Στην ολοένα και αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου και στις προοπτικές που διανοίγονται για την Κύπρο, μετά την πρόσφατη ανακάλυψη σημαντικών ποσοτήτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική της Οικονομική Ζώνη, αναφέρθηκε ο Ρίχαρντ Σενζ, αντιπρόεδρος του Ομοσπονδιακού Επιμελητηρίου της Αυστρίας και πρώην διευθύνων σύμβουλος του αυστριακού ενεργειακού ομίλου OMV

Στην ολοένα και αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου και στις προοπτικές που διανοίγονται για την Κύπρο, μετά την πρόσφατη ανακάλυψη σημαντικών ποσοτήτων φυσικού αερίου στην Αποκλειστική της Οικονομική Ζώνη, αναφέρθηκε ο Ρίχαρντ Σενζ, αντιπρόεδρος του Ομοσπονδιακού Επιμελητηρίου της Αυστρίας και πρώην διευθύνων σύμβουλος του αυστριακού ενεργειακού ομίλου OMV.

Ο κ. Σενζ, ο οποίος μίλησε σε εκδήλωση του Κυπριακού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και του Επιχειρηματικού Συνδέσμου Κύπρου, εξέφρασε την εκτίμηση ότι η τελική ποσότητα του κοιτάσματος φυσικού αερίου στο οικόπεδο 12 θα υπερβεί τα 5- 7 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια που έχουν ανακοινωθεί από την εταιρεία Noble.

«Συνήθως, το μέγεθος του κοιτάσματος είναι πολύ μεγαλύτερο από την πρώτη ένδειξη», είπε ο Σενζ, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ.

Ο κ. Σενζ αναφέρθηκε στην παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια, η οποία θα αυξηθεί κατά 40% μέχρι το 2025, σε σύγκριση με την ενεργειακή ζήτηση το 2003, προσθέτοντας ότι το 80% της παγκόσμιας παραγωγής ενέργειας προέρχεται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

Σύμφωνα με τον κ. Σενζ, παρατηρείται ολοένα και αυξανόμενη χρήση του φυσικού αερίου, για σκοπούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ, σε μια προσπάθεια οι χώρες της ΕΕ να μειώσουν την εκπομπή ρύπων και να εκπληρώσουν τους στόχους που έθεσε η Ένωση για το 2020. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι από το 9% που ήταν η χρήση φυσικού αερίου για σκοπούς ηλεκτροπαραγωγής το 1990, εκτινάχθηκε στο 23% το 2009.

«Το φυσικό αέριο αναμένεται να παίξει ένα αυξανόμενα σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή οικονομία», επισήμανε. Ενόψει και του δεύτερου γύρου αδειοδότησης των οικοπέδων της κυπριακής ΑΟΖ, ο κ. Σενζ είπε ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, παρά σε διεθνείς κοινοπραξίες επενδυτών, «αφού μια ολοκληρωμένη διαδικασία μέχρι το στάδιο της εκμετάλλευσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου, και ιδιαίτερα σε ένα πολύ μεγάλο τεμάχιο, στοιχίζει αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια».