωστόσο, η κυβέρνηση επιλέγει κάθε φορά την πλέον εύκολη λύση. Τη θέσπιση επιβολής φόρων, που γίνεται αδιάκριτα, χωρίς ποσοτικοποιήσεις των συνεπειών στην οικονομία και την κοινωνία.

Το γεγονός ότι η σημερινή κατάσταση των δημόσιων οικονομικών της χώρας είναι η χειρότερη των μεταπολεμικών χρόνων, είναι πλέον κοινός τόπος. Για την αναστροφή αυτής της κατάστασης, πολιτικά κόμματα και ειδικοί πρότειναν και προτείνουν εναλλακτικές λύσεις. Ωστόσο, η κυβέρνηση επιλέγει κάθε φορά την πλέον εύκολη λύση. Τη θέσπιση επιβολής φόρων, που γίνεται αδιάκριτα, χωρίς ποσοτικοποιήσεις των συνεπειών στην οικονομία και την κοινωνία. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που επιβλήθηκε στην κατανάλωση του φυσικού αερίου, αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Η «τυφλή» επιβολή του, προκαλεί σειρά προβλημάτων σε όλο το φάσμα της κοινωνίας και της οικονομίας, με αποτέλεσμα, τόσο οι ενεργειακοί καταναλωτές όσο και ολόκληρος ο κλάδος να βρίσκονται σε αναβρασμό και απόγνωση.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Πολιτεία οδήγησε πολλές χιλιάδες οικιακών καταναλωτών, αλλά και επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν το φυσικό αέριο, ως το πλέον φιλικό προς το περιβάλλον, συμβατικό καύσιμο. Οι καταναλωτές ξόδεψαν αρκετά χρήματα για να αντικαταστήσουν τον εξοπλισμό τους και να απολαύσουν χαμηλότερη τιμή ενέργειας, συμβάλλοντας και στην αποφόρτιση του περιβάλλοντος από τους ρύπους του πετρελαίου. Ταυτόχρονα, δόθηκε το πράσινο φως στους νεοεισερχόμενους παραγωγούς, αλλά και τη ΔΕΗ, να εγκαταστήσουν σύγχρονες μονάδες φυσικού αερίου. Σήμερα, ένα ποσοστό 23% της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από φυσικό αέριο, με τάση ανόδου. Να σημειωθεί ότι, με φυσικό αέριο λειτουργούν σήμερα εκατοντάδες επιχειρήσεις της χώρας, ανάμεσα σ’ αυτές, μερικές από τις πλέον ενεργοβόρες βιομηχανίες που με την παραγωγή τους συμβάλλουν στην όποια ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά και στη δυναμική των εξαγωγών μας.

Είναι βέβαιο ότι, η επιβολή του παραπάνω ειδικού φόρου θα ανακόψει τη διείσδυση του φυσικού αερίου στην οικιακή κατανάλωση. Περαιτέρω, θα προκαλέσει άσκοπη επιβάρυνση στους καταναλωτές φυσικού αερίου, οικιακούς και επιχειρήσεις, αφού το εισπραττόμενο φορολογικό έσοδο που δεν εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα 150-200 εκατ., δεν θα αντισταθμιστεί από τις προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στη γενικότερη οικονομία. Ηδη, η επιβολή του φόρου προκαλεί επιβαρύνσεις και στην ηλεκτροπαραγωγή, με αποτέλεσμα να αναστατωθεί, έτι περαιτέρω η, ήδη, προβληματική χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού. Η αναγκαστική μετακύλιση του κόστους του φόρου στον καταναλωτή, θα αυξήσει, μετά βεβαιότητος, την τιμή της κιλοβατώρας, αφού το κόστος, είναι αδύνατο να απορροφηθεί από τους προμηθευτές, ΔΕΗ και ιδιώτες, χωρίς υπέρμετρη και αδικαιολόγητη ζημιά τους. Εννοείται ότι οι απλήρωτοι λογαριασμοί θα πολλαπλασιαστούν, με αποτέλεσμα μια γενική ανατροπή της εγχώριας ενεργειακής αγοράς. Η ανατροπή αυτή, δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη και την τύχη της «πράσινης» ενέργειας, στην οποία ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του έχουν εναποθέσει την τελευταία τους ελπίδα, για οικονομική ανάκαμψη, μέσω των σχετικών επενδύσεων.

Μπροστά στις επώδυνες αυτές επιπτώσεις, η κυβέρνηση οφείλει να λάβει άμεσα μέτρα. Πρώτα, να επανεξετάσει, αν τα όποια θετικά αποτελέσματα της επιβολής του φόρου, αντισταθμίζονται με τη γενικότερη ζημιά που θα επέλθει. Αν επιμείνει στη διατήρηση του φόρου, πράγμα που δεν θα έπρεπε, υποχρεούται να λάβει άμεσα ρυθμιστικά μέτρα που να μετριάζουν τις συνέπειες, κάτι που όφειλε να είχε κάνει πριν προβεί στη θέσπιση αυτού του φορολογικού μέτρου. Σε αντίθετη περίπτωση, η βλάβη θα είναι ανεπανόρθωτη και κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει αυτό που θα επακολουθήσει.

* Τέως Αντιπρόεδρος ΡΑΕ, Αναπληρωτής του Τομέα Ενέργειας και Φυσικών Πόρων Ν.Δ.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή")