Του Αndrew Jack
Από τότε που ο Βλαντιμίρ Πούτιν έγινε πρόεδρος της Ρωσίας, το 2000, στα βασικά σχέδιά του ήταν να αυξήσει τον άμεσο έλεγχο του κράτους στον ενεργειακό κλάδο. Η Gazprom, η κολοσσιαία μονοπωλιακή εταιρεία αερίου, βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής και οι τελευταίες πρωτοβουλίες της εταιρείας συνιστούν ένα τεράστιο άλμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Το 2001, το Κρεμλίνο επέβαλε τους δικούς του ανθρώπους, αντικαθιστώντας τον Ρεμ Βιακίρεφ, επί χρόνια διευθύνοντα σύμβουλο της Gazprom, με τον Αλεξέι Μίλερ, έμπιστο του κ. Πούτιν, και στελεχώνοντας το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας με συμμάχους του. Στη συνέχεια, άρχισε να ανακτά μονάδες της που είχαν πωληθεί ή μετατραπεί σε κοινοπραξίες με αμφισβητήσιμους όρους από την προηγούμενη διοίκηση και να τροποποιεί κάποιες εμπορικές συμβάσεις. Τώρα, το τελικό βήμα έχει ήδη δρομολογηθεί. Θα επιτρέψει στο ρωσικό κράτος να εδραιώσει και επισήμως τον έλεγχό του, αυξάνοντας το μερίδιο συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, σε λίγο πάνω από το 50% και εξαλείφοντας κάθε πιθανότητα να πάρουν την πλειοψηφία ξένοι επενδυτές. Ο μηχανισμός που επελέγη -η συγχώνευση με τη Rosneft, τη μόνη εναπομείνασα κρατική πετρελαϊκή εταιρεία που έχει κάποια σημασία- επιτρέπει στο ρωσικό κράτος να αποφύγει οποιαδήποτε πληρωμή σε μετρητά ή να διακινδυνεύσει να θίξει τα δικαιώματα των μειοψηφικών μετόχων. Αντʼ αυτού, οι δύο εταιρείες θα συγκροτήσουν μία ενιαία εταιρεία holding, η οποία θα έχει τη δυνατότητα να προσφέρει καλύτερες αποδόσεις στους επενδυτές. Οι κινήσεις αυτές -οι οποίες αναμένεται να ολοκληρωθούν έως το τέλος του τρέχοντος έτους- θα καταστήσουν δυνατή την κατάργηση της μέχρι τώρα διάρθρωσης του μετοχικού κεφαλαίου της Gazprom, η οποία περιόριζε την ξένη ιδιοκτησία, ενώ οδηγούσε στη δημιουργία ορισμένων «γκρίζων ζωνών» που επέτρεπαν σε μη Ρώσους να έχουν μετοχές μέσω πολύπλοκων υπεράκτιων σχημάτων. Η απελευθέρωση της πρόσβασης ξένων κεφαλαίων στη Gazprom είναι ένα κλασικό παράδειγμα της τακτικής της κυβέρνησης του κ. Πούτιν. Δείχνει πώς ο Ρώσος πρωθυπουργός συχνά «εξωραΐζει» τις πιο αυταρχικές τάσεις του στη σφαίρα της πολιτικής -όπως η απόφαση της Δευτέρας να καταργήσει την εκλογή των περιφερειακών κυβερνητών- με φιλελεύθερες «εκσυγχρονιστικές» επιλογές στην οικονομική πολιτική. Ο συνδυασμός της Gazprom με τη Rosneft θα ενισχύσει τη γεωπολιτική και οικονομική θέση της Ρωσίας, με τη δημιουργία μιας ισχυρής εταιρείας πετρελαίου και αερίου, η οποία θα μπορεί να δραστηριοποιείται τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στο εξωτερικό. Θα παρέχει επιπλέον οικονομική στήριξη στη Rosneft, η οποία προσπαθεί να βρει κεφάλαια για να πραγματοποιήσει τις όλο και μεγαλύτερες φιλοδοξίες της και μπορεί να διοχετεύσει πρόσθετες διευθυντικές ικανότητες στη Gazprom. Θα μπορούσε ακόμα να οδηγήσει σε συνέργιες, αλλά και στην αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας υφιστάμενων πετρελαϊκών δραστηριοτήτων της Gazprom. Ο νέος όμιλος θα μπορούσε ενδεχομένως να απορροφήσει εύκολα και άλλους «παίκτες» του ενεργειακού κλάδου της Ρωσίας. Μεταξύ αυτών θα μπορούσαν να είναι κάποια τμήματα της πετρελαϊκής εταιρείας Υukos, η οποία σήμερα διατρέχει τον κίνδυνο να αναγκαστεί να πωλήσει βασικές θυγατρικές εταιρείες της. Υπάρχουν, όμως, κάποια ευρύτερα ερωτήματα σχετικά από το πόσο επιθυμητός είναι ο νέος συνδυασμός και τι μπορεί να προοιωνίζεται για το μέλλον. Μπορεί να πυροδοτήσει σκληρούς και αποπροσανατολιστικούς εσωτερικούς αγώνες ισχύος. Για παράδειγμα, ο Ιγκόρ Σέτσιν, ένας από τους βασικούς συμβούλους του κ. Πούτιν, διορίσθηκε προσφάτως πρόεδρος της Rosneft. Η υπαγωγή του ομίλου του σε κάποιον άλλο θα έμοιαζε να περιορίζει την αυτονομία του. Πάνω από όλα, όμως, η συγκέντρωση περισσοτέρων περιουσιακών στοιχείων στα χέρια της Gazprom ίσως να μη βοηθήσει ιδιαίτερα στην επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης της ρωσικής οικονομίας. Η τελευταία κίνηση ενδυναμώνει έναν όμιλο ο οποίος ενισχύει τη μονοπωλιακή θέση του στον ενεργειακό κλάδο. Με τη Υukos υπό διάλυση... ... και τον Χοντορκόφσκι στη φυλακή, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει τώρα τον απόλυτο έλεγχο και του ενεργειακού τομέα της Ρωσίας, του μόνου που εξακολουθεί να φέρνει άφθονο χρήμα. (Από τους Financial Times)