Νομοτελειακή και απόλυτα αναμενόμενη η κατάληξη της Λιανικής Αγοράς Ηλεκτρισμού, για όποιον παρακολουθεί με θλίψη και αγανάκτηση τις επί 13 τώρα χρόνια άσκοπες και ανεδαφικές -αν όχι κωμικοτραγικές- προσπάθειες της Ελλάδας να απελευθερώσει την Αγορά Ενέργειας.

Νομοτελειακή και απόλυτα αναμενόμενη η κατάληξη της Λιανικής Αγοράς Ηλεκτρισμού, για όποιον παρακολουθεί με θλίψη και αγανάκτηση τις επί 13 τώρα χρόνια άσκοπες και ανεδαφικές -αν όχι κωμικοτραγικές- προσπάθειες της Ελλάδας να απελευθερώσει την Αγορά Ενέργειας.

Οι Έλληνες πολίτες στερούνται την δυνατότητα και το προνόμιο που απολαμβάνουν οι περισσότεροι Ευρωπαίοι να επιλέγουν προϊόντα και προμηθευτές της αρεσκείας τους μέσα από τον ανταγωνισμό, ο οποίος στις υγιείς αγορές που έχουν οργανώσει οι εταίροι μας (αλλά και οι περισσότερες προηγμένες χώρες στον κόσμο) λειτουργεί συμπιέζοντας τις τιμές και αυξάνοντας την αποδοτικότητα.

Και θα ήταν οι «πιρουέτες» αυτές με τις οποίες επιχειρούμε τόσα χρόνια να αποφύγουμε την εναρμόνιση με τους κανόνες της Ε.Ε. απλώς κωμικές, έχοντας εξασφαλίσει στο μέλλον σίγουρη θέση ως παράδειγμα προς αποφυγήν σε μονογραφίες σχετιζόμενες με το άνοιγμα των ενεργειακών αγορών, αν δεν ήταν τραγικά βαρύ το τίμημα που πληρώνει ο Ελληνικός λαός σε υπερτιμημένες υπηρεσίες και προϊόντα χαμηλής ποιότητας, πλήρη απαξίωση της Δημόσιας περιουσίας (ΔΕΗ) και εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις συστημάτων και τεχνολογιών.

Για να μην αναφερθούμε στο τεράστιο μέχρι στιγμής κόστος (ουσιαστικά κατασπαταλημένο άνευ λόγου) σε αδρές αμοιβές στρατιών Συμβούλων που εντέλλονται να διυλίσουν τον κώνωπα και την δημιουργία και στελέχωση νέων Οργανισμών και Αρχών που ουσιαστικά δεν παρέχουν τίποτα στον Έλληνα καταναλωτή, όλα αυτά θυσία στο βωμό των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων που έχουν εμποδίσει μέχρι στιγμής την δημιουργία μίας σωστής ανταγωνιστικής αγοράς. 

Έχει δικαίωμα να αναρωτηθεί ο Ελληνικός λαός π.χ. τι ακριβώς εξυπηρετεί η δημιουργία της πληθωρικής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας των 122 καλοπληρωμένων υπερ-επιστημόνων και των 7 «εποχούμενων» μελών της ολομέλειας της, και πως προστατεύει τα συμφέροντα των καταναλωτών όταν παρέδωσε Άδειες Προμηθευτού σε “Fund” Ρωσο-Αραβικών κεφαλαίων, που θα έκανε να κοντοσταθεί και εξετάσει πιό επισταμένα ακόμα και μαθητή Λυκείου. Η τι έγιναν τα απίθανα και ανεπανάληπτα σχήματα περί SWAPS ενέργειας γνωστού συμβουλευτικού οίκου που χρυσοπλήρωσε η ΔΕΗ το 2010 σε μιά τελευταία απέλπιδα προσπάθειά της να αποφύγει τη διάσπαση κάτω από την πίεση της τρόικας, και που βεβαίως παραμένουν στο ράφι ως παντελώς ανεφάρμοστα. Η πώς καταντήσαμε οι γείτονές μας να προσελκύουν αξιόπιστους ενεργειακούς επενδυτές (Βουλγαρία – ENEL, CEZ, AES, Verbund), Αλβανία (CEZ), Ρουμανία (EON, EDF, ENEL) και εμείς να κατακλυόμεθα από «παγκοσμίως αγνώστους» έως και ύποπτους «επενδυτές» ενώ οι ελάχιστοι σοβαροί οίκοι που αποπειράθηκαν να δραστηριοποιηθούν έχουν ήδη αποχωρήσει.

Όποιος, μα όποιος κανόνας και αν υπήρχε για το πώς δημιουργείται και σταδιακά «ανοίγει» μία αγορά Ηλεκτρισμού, όποια πλούσια εμπειρία από την 20ετη και πλέον διεθνή εφαρμογή ενεργειακών αγορών και αν συλλέχθηκε, ουσιαστικά και συστηματικά παραβιάστηκε στην Ελλάδα από το 1998 μέχρι σήμερα. Εκατομμύρια ευρώ ξοδεύτηκαν μάταια σε Συμβούλους με την καθοδήγηση «σχεδιάστε μας κάτι για στάχτη στα μάτια της Ε.Ε. αλλά αφήστε στην ουσία άθικτη την ΔΕΗ που εξασφαλίζει την εκλογική μας πελατεία». Ας επιχειρήσουμε μία ιστορική αναδρομή για να το αποδείξουμε.

Η πλέον πρόσφατη «φούσκα» με την ΗΕLLAS Power, Energa και Worldwide Energy Fund (που πολύ πιθανόν να στοιχίσει κάποιες εκατοντάδες εκατομ. στους καταναλωτές), είναι φυσική εξέλιξη της παραβίασης του πλέον θεμελιώδους κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον δεν είναι δυνατόν να υπάρξει λιανική αγορά εμπορίας ηλεκτρισμού αν πρώτα δεν λειτουργεί σωστά και εύρυθμα η χονδρεμπορική αγορά η οποία μέσω της τιμής που εκκαθαρίζεται πρέπει να αντανακλά το σωστό «οικονομικό σήμα». Ούτε η τιμή εκκαθάρισης της χονδρεμπορικής αγοράς ήταν σωστά συνδεδεμένη με τα λιανικά τιμολόγια, αλλά κυρίως η Ελληνική Αγορά χονδρεμπορίας (στην οποία δραστηριοποιούνται Παραγωγοί και Εισαγωγείς ενέργειας) έχει απίθανες στρεβλώσεις οι οποίες επισυσσωρεύτηκαν καθώς το κάθε καινούργιο μέτρο που προσετίθετο προσπαθούσε να διορθώσει τα λάθη του προηγούμενου. Δεν μπορεί όμως να διορθωθεί κάτι που εκ θεμελίων έχει σχεδιασθεί «στραβά» και ο δεύτερος βασικός κανόνας που παραβιάστηκε εδώ είναι ότι δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει μιά χονδρεμπορική αγορά σωστά όταν ένας παίχτης έχει ποσοστό πάνω από 90% (όπως είχε αρχικά η ΔΕΗ).

Η παραβίαση του χρυσού αυτού κανόνα ανάγκασε τον πρώτο Ρυθμιστή να εισαγάγει (περί το 2002) ένα μοντέλο αγοράς το οποίο έλυνε (προσωρινά) το πρόβλημα που είχαν οι νεο-εισερχόμενοι επενδυτές ως προς την πώληση της παραγομένης ενέργειας τους και συνεπώς την εξασφάλιση της χρηματοδότησής τους. Το μοντέλο αυτό (το ονομαζόμενο στη διεθνή ορολογία “υποχρεωτικό Pool”) είναι όμως τελείως ακατάλληλο γιά την διάρθρωση της Ελληνικής αγοράς και την δεσπόζουσα θέση που κατείχε η ΔΕΗ, με αποτέλεσμα η τελευταία να μπορεί να χαλιναγωγεί την οριακή τιμή συστήματος κατά βούληση (κυρίως με την χρήση των υδροηλεκτρικών σταθμών), πότε υπέρ της ιδίας Παραγωγής και πότε υπέρ της ιδίας Προμήθειας. Διοικητικά μέτρα που κατά εξακολούθηση ελάμβανε και λαμβάνει έκτοτε η ΡΑΕ προσπαθώντας επί ματαίω να τετραγωνίσει τον κύκλο, λύνουν ένα πρόβλημα και ανοίγουν άλλα τρία με ολοένα και μεγαλύτερες στρεβλώσεις.

Η πολιτική επιλογή και εμμονή στη διατήρηση του ακέραιου της ΔΕΗ οδήγησε και σε τρίτη παραβίαση θεμελιώδους κανόνα, αυτού της σωστής διάρθρωσης της αγοράς. Ακρογωνιαίος λίθος σε μιά ανταγωνιστική αγορά ηλεκτρισμού είναι η ισότιμη πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα, αλλά και τα ρυθμιστικά κίνητρα του Διαχειριστού του Συστήματος Μεταφοράς να ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα των καταναλωτών. Κίνητρα δεν μπορούν εύκολα να επιβληθούν σε μιά εταιρεία που δεν κατέχει πάγια. Η επιλογή της Ελλάδος να μείνει το σύστημα μεταφοράς στη ιδιοκτησία της ΔΕΗ και να δημιουργηθεί ο (κατ’όνομα μόνον) «Ανεξάρτητος Διαχειριστής» (ΔΕΣΜΗΕ), αποτελεί λάθος και αναποτελεσματική διάρθρωση του τομέα. Η σωστή επιλογή επιβάλλει πλήρως ανεξάρτητη εταιρεία μεταφοράς, διαχείρισης του συστήματος και λειτουργίας της αγοράς.

Όλα αυτά όμως δεν αποτελούν παρά «ψιλά γράμματα» συγκρινόμενα με την πολύ ουσιαστικότερη στρέβλωση, αυτή της απόλυτης σύγχυσης των σωστών τεχνοκρατικών και επιχειρησιακών μέτρων όταν αυτά καθοδηγούνται από τις πολιτικές σκοπιμότητες. Αν συνεχίσουμε την ιστορική αναδρομή και φθάσουμε στο 1997 όταν ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες ευθυγράμμισης της Ελληνικής νομοθεσίας με τις Κοινοτικές επιταγές περί ανοίγματος των ενεργειακών αγορών, συναντούμε και πάλι την παραβίαση βασικών αρχών. Αντί πρώτα να δημιουργηθεί η Ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή με πραγματικές εκτελεστικές αρμοδιότητες ώστε να μεριμνήσει για την δημιουργία μίας σωστής αγοράς, η εντολή για αναδιάρθρωση (εαυτήν!) δόθηκε στη ΔΕΗ, η οποία βεβαίως φρόντισε να καθοδηγήσει τους τότε εντεταλμένους συμβούλους στο να μην αλλάξουν ουσιαστικά τίποτα με αποτέλεσμα τον πρώτο ανεκδιήγητο νόμο 2773/1999, με την ΡΑΕ έχοντας μόνο γνωμοδοτικές αρμοδιότητες (έτσι για να φτιάξουμε ένα Οργανισμό που απαιτούσε η Ευρωπαική Οδηγία) και φυσικά τον ΥΠΕΚΑ να κρατά τον απόλυτο έλεγχο.

Τέλος είναι αξιοσημείωτο να παρατηρήσει κανείς ότι το κοινό χαρακτηριστικό όλων (σχεδόν) των μεγαλο-στελεχών στους οποίους αναθέτει το Ελληνικό κράτος την εκάστοτε ευθύνη του σχεδιασμού της αγοράς, είναι η αποφυγή οιουδήποτε προσωπικού ρίσκου στην επαγγελματική τους καρριέρα δηλαδή είτε ως ακαδημαϊκοί, είτε ως στελέχη του Δημοσίου ή και του ευρύτερου Δημοσίου τομέα, είναι δια βίου εξασφαλισμένοι και κινούνται συχνά μεταξύ «συγκοινωνούντων δοχείων» όπως π.χ. η περίπτωση μέλους της Ολομέλειας της ΡΑΕ που μετεπήδησε κατά παράβαση κάθε δεοντολογίας στη θέση του Αναπληρωτού Διευθυντού της ΔΕΗ μέσα στην ίδια εβδομάδα! Και όμως οι ανταγωνιστικές αγορές και μάλιστα αυτές που χρειάζονται επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίων απαιτούν κατ’ εξοχήν αντίληψη και εμπειρία διαχείρισης του επιχειρηματικού ρίσκου, είναι συνεπώς αξιοπερίεργο τα κριτήρια επιλογής εφόσον αυτά δεν είναι αποκλειστικώς πολιτικά. Οι έχοντες όμως «πολιτική εντολή» δεν μπορούν να δράσουν ελεύθερα αν και εφόσον η σωστά τεχνοκρατική λύση υπερβαίνει τα όρια που άλλοι τους έχουν θέσει, εξ’ ου και η διστακτικότητα της Ελληνικής Πολιτείας να καταστήσει εξαρχής πραγματικά ανεξάρτητη την ΡΑΕ.

Ιδού λοιπόν πως και γιατί εφθάσαμε στην «ώρα του λογαριασμού». Σε μία εποχή που οι περισσότερες Ευρωπαϊκές εταιρείες Ηλεκτρισμού ευδαιμονούν (και μαζί βεβαίως και οι εργαζόμενοι σε αυτές), διεθνοποιούνται, ανοίγονται σε νέα προιόντα, τεχνολογίες και υπηρεσίες η ΔΕΗ έχει πλήρως απαξιωθεί (λιγότερο από 20% χρηματιστηριακή αξία έναντι της λογιστικής), δεν μπορεί βεβαίως ούτε κατ’ ελάχιστον να εκτελέσει το επενδυτικό της πρόγραμμα, έχει δεχθεί ραπίσματα όπου επεχείρησε να διεισδύσει σε αγορές του εξωτερικού (δις στη Βουλγαρία, δις στο Φυρομ, στο Μαυροβούνιο και στο Κόσοβο), χωρίς στρατηγικό προσανατολισμό και με καταρρακωμένο το ηθικό του αξιόλογου στελεχιακού δυναμικού της, αναζητεί ματαίως στρατηγικό επενδυτή-σωτήρα ως άλλη «δεσπονίς ετών 39».

Αν το πρώτο ήμισυ της δεκαετία του 2000 η ΔΕΗ μπορούσε να χρυσοπουλήσει τις μονάδες της, σήμερα θα είναι σχεδόν θαύμα εαν καταφέρει να ξεφορτωθεί «κοψοχρονιά» τις λιγνιτικές της μονάδες που από το 2015 και πέρα αντιμετωπίζουν και λειτουργικούς περιορισμούς. Πάνω απ’ όλα όμως παραμένει ΑΚΕΡΑΙΗ και αυτό προέχει για τους πολιτικούς μας ηγέτες! Η εγχώρια «αγορά» μετά τους απίθανους πειραματισμούς 13 ετών, βρίσκεται στο απόλυτο ναδίρ, δυσφημισμένη με τους σοβαρούς ξένους επενδυτές να «ψηφίζουν με τα πόδια τους» και τον δύστυχο Έλληνα καταναλωτή (δεύτερης η τρίτης κατηγορίας συγκρινόμενο με τον Ευρωπαίο συμπολίτη του) να τρέμει στην αναμονή της αναλαβής χωρίς επιλογή, όλου του κόστους (το τέλος ΑΠΕ αναμένεται να διπλασιασθεί και έρχονται και τα τέλη εκπομπών ρύπων από το 2013) αλλά και της χαμηλής αποδοτικότητας. Νομοτέλεια, υπάρχει!

(ο Νίκος Φρυδάς είναι διευθυντικό στέλεχος της βρετανικής εταιρείας συμβούλων Mott-Mcdonald)