Τον τελευταίο καιρό ο φόρος της διάλυσης της Ευρωζώνης και του ευρώ πλανάται πάνω από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Η ύφεση δεν πλήττει μόνο τις περιφερειακές χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία), αλλά απειλεί να πλήξει και χώρες που ανήκουν στον πυρήνα της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία).

Τον τελευταίο καιρό ο φόρος της διάλυσης της Ευρωζώνης και του ευρώ πλανάται πάνω από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Η ύφεση δεν πλήττει μόνο τις περιφερειακές χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία), αλλά απειλεί να πλήξει και χώρες που ανήκουν στον πυρήνα της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία). Η νομισματική ένωση οδεύει προς ύφεση και παρατεταμένη ανεργία. Το προϊόν της Ευρωζώνης αυξάνεται κατά 1,4%, ενώ το ΑΕΠ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης, της Γερμανίας και της Γαλλίας, αυξήθηκε αντίστοιχα κατά 0,5% και 0,4%. Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις των οίκων αξιολόγησης οδήγησαν τα spreads των δεκαετών ομολόγων των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης και των ανεπτυγμένων οικονομιών (π.χ. Ιταλία) έναντι των αντίστοιχων της Γερμανίας στα ύψη, με αποτέλεσμα να είναι πλέον αδύνατος ο δανεισμός χωρών της Ευρωζώνης από τις διεθνείς αγορές.

Οσον αφορά την ελληνική οικονομία το Μνημόνιο Ι που σχεδίασε η τρόικα για την έξοδο της χώρας από την κρίση χρέους απέτυχε, διότι στηριζόταν σε μια σκληρή συσταλτική δημοσιονομική πολιτική με περικοπή μισθών και συντάξεων αδιακρίτως από τους έχοντες αλλά και τους μη έχοντες, ένα Μνημόνιο που χαρακτηριζόταν από παντελή έλλειψη αναπτυξιακών μέτρων. Η δημοσιονομική προσαρμογή όμως της ελληνικής οικονομίας στηρίχθηκε κυρίως σε εισπρακτικά μέτρα (αυξήσεις φόρων) σε φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, και λιγότερο σε περιορισμό της σπατάλης και της κατανάλωσης του Δημοσίου.

Ομως η κρίση τώρα χτυπά όχι μόνο τις χώρες της περιφέρειας αλλά και τις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης, οι κερδοσκόποι χτυπούν αλύπητα όλες τις χώρες της Ζώνης του Ευρώ. Ολόκληρη η Ευρωζώνη βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης αν όχι του κραχ. Και εφ’ όσον επομένως απέτυχε η σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή που εφαρμόσθηκε σε όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης με διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης να τις βγάλει από την κρίση, κάτι άλλο θα πρέπει να γίνει. Θα πρέπει, δηλαδή, η κ. Μέρκελ να εγκαταλείψει την άρνησή της και να δεχθεί, πρώτον, την έκδοση ευρωομολόγου εφ’ όσον προηγηθεί η υιοθέτηση δημοσιονομικής ενοποίησης (δημιουργία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Υπουργείου Οικονομικών), δηλ. να προηγηθεί τροποποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και, δεύτερον, να επιτραπεί στην ΕΚΤ να παίξει ενεργότερο ρόλο με μαζικές αγορές ομολόγων απ’ ευθείας από τα κράτη ασκώντας μια έντονα επεκτατική νομισματική πολιτική και εφαρμόζοντας πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing) με την έκδοση νέου χρήματος στα πρότυπα της FED των ΗΠΑ, με άλλα λόγια να παίξει τον ρόλο του πιστωτή έσχατης ανάγκης για να διατηρηθεί η ρευστότητα στην αγορά ομολόγων και να αποφευχθεί η διάλυση του ευρώ και της Ευρωζώνης, που θα πλήξει κυρίως τη Γερμανία που ωφελείται τα μέγιστα από την ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος.

Για να γίνουν όλα αυτά θα πρέπει άμεσα η πολιτική ελίτ της Ευρωζώνης να πάρει τις σχετικές αποφάσεις αντί να συνεχίζει τους εκφοβισμούς των αδύναμων (περιφερειακών) χωρών περί εξόδου από τη Ζώνη του Ευρώ. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Βέβαια, προτιμότερο θα ήταν να υπήρχαν τα απαραίτητα κεφάλαια στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕFSF), προκειμένου να μην υπάρξει απεμπόληση της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ με την άμεση επέμβασή της, αλλά με 400 δισ. ευρώ που διαθέτει δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο που ζητείται να παίξει τώρα η ΕΚΤ. Υπάρχει στα ανωτέρω η αντίρρηση ότι με τις μαζικές αγορές ομολόγων και την έκδοση νέου χρήματος από την ΕΚΤ θα αυξηθεί η προσφορά χρήματος με επακόλουθο πληθωριστικά φαινόμενα. Η αντίρρηση αυτή δεν ευσταθεί, αφ’ ενός διότι η Ευρωζώνη υπό συνθήκες ύφεσης και νομισματικής συρρίκνωσης σήμερα δεν κινδυνεύει από τον πληθωρισμό αλλά από τον αποπληθωρισμό και αφ’ ετέρου διότι σε αντίθεση με την πολιτική της ποσοτικής διευκόλυνσης της FED στις ΗΠΑ όπου έχουμε πληθωριστική χρηματοδότηση του χρέους (διοχέτευση στην πραγματική οικονομία της ρευστότητας), μείωση των επιτοκίων και πληθωρισμό, η ΕΚΤ ακολουθεί μία πολιτική «στειροποίησης» των αγορών ομολόγων με την πώλησή τους σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δεν έχουμε επομένως πιστωτική επέκταση (αύξηση της προσφοράς χρήματος) που θα οδηγούσε σε πληθωρισμό. Οσον αφορά το «κούρεμα» του χρέους της ελληνικής οικονομίας με την εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ανταλλαγή ομολόγων δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα επιτύχει, με δεδομένες τις έντονες διαφωνίες του Δημοσίου και των τραπεζών ως προς το ύψος του επιτοκίου, αλλά και το ποσοστό συμμετοχής των τραπεζών και των ιδιωτών κατόχων ομολόγων στην ανταλλαγή.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι τα ανωτέρω, δηλ. η έκδοση ευρωομολόγου και ο περισσότερο ενεργός ρόλος της ΕΚΤ, θα πρέπει να εφαρμοσθούν σε συνδυασμό με συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, που να μην στηρίζεται κυρίως στη βάρβαρη φοροεισπρακτική πολιτική και στις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και στη δραματική μείωση των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), οι οποίες το δεκάμηνο Ιανουάριος-Οκτώβριος 2011 μειώθηκαν κατά 37,4% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου χρόνου, όταν είναι γνωστό ότι οι δαπάνες αυτές δημιουργούν κατ’ εξοχήν πολλαπλασιαστικά εισόδημα και απασχόληση, δηλ. ανάπτυξη, αλλά να στηρίζεται στη μείωση της δημόσιας δαπάνης και της πάταξης της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Η πάταξη της φοροδιαφυγής με τους κατάλληλους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς, αναπτυξιακά μέτρα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η τόνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας είναι πολιτικές απαραίτητες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

* Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, τμήμα Οικονομικής Επιστήμης.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή")