Στα δυτικά ΜΜΕ επικρατεί αναβρασμός μετά την ανακοίνωση της νέας υποψηφιότητας Πούτιν για την προεδρία της Ρωσίας. Πάμπολλα άρθρα βρίσκει κανείς στις σελίδες της Financial Times, της Wall Street Journal και των άλλων μεγάλων εφημερίδων, τα οποία έχουν ένα κοινό στοιχείο: Υπερασπίζονται τα πολιτικά δικαιώματα των Ρώσων απέναντι στον «δικτάτορα» Πούτιν. Πέρα όμως από τον εκνευρισμό αυτό, ορισμένοι δυτικοί αναλυτές ασχολούνται με πιο ουσιαστικά θέματα και έχουν δίκιο όταν προτρέπουν τον Ρώσο ηγέτη να προβεί σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της νέας θητείας του.

Στα δυτικά ΜΜΕ επικρατεί αναβρασμός μετά την ανακοίνωση της νέας υποψηφιότητας Πούτιν για την προεδρία της Ρωσίας. Πάμπολλα άρθρα βρίσκει κανείς στις σελίδες της Financial Times, της Wall Street Journal και των άλλων μεγάλων εφημερίδων, τα οποία έχουν ένα κοινό στοιχείο: Υπερασπίζονται τα πολιτικά δικαιώματα των Ρώσων απέναντι στον «δικτάτορα» Πούτιν. Πέρα όμως από τον εκνευρισμό αυτό, ορισμένοι δυτικοί αναλυτές ασχολούνται με πιο ουσιαστικά θέματα και έχουν δίκιο όταν προτρέπουν τον Ρώσο ηγέτη να προβεί σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της νέας θητείας του.

Ένας από αυτούς είναι ο Κρις Ουίφερ του Troika Dialogue. Σε πρόσφατο άρθρο του υπογραμμίζει την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, ώστε να γίνει η Ρωσία περισσότερο ανοιχτή στις ξένες επενδύσεις. Παράλληλα, επιτακτική θεωρείται η ανάγκη να περιοριστούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και να καταπολεμηθεί η διαφθορά του δημοσίου τομέα. Ο ίδιος σημειώνει ότι η χώρα δεν μπορεί να πορεύεται πλέον μονάχα με τα έσοδα από τις εξαγωγές ενέργειας, διότι το σύστημα αυτό έχει φτάσει στο όριό του. Μάλιστα, η παρούσα χρονική συγκυρία είναι ιδιαίτερα θετική για να προβεί ο Πούτιν σε αλλαγές, καθώς η Ρωσία διαθέτει ένα εξαιρετικά χαμηλό δημόσιο χρέος.

Πιο αναλυτικά, ο κ. Ουίφερ αναφέρει τα εξής:

«Ο προϋπολογισμός χρειάζεται πλέον μια τιμή στα 110 δολάρια για την ποικιλία πετρελαίου Urals, ώστε να εξισορροπηθεί, καθώς μεγάλο μέρος του αφορά τα κοινωνικά προγράμματα. Υπάρχει μικρό περιθώριο για την δημιουργία κινήτρων στην ευρύτερη οικονομία, είτε μέσω των δαπανών, είτε μέσω των φορολογικών ελαφρύνσεων. Παράλληλα, είναι δύσκολο για τις νέες επιχειρήσεις να λειτουργήσουν και οι ήδη υπάρχουσες παραπονιούνται για τα γραφειοκρατικά εμπόδια.

Η Ρωσία χρειάζεται ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, στο οποίο οι εταιρείες θα μπορούν πιο εύκολα να ξεκινήσουν και να επεκταθούν. Το νέο μοντέλο πρέπει να χαρακτηρίζεται από περισσότερες επενδύσεις, τόσο από τους Ρώσους που διατηρούν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό, όσο και από διεθνείς επενδυτές. Πιο συγκεκριμένα, η Ρωσία πρέπει να προσελκύσει διεθνείς ομίλους ως εταίρους στους κλάδους εκείνους που έχουν παραμεληθεί εδώ και δύο δεκαετίες.

Ως εκ τούτου, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα ζητήματα εκείνα που καθιστούν τη Ρωσία ως μια χώρα υψηλού κινδύνου στα μάτια των ξένων. Το συνολικό κόστος των επενδύσεων στις υποδομές για τα επόμενα πέντε χρόνια υπολογίζεται σε 500 δις δολάρια. Οι αποκρατικοποιήσεις θα συμβάλουν το 20% αυτού του ποσού, αν και πιο ρεαλιστικά ίσως να αποφέρουν μόνο 50 δις δολάρια. Τα υπόλοιπα θα πρέπει να προέλθουν από την επέκταση των συνεργασιών μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, από τις άμεσες ξένες επενδύσεις και από τα δάνεια. Και οι τρεις αυτές κατηγορίες βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα σήμερα, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις να ανέρχονται σε λιγότερο από το 1% του ΑΕΠ της χώρας.

Την ίδια στιγμή, η Ρωσία έχει κάθε δυνατότητα να δανειστεί από τις αγορές, αφού ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι λιγότερο από 11%. Καθώς τα δημοσιονομικά συνεχίζουν να βελτιώνονται, είναι απορίας άξιο γιατί η χώρα χαρακτηρίζεται τόσο χαμηλά όσον αφορά την πιστοληπτική της δυνατότητα».