Σε απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, επιβάρυνση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και σε νέες στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας, οδήγησε η επιβολή του ειδκού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο.

Σε απώλεια  χιλιάδων θέσεων εργασίας, επιβάρυνση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και σε νέες στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας, οδήγησε η επιβολή του ειδκού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα μελέτης του ΙΟΒΕ, τα κυριότερα σημεία της οποίας παρουσιάζει το euro2day, η επιβολή του φόρου θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα:

* μείωση του ΑΕΠ κατά 2, 8 δισεκατομμύρια ευρώ,
* απώλεια 46.450 θέσεων εργασίας,
* απώλεια των 2/3 των επιδιωκόμενων φορολογικών εσόδων από τον ΕΦΚ (122 εκατομμύρια) λόγω της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας.

Πιο συγκεκριμένα στην περίληψη της μελέτης του ΙΟΒΕ, επισημαίνονται τα εξής:

"Από την 1.9.2011 επιβλήθηκε ειδικός φόρος κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο φυσικό αέριο, ύψους 1,5 €/GJ (περίπου 5,4 €/MWh) σε όλες τις χρήσεις και τομείς (οικιακό, εμπορικό, βιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή). Λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο ετήσιας κατανάλωσης φυσικού αερίου, ο στόχος είσπραξης εσόδων από το φόρο εκτιμάται σε περίπου €200 εκατ.

Η φορολόγηση ενεργειακών προϊόντων όπως το φυσικό αέριο, το οποίο αποτελεί αναγκαία εισροή στην παραγωγική διαδικασία σε βιομηχανία, ηλεκτροπαραγωγή, εμπόριο και υπηρεσίες, καθώς και σημαντικό μέρος της δαπάνης των νοικοκυριών, έχει σημαντικές επιπτώσεις που επηρεάζουν ολόκληρο το οικονομικό σύστημα.

Στην παρούσα φάση, ο υπέρτατος στόχος της φορολογικής πολιτικής είναι η μεγιστοποίηση των δημοσίων εσόδων. Ωστόσο, οι επιπτώσεις της ακολουθούμενης φορολογικής πολιτικής στα ενεργειακά προϊόντα στους επιδιωκόμενους στόχους της ενεργειακής πολιτικής, καθώς και η αποφυγή των πρόσθετων αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αγνοούνται. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η αναλυτική εξέταση των δυνατοτήτων είσπραξης των αναγκαίων κρατικών εσόδων με τις ελάχιστες δυνατές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.

Επιπτώσεις στον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας

Οι στρεβλώσεις και οι αρνητικές επιπτώσεις που έχουν προκληθεί από την επιβολή ΕΦΚ στο φυσικό αέριο έχουν ήδη γίνει ιδιαίτερα αισθητές στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, στον οποίο καταναλώνεται το μεγαλύτερο μέρος των ποσοτήτων φυσικού αερίου.

Με δεδομένο ότι η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί αναγκαία εισροή σε όλες σχεδόν τις οικονομικές δραστηριότητες, οι αρνητικές επιπτώσεις διαχέονται στο σύνολο της οικονομίας. Ειδικότερα, η επιβολή του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή έχει τις παρακάτω επιπτώσεις:

* Αύξηση του μεταβλητού κόστους παραγωγής των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου κατά το ποσό του φόρου.

* Πολλαπλάσια αύξηση της οριακής τιμής συστήματος (ΟΤΣ) τις ώρες που αυτή καθορίζεται από τις μονάδες φυσικού αερίου και επομένως αύξηση της μέσης σταθμικής ΟΤΣ.

Ενδεικτικά, εκτιμάται ότι, ceteris paribus, η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΟΤΣ) επιβαρύνεται κατά 11,93 €/MWh κατά μέσο όρο ετησίως.

Η υψηλότερη, σε σχέση με το επίπεδο του ΕΦΚ, επιβάρυνση οφείλεται στο ότι σημαντικό μέρος της ενέργειας χάνεται κατά τη μετατροπή του φυσικού αερίου σε ηλεκτρική ενέργεια. Επιπλέον, ενώ το κράτος αναμένεται να εισπράξει από τους ηλεκτροπαραγωγούς €116 εκατ. σε ετήσια βάση (σύμφωνα με το επίπεδο κατανάλωσης του 2009), το κόστος παροχής ηλεκτρικής ενέργειας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά περίπου €653 εκατ. Η διαφορά εισπράττεται από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες συμβατικές τεχνολογίες (λιγνιτικές μονάδες, μεγάλοι υδροηλεκτρικοί σταθμοί), και από τους εισαγωγείς.

* Αύξηση πλεονάσματος παραγωγού των λιγνιτικών μονάδων βάσης τις ώρες που η ΟΤΣ καθορίζεται από μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο και βελτίωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι προμηθευτές και οι εξαγωγείς πληρώνουν υψηλότερη τιμή και για το φορτίο που παράγεται με λιγνίτη ή εισάγεται από γειτονικές χώρες. Έτσι το μέσο κόστος προμήθειας εκτοξεύεται. Μικρή αντιστάθμιση μπορεί να προέλθει από τη δυνατότητα μείωσης των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, όπως οι ΥΚΩ και το Ειδικό Τέλος ΑΠΕ, το ύψος των οποίων εξαρτάται από την ΟΤΣ.

* Αρνητικές επιπτώσεις στην κερδοφορία της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας εφόσον οι τιμές καταναλωτή παραμένουν ρυθμιζόμενες. Αυτό έχει ήδη σηματοδοτήσει πιέσεις από την πλευρά των προμηθευτών για την αύξηση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας σε μια εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία για τη χώρα.

* Προσκόμματα στην προσπάθεια απελευθέρωσης της αγοράς, καθώς οι ανεξάρτητοι παραγωγοί, οι οποίοι δεν διαθέτουν λιγνιτικές μονάδες, χάνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των εισαγωγέων.

* Απομάκρυνση από το ενδεχόμενο οι μονάδες συνδυασμένου κύκλου φυσικού αερίου να ανταγωνιστούν τις λιγνιτικές μονάδες μετά την κατάργηση της δωρεάν κατανομής δικαιωμάτων CO2.

* ΗΔΕΗΠαραγωγή κερδίζει από το πλεόνασμα επί του κόστους των λιγνιτικών μονάδων, αλλά ηΔΕΗΠρομήθεια χάνει σε περίπτωση που δεν προσαρμοστούν ανάλογα τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια. Σε αυτή την περίπτωση οι ανεξάρτητοι προμηθευτές δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τηΔΕΗ, η οποία λόγω καθετοποίησης αντισταθμίζει μερικώς τις ζημιές που προκύπτουν από την αύξηση του μέσου κόστους ενέργειας.

Επιπτώσεις στη βιομηχανία

Εξαιρετικά δυσμενείς είναι οι επιπτώσεις που προκαλεί η επιβολή ΕΦΚ στο φυσικό αέριο και στην ελληνική βιομηχανία, κυρίως την ενεργειοβόρο, καθώς οδηγεί σε:

* Αύξηση των τιμών προμήθειας φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας και επομένως αύξηση του κόστους παραγωγής.
* Μείωση της ανταγωνιστικότητας και πωλήσεων για τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά
* Μείωση προστιθέμενης αξίας, κερδοφορίας, επενδύσεων
* Απώλεια θέσεων εργασίας και ΑΕΠ
* Στροφή σε άλλα περισσότερο ρυπογόνα καύσιμα με αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις
* Παύση λειτουργίας επιχειρήσεων ή / και ενδεχόμενη μετεγκατάσταση σε γειτονικές χώρες με χαμηλότερο κόστος ενέργειας
* Πρόσθετο διαχειριστικό κόστος για τους παρόχους φυσικού αερίου.

Τα αρνητικά αυτά αποτελέσματα έρχονται σε μια περίοδο κατά την οποία η ενεργειοβόρος βιομηχανία δέχεται τεράστιες πιέσεις στις πωλήσεις και στα οικονομικά της αποτελέσματα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2010 η ενεργειοβόρος βιομηχανία εμφάνισε σημάδια οριακής ανάκαμψης των πωλήσεων, κυρίως λόγω της εξαγωγικής προσπάθειας, μετά την κατακόρυφη πτώση κατά -33% που είχε σημειωθεί το 2009. Αυτή η εξέλιξη, ωστόσο δεν απέτρεψε μια ιδιαιτέρως ζημιογόνα χρήση για το σύνολο της ενεργειοβόρου βιομηχανίας.

Επιπτώσεις στον οικιακό τομέα

Στον οικιακό τομέα η επιβολή ΕΦΚ συνεπάγεται την αύξηση των τελικών τιμών διάθεσης του φυσικού αερίου, η οποία εξαρτάται όμως από τον τρόπο τιμολόγησης των ΕΠΑ. Ενδεχόμενη αύξηση των τιμών οδηγεί σε μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου ανάλογα με την ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή και την εξέλιξη των σχετικών τιμών του φυσικού αερίου έναντι των ανταγωνιστικών προς αυτό καυσίμων.

Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει σε ανακοπή του ρυθμού αύξησης της διείσδυσης φυσικού αερίου στον οικιακό και εμπορικό τομέα, αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων (σε συνδυασμό με την ύφεση), ενώ δίνει αρνητικό σήμα για τις επενδύσεις επέκτασης του φυσικού αερίου σε νέες περιοχές.

Ποσοτικοποίηση των συνολικών οικονομικών επιπτώσεων

Η επιβάρυνση του κόστους παραγωγής σε βιομηχανία και υπηρεσίες, η οποία προκύπτει από τις αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, εκτιμάται ότι οδηγεί σε μείωση της εγχώριας ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών κατά σχεδόν €1,3 δισ. (0,7%) και των εξαγωγών κατά €294 εκ. (0,9%). Επιπλέον, η μείωση της ζήτησης και των εξαγωγών έχει αρνητική πολλαπλασιαστική επίδραση στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα.

Εκτιμάται ότι η επιβολή ΕΦΚ στο φυσικό αέριο οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ κατά €2,8 δισεκ. και απώλεια 46.450 θέσεων εργασίας. Επιπλέον, περίπου τα 2/3 των επιδιωκόμενων φορολογικών εσόδων από τον ΕΦΚ (€122 εκατ.) χάνονται λόγω της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας.

Ισοδύναμα μέτρα

Στη μελέτη εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια φορολογικής πολιτικής στα ενεργειακά προϊόντα και οι επιπτώσεις που προκύπτουν για το σύνολο της οικονομίας. Τα σενάρια αφορούν α) στην επιβολή ΕΦΚ και στην καύση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή β) στη μη επιβολή ΕΦΚ στην καύση ΦΑ για ηλεκτροπαραγωγή και γ) στην επιβολή ΕΦΚ για την καύση ΦΑ μόνο στον οικιακό τομέα.

Στο σενάριο α) οι συντελεστές ΕΦΚ του φυσικού αερίου και του λιγνίτη προσαρμόζονται έτσι ώστε να αποκατασταθεί η αναλογία των τιμών φυσικού αερίου και λιγνίτη στα επίπεδα πριν από την επιβολή του φόρου, υπό τον περιορισμό ότι συγκεντρώνονται τα προϋπολογισθέντα φορολογικά έσοδα. Στα σενάρια β) και γ), οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης του φυσικού αερίου και των ενεργειακών προϊόντων που ανταγωνίζονται ευθέως με το φυσικό αέριο, προσαρμόζονται έτσι ώστε να μην μεταβληθούν οι σχετικές τιμές των ενεργειακών προϊόντων και να επιτευχθούν συνολικά επιπλέον έσοδα από ΕΦΚ ίσα με τα έσοδα στο σενάριο με την υφιστάμενη φορολογική πολιτική.

Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων δείχνουν ότι το ίδιο ύψος φορολογικών εσόδων μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερες επιπτώσεις στην οικονομία. Η επιβολή ΕΦΚ και στο λιγνίτη (0,23 €/GJ) με μείωση του συντελεστή ΕΦΚ για το φυσικό αέριο σε όλες τις χρήσεις (σε 0,86 €/GJ) περιορίζει τις απώλειες σε όρους οικονομικής δραστηριότητας κατά περίπου 40%. Ακόμα μεγαλύτερη βελτίωση προκύπτει στα άλλα δυο σενάρια.

Εξαιρώντας την ηλεκτροπαραγωγή από την επιβολή ΕΦΚ στο φυσικό αέριο, επιτυγχάνεται το ίδιο ύψος φορολογικών εσόδων από ΕΦΚ με σχετικά μικρή αύξηση (12%) των συντελεστών ΕΦΚ στο φυσικό αέριο για τις υπόλοιπες χρήσεις και στα ανταγωνιστικά καύσιμα.

Εάν εξαιρεθεί και ο επιχειρηματικός τομέας, η απαιτούμενη αύξηση του ΕΦΚ στον οικιακό τομέα είναι υψηλότερη, καθώς αποφεύγεται η μείωση των εξαγωγών, αλλά επιβαρύνεται η εγχώρια κατανάλωση. Ωστόσο, οι επιπτώσεις στην οικονομία στα δύο τελευταία εναλλακτικά σενάρια είναι σημαντικά ηπιότερες κατά 70% – 76%, ενώ αρκετά μικρότερη είναι και η απώλεια φορολογικών εσόδων λόγω μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας.

Σε κάθε περίπτωση οι συνολικές επιπτώσεις στην οικονομία είναι αρνητικές. Ωστόσο, η ανάλυση καταδεικνύει ότι υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι συγκέντρωσης εσόδων από τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων με ηπιότερες επιπτώσεις στο σύνολο της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας."

� Qts8BM ��M mal; font-variant: normal; letter-spacing: normal; line-height: normal; orphans: 2; text-align: -webkit-auto; text-indent: 0px; text-transform: none; white-space: normal; widows: 2; word-spacing: 0px; -webkit-text-size-adjust: auto; -webkit-text-stroke-width: 0px; "> Ποσοτικοποίηση των συνολικών οικονομικών επιπτώσεων

Η επιβάρυνση του κόστους παραγωγής σε βιομηχανία και υπηρεσίες, η οποία προκύπτει από τις αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας, εκτιμάται ότι οδηγεί σε μείωση της εγχώριας ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών κατά σχεδόν €1,3 δισ. (0,7%) και των εξαγωγών κατά €294 εκ. (0,9%). Επιπλέον, η μείωση της ζήτησης και των εξαγωγών έχει αρνητική πολλαπλασιαστική επίδραση στην εγχώρια οικονομική δραστηριότητα.

Εκτιμάται ότι η επιβολή ΕΦΚ στο φυσικό αέριο οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ κατά €2,8 δισεκ. και απώλεια 46.450 θέσεων εργασίας. Επιπλέον, περίπου τα 2/3 των επιδιωκόμενων φορολογικών εσόδων από τον ΕΦΚ (€122 εκατ.) χάνονται λόγω της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας.

Ισοδύναμα μέτρα

Στη μελέτη εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια φορολογικής πολιτικής στα ενεργειακά προϊόντα και οι επιπτώσεις που προκύπτουν για το σύνολο της οικονομίας. Τα σενάρια αφορούν α) στην επιβολή ΕΦΚ και στην καύση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή β) στη μη επιβολή ΕΦΚ στην καύση ΦΑ για ηλεκτροπαραγωγή και γ) στην επιβολή ΕΦΚ για την καύση ΦΑ μόνο στον οικιακό τομέα.

Στο σενάριο α) οι συντελεστές ΕΦΚ του φυσικού αερίου και του λιγνίτη προσαρμόζονται έτσι ώστε να αποκατασταθεί η αναλογία των τιμών φυσικού αερίου και λιγνίτη στα επίπεδα πριν από την επιβολή του φόρου, υπό τον περιορισμό ότι συγκεντρώνονται τα προϋπολογισθέντα φορολογικά έσοδα. Στα σενάρια β) και γ), οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης του φυσικού αερίου και των ενεργειακών προϊόντων που ανταγωνίζονται ευθέως με το φυσικό αέριο, προσαρμόζονται έτσι ώστε να μην μεταβληθούν οι σχετικές τιμές των ενεργειακών προϊόντων και να επιτευχθούν συνολικά επιπλέον έσοδα από ΕΦΚ ίσα με τα έσοδα στο σενάριο με την υφιστάμενη φορολογική πολιτική.

Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων δείχνουν ότι το ίδιο ύψος φορολογικών εσόδων μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερες επιπτώσεις στην οικονομία. Η επιβολή ΕΦΚ και στο λιγνίτη (0,23 €/GJ) με μείωση του συντελεστή ΕΦΚ για το φυσικό αέριο σε όλες τις χρήσεις (σε 0,86 €/GJ) περιορίζει τις απώλειες σε όρους οικονομικής δραστηριότητας κατά περίπου 40%. Ακόμα μεγαλύτερη βελτίωση προκύπτει στα άλλα δυο σενάρια.

Εξαιρώντας την ηλεκτροπαραγωγή από την επιβολή ΕΦΚ στο φυσικό αέριο, επιτυγχάνεται το ίδιο ύψος φορολογικών εσόδων από ΕΦΚ με σχετικά μικρή αύξηση (12%) των συντελεστών ΕΦΚ στο φυσικό αέριο για τις υπόλοιπες χρήσεις και στα ανταγωνιστικά καύσιμα.

Εάν εξαιρεθεί και ο επιχειρηματικός τομέας, η απαιτούμενη αύξηση του ΕΦΚ στον οικιακό τομέα είναι υψηλότερη, καθώς αποφεύγεται η μείωση των εξαγωγών, αλλά επιβαρύνεται η εγχώρια κατανάλωση. Ωστόσο, οι επιπτώσεις στην οικονομία στα δύο τελευταία εναλλακτικά σενάρια  είναι σημαντικά ηπιότερες κατά 70% – 76%,ενώ αρκετά μικρότερη είναι και η απώλεια φορολογικών εσόδων λόγω μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας.

Σε κάθε περίπτωση οι συνολικές επιπτώσεις στην οικονομία είναι αρνητικές. Ωστόσο, η ανάλυση καταδεικνύει ότι υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι συγκέντρωσης εσόδων από τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων με ηπιότερες επιπτώσεις στο σύνολο της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας."