Οι Financial Times και η Wall Street Journal ασχολούνται διαρκώς με τις τελευταίες οικονομικές εξελίξεις. Οι χρηματαγορές βρίσκονται σε πτωτική πορεία και στο Λονδίνο οι τιμές του πετρελαίου φλερτάρουν με τα 100 δολάρια για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο. Παντού γίνεται λόγος για ύφεση, κρίση ή ακόμα και κατάρρευση της ευρωζώνης. Επίσης, υπάρχει μια γενική ομοφωνία ότι η ελληνική χρεοκοπία είναι αναπόφευκτη και θεωρείται πιθανό ότι θα την ακολουθήσει μια πτώση αρκετών ευρωπαϊκών τραπεζών, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση της Ισπανίας και της Ιταλίας.

Οι Financial Times και η Wall Street Journal ασχολούνται διαρκώς με τις τελευταίες οικονομικές εξελίξεις. Οι χρηματαγορές βρίσκονται σε πτωτική πορεία και στο Λονδίνο οι τιμές του πετρελαίου φλερτάρουν με τα 100 δολάρια για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο. Παντού γίνεται λόγος για ύφεση, κρίση ή ακόμα και κατάρρευση της ευρωζώνης. Επίσης, υπάρχει μια γενική ομοφωνία ότι η ελληνική χρεοκοπία είναι αναπόφευκτη και θεωρείται πιθανό ότι θα την ακολουθήσει μια πτώση αρκετών ευρωπαϊκών τραπεζών, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε κατάρρευση της Ισπανίας και της Ιταλίας. Βέβαια, οι χώρες αυτές είναι πολύ μεγάλες για να διασωθούν από την υπόλοιπη Ε.Ε και αυτό ακριβώς είναι που ανησυχεί τους πάντες. Η οικονομική ύφεση στην Ευρώπη – πιθανώς μια μεγάλη ύφεση – μοιάζει δυνατή.

Υπάρχει παράλληλα ο αυξανόμενος φόβος ότι οι ευρωπαϊκές χρεοκοπίες μπορούν να επηρεάσουν σύντομα και τους ομίλους της Wall Street, ακόμα και την μεγάλη κινεζική μηχανή ανάπτυξης, μέσω της μείωσης των εξαγωγών. Το θέμα μας όμως είναι πως ακριβώς επηρεάζουν οι τιμές του πετρελαίου και η παραγωγή του όλη αυτή την αρνητική ατμόσφαιρα.

Αν και οι τιμές στη Νέα Υόρκη έχουν πέσει κατά 38 δολάρια από το υψηλότερο σημείο τους τον Απρίλιο, η βενζίνη στις ΗΠΑ συνεχίζει να πωλείται έναντι 70-80 σεντς ανά γαλόνι περισσότερα από πέρυσι. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι τιμές άνω των 90 δολαρίων ανά βαρέλι προκαλούν σημαντική οικονομική ζημιά στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Όσα περισσότερα δολάρια καταλήγουν στο ρεζερβουάρ, παύουν να διοχετεύονται για αγαθά και υπηρεσίες, άρα η κατανάλωση θα συμπιεστεί μέχρι οι τιμές του αργού να περιορισθούν και πάλι κάτω από τα 90 δολάρια. Τον χειμώνα του 2009, οι τιμές αυτές έπεσαν στα 60 δολάρια, μετά την έκρηξη του καλοκαιριού του 2008, όταν είχαν φτάσει τα 147 δολάρια. Η θεαματική αυτή πτώση συνέβαλε περισσότερο στην ανάκαμψη της χώρας από την ύφεση, από ότι το πακέτο στήριξης της κυβέρνησης.

Όπως είναι λογικό, η πρόσφατη μείωση της τιμής επέφερε γκρίνιες από την πλευρά του OPEC. Σε αντίθεση με τρία χρόνια πριν, σήμερα οι παραγωγοί είναι αντιμέτωποι με σοβαρές κοινωνικές αναταραχές. Στην περίπτωση του πιο καθοριστικού παραγωγού, δηλαδή της Σαουδικής Αραβίας, η άμεση απάντηση στην Αραβική Άνοιξη ήταν η μαζική επέκταση των κοινωνικών δαπανών, ώστε να ικανοποιηθούν οι αντιφρονούντες. Το κόστος αυτό σημαίνει όμως ότι πλέον η χώρα πρέπει να πωλεί το πετρέλαιό της έναντι 90-100 δολαρίων ανά βαρέλι για να στηρίξει τις νέες δαπάνες. Για αυτό, είναι πιο πιθανό να ταχθούν υπέρ ενός περιορισμού της παραγωγής του OPEC, ακόμα και αν αυτό οδηγήσει σε ύφεση την παγκόσμια οικονομία.

Αν επιβεβαιωθούν οι χειρότερες φήμες για το μέλλον, τότε δεν υπάρχει όριο στο που μπορούν να φτάσουν οι τιμές και η παραγωγή. Γνωρίζουμε ότι η αμερικανική κατανάλωση αργού σημείωσε πτώση 4% πέρυσι, αλλά η Κίνα συνεχίζει να αναπτύσσεται με ρυθμό πάνω από 9%, πράγμα που μεταφράζεται σε αύξηση της κατανάλωσης αργού κατά 5-6%. Για τώρα, φαίνεται πως τα πράγματα θα χειροτερεύσουν προτού επέλθει μια μείωση στην παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου. Αυτό σημαίνει ότι εκτός αν συμβεί μια παγκόσμια ύφεση με αρνητικούς δείκτες ανάπτυξης, οι τιμές δεν θα έχουν πτωτική πορεία. Οι κερδοσκοπικές τάσεις μπορεί στιγμιαία να τις οδηγήσουν κάτω από το όριο που θέτουν οι παραγωγοί, αλλά η κατάσταση δεν θα διατηρηθεί για πολύ.

Υπάρχει η πραγματική πιθανότητα ότι οι πολλαπλές κρίσεις χρέους σε συνδυασμό με το ολοένα και αυξανόμενο ενεργειακό κόστος θα εξελιχθούν σε μια μεγάλη οικονομική ύφεση. Μια τέτοια ύφεση θα είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ σε πολλές, αν όχι στις περισσότερες χώρες.

Θα περίμενε κανείς ότι οι χώρες με μικρούς πληθυσμούς και μεγάλες εξαγωγές πετρελαίου θα ήταν ασφαλείς για ένα διάστημα, αλλά ακόμα και εκείνες θα ήταν ευαίσθητες σε ελλείψεις π.χ. νερού και τροφίμων καθώς το παγκόσμιο εμπόριο θα τείνει να συρρικνώνεται. Μια μεγάλη ύφεση με διψήφια ανεργία θα οδηγούσε προφανώς σε ραγδαία πτώση της κατανάλωσης πετρελαίου, καθώς πολλοί θα αναγκάζονταν να περιορίσουν τη χρήση τους από ανάγκη. Παράλληλα, με την οικονομική δραστηριότητα περιορισμένη, και η εμπορική χρήση θα μειωνόταν, συμπαρασύροντας τις τιμές του αργού. Προφανώς, οι παραγωγοί θα μείωναν τότε την παραγωγή τους ώστε να στηρίξουν τις τιμές και να μην παράγουν πετρέλαιο με μη βιώσιμο τρόπο. Οι διαρκώς μειούμενες τιμές λοιπόν θα οδηγούσαν σε μια νέα δυναμική για την πετρελαϊκή αγορά.

Σήμερα, η παραγωγή των ήδη υφιστάμενων κοιτασμάτων περιορίζεται με ρυθμό περίπου 4% ετησίως. Στο μέλλον, η πλειοψηφία του νέου πετρελαίου θα προέλθει από ακριβές μεθόδους παραγωγής, όπως τα κοιτάσματα σε μεγάλα βάθη και το βαρύ πετρέλαιο. Αν αφήσουμε στην άκρη τη μείωση του κόστους κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης ύφεσης, το νέο πετρέλαιο θα χρειάζεται να πωλείται έναντι 60-90 δολαρίων ώστε να είναι βιώσιμη οικονομικά η παραγωγή του. Εκτός αν το κόστος αυτής της παραγωγής περιοριστεί σημαντικά, η πιθανότητα αντικατάστασης των απωλειών με τη νέα αυτή παραγωγή, δεν μοιάζει πολύ μεγάλη. 

Η τελευταία μεγάλη ύφεση διήρκησε μια δεκαετία και έληξε τελικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επόμενη ύφεση θα είναι διαφορετική. Το πετρέλαιο και τα άλλα ορυκτά καύσιμα δεν θα είναι τόσο φθηνά όσο ήταν το 1940 και σε ορισμένες περιπτώσεις θα είναι διαθέσιμα σε μικρότερες ποσότητες. Αν η παγκόσμια οικονομία περιέλθει εν τέλει σε μια κατάσταση αντίστοιχη με του 1930 και διαρκέσει επ’ αόριστον, τότε δύο «αγώνες» είναι πιθανό ότι θα συμβούν: Ο πρώτος είναι το κόστος της νέας παραγωγής από ακριβές μεθόδους έναντι της νέας τιμής πώλησης. Ο δεύτερος είναι ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά. Με βάση τα παραπάνω, θα είναι μια ενδιαφέρουσα δεκαετία.