Έχει αποδειχθή στην πράξη ότι στην Ελλάδα εθελοτυφλούμε. Εθελοτυφλούν πρώτοι από όλους οι πολιτικοί μας ταγοί, αλλά εθελοτυφλούμε και όλοι όσοι τους εψηφίζαμε για να μας κυβερνήσουν, πιστεύοντας ότι με «κάποιον τρόπο» θα μπορούσαν, όχι να εφαρμόσουν αποτελεσματική πολιτική, αλλά να διαιωνίσουν την κατάσταση ευδαίμονος ραστώνης η οποία μας έχει οδηγήσει στην σημερινή κατάσταση. Παραλλήλως σπεύδουμε να αποδεχθούμε ακρίτως κάθε «μύθο» που μας αρέσει προκειμένου να διατηρούμε την ελπίδα ότι δεν θα αλλάξη τίποτε

Έχει αποδειχθή στην πράξη ότι στην Ελλάδα εθελοτυφλούμε. Εθελοτυφλούν πρώτοι από όλους οι πολιτικοί μας ταγοί, αλλά εθελοτυφλούμε και όλοι όσοι τους εψηφίζαμε για να μας κυβερνήσουν, πιστεύοντας ότι με «κάποιον τρόπο» θα μπορούσαν, όχι να εφαρμόσουν αποτελεσματική πολιτική, αλλά να διαιωνίσουν την κατάσταση ευδαίμονος ραστώνης η οποία μας έχει οδηγήσει στην σημερινή κατάσταση. Παραλλήλως σπεύδουμε να αποδεχθούμε ακρίτως κάθε «μύθο» που μας αρέσει προκειμένου να διατηρούμε την ελπίδα ότι δεν θα αλλάξη τίποτε.

 

Ένας από τους τελευταίους μύθους που επαναλαμβάνονται, κατά τρόπο μάλιστα εκνευριστικό, είναι ο ισχυρισμός ότι εργαζόμεθα περισσότερο από τους Γερμανούς και άλλους Ευρωπαίους μετρώντας την εργασία με βάση τα εβδομαδιαία ωράρια εργασίας που προβλέπονται από τις συμβάσεις εργασίας. Αυτά είναι τα σημεία των καιρών σε μια εποχή κατά την οποία έχει πλήρως επικρατήσει η βασιλεία της ποσότητος.

 

Ομιλούμε για ώρες εργασίας, αλλά αποφεύγουμε επιμελώς να αναφερθούμε στο κρίσιμο ζήτημα της παραγωγικότητος. Ποιο είναι άραγε το αποτέλεσμα αυτών των ωρών εργασίας; Ποια είναι η παραγωγή μας; Ποιο είναι το κέρδος που αποκομίζουμε; Ποιος είναι ο πλούτος που δημιουργείται; Αν οι Γερμανοί επιτυγχάνουν να έχουν την ισχυρή τους οικονομία εργαζόμενοι τόσο λίγο όσο ισχυριζόμεθα, προφανώς δεν θα έπρεπε να τους κακολογούμε. Θα έπρεπε να προσπαθούμε να τους μιμηθούμε.

 

Η έλλειψις παραγωγικότητος βέβαια, χαρακτηρίζει ιδιαιτέρως τον δημόσιο τομέα. Και μάλιστα χωρίς αυτό κατ’ ανάγκην να σημαίνη ότι δεν κουράζονται οι δημόσιοι υπάλληλοι. Διότι πολλοί εξ αυτών (ίσως και οι περισσότεροι) απασχολούνται καθημερινώς με αντιπαραγωγικές γραφειοκρατικές και άλλες εργασίες, οι οποίες συνήθως αποβαίνουν εις βάρος των αναπτυξιακών προσπαθειών της χώρας.

 

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, για τις οποίες ο ίδιος ο πολιτικός τους προϊστάμενος παραδέχεται ότι αδυνατούν να φέρουν εις πέρας το έργο τους, αναφέροντας ότι ένα ποσοστό της τάξεως του 95% των εσόδων έρχεται από τον «αυτόματο» μηχανισμό και μόνο το υπόλοιπο 5% από ειδικούς ελέγχους κλπ. Βεβαίως με όλα αυτά που ακούγονται για την διαφθορά στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, δημιουργούνται και άλλες επιφυλάξεις απέναντί τους.

 

Την ίδια στιγμή, υποστηρίζεται ότι και από τις ΔΟΥ, όπως και από τον υπόλοιπο κρατικό μηχανισμό «ελλείπει προσωπικό». Χωρίς να μπούμε στην διαδικασία του να μετρήσουμε τις θέσεις, θα επισημάνουμε πολύ γενικά ότι το προσωπικό ελλείπει διότι απασχολείται αντιπαραγωγικά σε εργασίες αμφιβόλου αποτελεσματικότητος.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωσις του Κώδικος Βιβλίων και Στοιχείων, για τον οποίο προσφάτως ανεκοινώθη πως δια νόμου θα καταργηθή. Πρόκειται για την διαδικασία ελέγχου και επικυρώσεως των παραστατικών εταιρειών και ελευθέρων επαγγελματιών που υποτίθεται πως αποσκοπεί στην αποτροπή συναλλαγών εκτός φορολογικού ελέγχου. Είναι η, κωμική κατά την άποψη του γράφοντος, διαδικασία της «διατρήσεως» βιβλίων και στοιχείων στο ειδικό μηχάνημα της ΔΟΥ. Και μπορεί η διαδικασία αυτή να ήταν χρήσιμη για τα δεδομένα της δεκαετίας του ‘50. Εδώ και δεκαετίες όμως έχει καταστεί παρωχημένη. Στην Ελλάδα όμως εξακολουθεί να εφαρμόζεται απορροφώντας κατά τρόπο αντιπαραγωγικό, ώρες εργασίες τόσο των υπαλλήλων της ΔΟΥ, όσο και των συναλλασσομένων επιχειρήσεων.

 

Αυτές οι χαμένες ώρες, όπως και άλλες ανάλογες που καταγράφονται στο ωράριο εργασίας, μας δίδουν το δικαίωμα να υποστηρίζουμε ότι εργαζόμεθα περισσότερο από τους Γερμανούς. Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια φαινόμενα έπρεπε αυτονοήτως να είχαμε καταργήσει ή αναμορφώσει εδώ και πολλά χρόνια. Η τελευταία ευκαιρία χάθηκε όταν το 2004 η τότε κυβέρνησις Καραμανλή απέτυχε να εφαρμόση την εξαγγελία της για επανίδρυση του Κράτους. Μια επανίδρυση στην οποία προσέβλεπαν όλες οι υγιείς παραγωγικές δυνάμεις της χώρας.

 

Αφού λοιπόν δεν κάναμε τα αυτονόητα μόνοι μας, έρχονται τώρα να μας τα επιβάλουν οι δανειστές μας. Και πάλι όμως οι αγκυλώσεις που μας κατατρύχουν λειτουργούν ανασταλτικά. Δεν επιτρέπουν στο κράτος να προσαρμοσθή και να φέρη την δημοσία διοίκηση σε επίπεδα ανάλογα με την εποχή. Οι παραγωγικές δυνάμεις εξακολουθούν να εργάζονται για την πρόοδο και την ανάπτυξη. Το κράτος όμως αποδεικνύει ότι δεν περιλαμβάνεται σε αυτές.

 

(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")