Όταν στην αρχή της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα ο Μπίσμαρκ υποχρεωνόταν από τον Κάιζερ να εγκαταλείψει την καγκελαρία, η ηγεμονική θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη ήταν αδιαμφισβήτητη: Οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις ανάμεσα στη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία κυρίως στην Αφρική και την Κεντρική Ασία είχαν επιτρέψει στο Βερολίνο να αναπτύξει στενές σχέσεις με το Λονδίνο, το Παρίσι και την Αγία Πετρούπολη και να αναδειχθεί στον παράγοντα εγγύησης της ειρήνης στην Ευρώπη, αλλά και ρυθμιστή των ισορροπιών ανάμεσα στις τρεις ανταγωνίστριες δυνάμεις

Όταν στην αρχή της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα ο Μπίσμαρκ υποχρεωνόταν από τον Κάιζερ να εγκαταλείψει την καγκελαρία, η ηγεμονική θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη ήταν αδιαμφισβήτητη: Οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις ανάμεσα στη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία κυρίως στην Αφρική και την Κεντρική Ασία είχαν επιτρέψει στο Βερολίνο να αναπτύξει στενές σχέσεις με το Λονδίνο, το Παρίσι και την Αγία Πετρούπολη και να αναδειχθεί στον παράγοντα εγγύησης της ειρήνης στην Ευρώπη, αλλά και ρυθμιστή των ισορροπιών ανάμεσα στις τρεις ανταγωνίστριες δυνάμεις.

Βάση της επιτυχίας της πολιτικής Μπίσμαρκ ήταν η ρεαλιστική διαπίστωση ότι οι υπερπόντιες φιλοδοξίες και εμπλοκές της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας επέτρεπαν την αργή αλλά σταθερή θεμελίωση της γερμανικής ηγεμονίας στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Οι διάδοχοί του στην καγκελαρία υπό την πίεση συμφερόντων οργανωμένων σε λόμπι κατάφεραν σε μια δεκαετία το αδιανόητο: Προσπάθησαν να διεκδικήσουν ισότιμα ρόλο παγκόσμιας δύναμης για τη χώρα, με αποτέλεσμα τη διμερή προσέγγιση Γαλλίας - Ρωσίας που με την προσθήκη της Βρετανίας λίγο αργότερα οδήγησε στην «Εγκάρδια Συνεννόηση» που απομόνωσε το Βερολίνο στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς.

Τηρουμένων των αναλογιών σε παρόμοια καταστροφικά αποτελέσματα οδηγεί τη Γερμανία σήμερα η Μέρκελ με την πολιτική διαχείρισης της κρίσης της Ευρωζώνης, που ακολουθεί τα δύο τελευταία χρόνια:

Πρώτον, χάθηκε η ευκαιρία μιας μετάβασης σε μια πολιτική ένωση γερμανικών προδιαγραφών που θα ήταν το φυσικό αποτέλεσμα μιας έγκαιρης διάσωσης των χωρών με δημοσιονομικά προβλήματα. Στη σκιά της κρίσης η ομοσπονδιακή μετεξέλιξη της Ευρωζώνης πρόβαλε σαν η αυτονόητη πολιτική πλαισίωση μιας προληπτικής παρέμβασης που θα συνδύαζε τη δημοσιονομική ευταξία με την απάλυνση των αποκλίσεων Βορρά-Νότου.

Δεύτερον, και σημαντικότερο, συρρικνώθηκε η συγκριτική αντοχή της γερμανικής οικονομίας στην παγκόσμια διολίσθηση προς την ύφεση, που αν αναγόταν σε ευρωπαϊκή κλίμακα θα μπορούσε να αποτελέσει στρατηγικό πλεονέκτημα σε όλα τα παγκόσμια φόρουμ διαπραγμάτευσης. Με τη σκληρή τιμωρητική δημοσιονομική λιτότητα που έχει επιβάλει στις Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και στη συνέχεια στην Ιταλία και την Ισπανία αλλά και σε μικρότερο βαθμό στη Γαλλία, η ύφεση στην γερμανική οικονομία έρχεται εντός του 2012 με δεδομένη μάλιστα τη συνεχή πτωτική τάση της ζήτησης στην Κίνα, η οποία κατ' επανάληψη είχε προβληθεί ως εναλλακτική λύση για τις γερμανικές εξαγωγές.

Επιπλέον, όπως εύστοχα τονίζει σε προχθεσινή του ανάλυση το Spiegel, στην περίπτωση που η ύφεση στην Ομάδα PIIGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία) οδηγήσει τις χώρες αυτές εκτός Ευρωζώνης, η συρρίκνωση της ανάπτυξής τους θα προσεγγίσει το 6%, ενώ ταυτόχρονα στις υπόλοιπες χώρες θα φθάσει γύρω στο 4%.

Πρόκειται για μια αυτοκαταστροφική διολίσθηση που θα ακυρώσει το όποιο συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα είχε κατοχυρώσει το Βερολίνο με τη σύσταση της Ευρωζώνης αλλά και την υλοποίηση της Μεταρρυθμιστικής Ατζέντας του 2010, που με υψηλό πολιτικό και κοινωνικό κόστος είχε προωθήσει η υπό τον Σρέντερ κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών -Πρασίνων στη δεύτερη θητεία της την περίοδο 2001-2005.

Η διαφορά με τα παρελθόν είναι η ταχύτητα των εξελίξεων. Αν οι ανεκδιήγητοι διάδοχοι του Μπίσμαρκ χρειάσθηκαν σχεδόν ένα τέταρτο αιώνα για να οδηγήσουν τη χώρα τους και την Ευρώπη στην καταστροφή, η Μέρκελ φαίνεται να έχει διανύσει τη διαδρομή αυτή μέσα σε δύο χρόνια...

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 29/12/2011)