Είμαστε σε μια ευλογημένη χώρα, με τεράστιες δυνατότητες. Η ύπαρξη δυνατοτήτων όμως, δεν εξυπακούει και την αξιοποίηση τους, καθώς αναγκαία είναι η πολιτική βούληση, η οποία σε συνδυασμό με την κατάλληλη εκχώρηση εξουσιών, μετατρέπει το όραμα σε στρατηγική και τη στρατηγική σε έργο με ισχυρό αντίκτυπο.

Είμαστε σε μια ευλογημένη χώρα, με τεράστιες δυνατότητες. Η ύπαρξη δυνατοτήτων όμως, δεν εξυπακούει και την αξιοποίηση τους, καθώς αναγκαία είναι η πολιτική βούληση, η οποία σε συνδυασμό με την κατάλληλη εκχώρηση εξουσιών, μετατρέπει το όραμα σε στρατηγική και τη στρατηγική σε έργο με ισχυρό αντίκτυπο.

Η ιστορική πραγματικότητα έχει δείξει, πως οι χώρες που διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα είναι σύνηθες να υστερούν έναντι των χωρών που δε τα διαθέτουν. Κύριος λόγος αυτού του παράδοξου; Ο εφησυχασμός και η μαλθακότητα που αναπτύσσεται, χαρακτηριστικά που, όταν επικρατήσουν, οδηγούν αναπόδραστα σε μια νοοτροπία η οποία αναμφισβήτητα πλέον, έχει μολύνει την πολιτική ηγεσία και κατ’ επέκταση την ελληνική κοινωνία εν γένει. 

Αυτή η νοοτροπία, μας έχει εθίσει στο “να τρώμε από τα έτοιμα”, είτε αυτά είναι τα εύκολα έσοδα από τον τουρισμό, που έρχονται αβίαστα λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής μας θέσης, είτε από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, είτε από τα «κέρδη» που εξασφαλίζουν οι (κατά)χρήσεις της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Με το πέρασμα των χρόνων, λοιπόν, ήταν φυσικό επακόλουθο να έχουμε ξεχάσει το πως είναι να προσπαθούμε εμείς οι ίδιοι για τη βελτίωση της ζωής μας αφού σχεδόν αξιωματικά, πλέον, δεχόμαστε ότι αυτό είναι “υποχρέωση” άλλων. Παρομοίως, σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, το φαινόμενο αυτό δημιούργησε αίσθημα εφησυχασμού, ατολμίας για αλλαγή και ξεκάθαρη έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού.

Κατά το παρελθόν είδαμε άλλα κράτη, όπως το Ισραήλ και το Ντουμπάι, να δημιουργούν κολοσσιαίες ανταγωνιστικές βιομηχανίες, η πρώτη στην υψηλή τεχνολογία και η δεύτερη στον τουρισμό χωρίς να έχουν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα, αλλά έχοντας περίσσια θέληση και ανάγκη. Επιπρόσθετα, σχεδόν ολόκληρη η περιοχή της Ανατολικής Ασίας βρίσκεται στην παγκόσμια οικονομική πρωτοπορία και θεωρείται η βασικότερη ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας κατά την τρέχουσα περίοδο καθώς προχώρησε στην υιοθέτηση ενός μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, σαν του Ιαπωνικού, το οποίο στηρίζεται στη χάραξη βαθέων οικονομικών στρατηγικών μέσα από τη συνέργεια κράτους και ιδιωτικού τομέα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οικονομικών επιτυχιών οι χώρες έτυχαν στρατηγικού σχεδιασμού μακροπρόθεσμου ορίζοντα καθώς και πολιτική βούληση, που ξεπερνούσε κομματικές φιλοδοξίες.

Ειδικότερα, στην περίπτωση του Ισραήλ η βιομηχανία της υψηλής τεχνολογίας συνεισφέρει περίπου το 7% του ΑΕΠ, σε μια χώρα που δημιουργήθηκε μόλις πριν από 62 χρόνια. Η επιτυχία αυτή δεν είναι τυχαία, καθώς συνδεόταν με την εθνική του επιβίωση, τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο όσο και σε οικονομικό. Γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση πήρε σημαντικές αποφάσεις και από το 1970, ξεκίνησε να χρηματοδοτεί προγράμματα προώθησης επιχειρηματικών θερμοκοιτίδων πάνω σε ιδέες υψηλής τεχνολογίας. Εκτός, όμως, από την απαραίτητη ροή κεφαλαίων υπήρχε πρόνοια ώστε τα προγράμματα αυτά να προσφέρουν, συν τοις άλλοις, ζωτικής σημασίας διοικητική και εμπορική υποστήριξη στους ενδιαφερομένους προκειμένου να καταστεί δυνατή η έναρξη νέων επιχειρήσεων και να υπάρξει προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων.

Στην περίπτωση του Ντουμπάι, μιας χώρας μέσα στην έρημο, αποφασίστηκε η αξιοποίηση των συνεχώς μειούμενων εσόδων από το πετρέλαιο, δημιουργώντας μια ισχυρή βιομηχανία τουρισμού. Έτσι, έχοντας μακροχρόνιο σχεδιασμό κατάφερε κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες να μεταμορφώσει το ερημικό τοπίο της, υλοποιώντας παγκοσμίως αναγνωρισθέντα αξιοθέατα. Μπορεί η στρατηγική που ακολούθησε να υπήρξε υπέρ του δέοντος μεγαλομανής, αλλά μακροχρόνιο αποτέλεσμα αυτής αποτελεί το γεγονός ότι στη χώρα αυτή της ερήμου, η συμβολή του συνόλου του τουρισμού στο ΑΕΠ είναι 16% με στόχο, μάλιστα, να διπλασιαστεί τα επόμενα 14 χρόνια. Στην Ελλάδα, ο τουρισμός, βρισκόμενος στα ίδια επίπεδα τα τελευταία 10 χρόνια, συμβάλλει μόνο το 15%-16% του ΑΕΠ, ενώ ως χώρα διαθέτουμε σίγουρα περισσότερα πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας.

Τα παραδείγματα του Ισραήλ και του Ντουμπάι αλλά και η εξέλιξη των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας μας δείχνουν ότι οι πολιτικές ηγεσίες, όταν έχουν θέληση και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, μπορούν να χρησιμοποιήσουν την κρατική παρέμβαση, που στη χώρα μας θεωρείται συνώνυμο της αναποτελεσματικότητας, για να επιτύχουν αξιέπαινα αποτελέσματα.

Στην χώρα μας το κράτος σίγουρα θεωρείται κακός διαχειριστής και σε πολύ δεινή θέση. Βρισκόμενοι, όμως, ακριβώς σ’ αυτήν την κατάσταση, η λύση δεν πρέπει να δοθεί μόνο από την, πολλές φορές, μη μακροπρόθεσμα σκεπτόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία. Και αυτό διότι το βασικό έλλειμα της Ελλάδας είναι έλλειμα οράματος και στρατηγικού σχεδιασμού. Το δίχως άλλο, χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω από οριζόντια φορολογικά κίνητρα και χρηματοδότηση από τα ευρωπαϊκά ταμεία χωρίς αυτή να κατευθύνεται βάση ενός γενικότερου σχεδίου. Είναι επιτακτική ανάγκη, πλέον, η πολιτική ηγεσία να γίνει κυρίαρχος της κατάστασης και να δείξει την αναπτυξιακή κατεύθυνση που θα ακολουθήσουμε ως έθνος στο μέλλον.

Αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω ενός πολιτικού φορέα, που με τη βοήθεια ελληνικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος (π.χ. Τράπεζα της Ελλάδος) και πιθανόν κάποιων ιδιωτικών φορέων, να μπορέσει να δώσει στρατηγική κατεύθυνση στην οικονομία. Χρειαζόμαστε ένα φορέα που να έχει την ικανότητα, παρακάμπτοντας τη γραφειοκρατία, να αναλύσει και να επιλέξει στρατηγικές, να έχει τη δυνατότητα να προσπεράσει τις συνήθεις κωλυσιεργίες και επιπρόσθετα να μπορεί να μετατρέψει αυτές τις αναπτυξιακές ιδέες σε ελκυστικές επενδύσεις, χρησιμοποιώντας εργαλεία όπως:

1. Χαμηλότερους ή μηδενικούς φορολογικούς συντελεστές, σε επενδύσεις στους τομείς που θα θεωρηθούν στρατηγικοί,

2. Χρηματοδότηση νεοσύστατων εταιριών με επιχειρηματικά κεφάλαια (Venture capital) και στη συνέχεια στήριξη αυτών μέσω ειδικών συμβούλων και διεθνών επαφών. Στην Ελλάδα υπάρχει πολύ ισχνή venture capital χρηματοδότηση και οι τράπεζες μόνες τους δεν μπορούν να διαδραματίσουν αυτόν το ρόλο. Το κράτος συνεργαζόμενο με ιδιωτικούς φορείς θα πρέπει να αναλάβει μέρος του ρίσκου και να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη χρηματοδοτική κουλτούρα ώστε να ακολουθήσουν τα ιδιωτικά κεφάλαια,

3. Μηδενική φορολόγηση και διευκόλυνση σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες για ινστιτούτα έρευνας και ανάπτυξης, στους συγκεκριμένους στρατηγικούς τομείς,

4. Παραχώρηση γης και φυσικών πόρων, με παρακράτηση κυριότητας ή με συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο. Έτσι, επιτυγχάνεται η διευκόλυνση της επένδυσης, αξιοποιώντας τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία και δημιουργώντας χρηματοοικονομικά οφέλη για το κράτος.

5. Άσκηση πολιτικής επιρροής για συνεργασίες με ινστιτούτα και θερμοκοιτίδες του εξωτερικού, ώστε να υιοθετηθεί μια νοοτροπία διάχυσης καλύτερων πρακτικών στους τομείς ενδιαφέροντος.

Τα εργαλεία αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν ως μη ρεαλιστικά για την Ελλάδα και είναι λύσεις που εφαρμόζονται επιτυχώς από άλλες χώρες που έχουν αποφασίσει τις προτεραιότητες τους. Μέσω αυτών των λύσεων, θα μπορούσε το κράτος, χωρίς να έχει το μάνατζμεντ και ούτε καν το πλειοψηφικό πακέτο, να προσελκύσει επενδυτές, να ενεργοποιήσει την επιφυλακτική ελληνική επιχειρηματικότητα και το νεαρό εργατικό δυναμικό, ώστε να προωθήσει στοχευμένα την οικονομική ανάπτυξη, κρατώντας παράλληλα την οικονομική συμμετοχή σε οποιεσδήποτε μελλοντικές υπεραξίες.

Σίγουρα λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα εμπιστεύονται το κράτος ως επενδυτή ή ως ικανό διαχειριστή να φέρει εις πέρας το εν λόγω εγχείρημα. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε σχετικά με το που θέλουμε να είμαστε την επομένη ημέρα. Άλλωστε σε καμία χώρα, οι επιχειρήσεις ή οι τράπεζες, δεν είναι αυτές που φέρουν το βάρος της ευθύνης για τη μακροχρόνια ευημερία του τόπου. Αυτή η υποχρέωση είναι κατ’ εξοχήν του κράτους και απ’ αυτό, ειδικά τώρα που βρισκόμαστε σε εποχή αλλαγών, πρέπει να απαιτούμε χρηστή διοίκηση.

Το δίλλημα που προκύπτει, λοιπόν, είναι το αν θέλουμε μια πολυκερματισμένη ανάπτυξη, στην οποία κάθε ιδιωτικό κεφάλαιο θα μπορεί να επιδιώξει το μέγιστο των βραχυπρόθεσμων κερδών ή την εξειδίκευση σε συγκεκριμένους, πιθανόν λιγότερους, τομείς που θα δώσουν ένα στίγμα στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Ιδέες από σοβαρές μελέτες ιδιωτικών φορέων υπάρχουν. Η ανάγκη είναι αδιαμφισβήτητη. Μας λείπουν, όμως, τα βασικότερα: το όραμα και η βούληση.


* Ο Σπύρος Σαββίδης είναι Xρηματοοικονομικός Aναλυτής