Το πρώτο πακέτο ρευστότητας που χορήγησε ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι έσωσε στο παρά πέντε την Ιταλία και την Ισπανία από την κρίση δανεισμού, ενώ το δεύτερο που υπολογίζεται γύρω στο ένα τρισ. ευρώ - τριπλάσιο δηλαδή του πρώτου- υπολογίζεται ότι θα καλύψει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους της Ρώμης και της Μαδρίτης για τους επόμενους μήνες

Το πρώτο πακέτο ρευστότητας που χορήγησε ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι έσωσε στο παρά πέντε την Ιταλία και την Ισπανία από την κρίση δανεισμού, ενώ το δεύτερο που υπολογίζεται γύρω στο ένα τρισ. ευρώ - τριπλάσιο δηλαδή του πρώτου- υπολογίζεται ότι θα καλύψει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους της Ρώμης και της Μαδρίτης για τους επόμενους μήνες.

Πρόκειται για μια βαρύνουσας σημασίας παρέμβαση, η οποία δεν παύει να έχει πυροσβεστικό-οριακό χαρακτήρα, καθώς δεν λύνει το πρόβλημα, απλά αποτρέπει την ανεξέλεγκτη διολίσθηση από τη δημοσιονομική κρίση δανεισμού.

Χωρίς δραστικές και ριζικές προσεγγίσεις, όπως η έκδοση ευρω-ομολόγου για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, δεν υπάρχει διέξοδος: Η υπερχρέωση θα διογκώνεται, ενώ θα υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της κοινωνικής έκρηξης και της πολιτικής αποσταθεροποίησης λόγω της συμπίεσης της κοινωνίας από τη σκληρή δημοσιονομική λιτότητα.

Αυτή είναι η πραγματική δυναμική των εξελίξεων στην Ευρωζώνη, η οποία έχει ξεκινήσει με τη σιωπηρή αποδοχή από τη Γερμανία της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, την ίδια στιγμή που στις Συνόδους Κορυφής εξακολουθεί να προωθείται το Ενισχυμένο Σύμφωνο Σταθερότητας που υιοθετήθηκε στην Σύνοδο Κορυφής στις 9 Δεκεμβρίου του 2011.

Την ίδια στιγμή, σε επικοινωνιακό επίπεδο, η προσοχή επικεντρώνεται στη διαπραγμάτευση της Ελλάδας με τους δανειστές της, με τη χώρα μας να αναδεικνύεται ως παράγων ενδεχόμενης συνολικής αποσταθεροποίησης της Ευρωζώνης.

Η πραγματική πρόκληση βρίσκεται αλλού: στην ικανότητα της κυβέρνησης Μέρκελ να αναλάβει το κόστος μιας αναπόφευκτης προσαρμογής με δεδομένο ότι με δική της ευθύνη έχει εγκλωβίσει τόσο την κοινή γνώμη όσο και την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός της σε μια απορριπτική στάση απέναντι στη νέα γραμμή πλεύσης που πιέζεται σήμερα από τις περιστάσεις να υιοθετήσει.

Επιπροσθέτως υπάρχει και το πρόβλημα των Φιλελευθέρων, του ήσσονος κυβερνητικού εταίρου που καταρρέει δημοσκοπικά και έχει μετατραπεί σε ωρολογιακή βόμβα αποσταθεροποίησης, που μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.

Οσο και αν αυτό ακούγεται εκ πρώτης όψεως ως εξωπραγματικό, ενδεχόμενη αλλαγή φρουράς στην Γαλλία μετά τις προεδρικές εκλογές της Άνοιξης μπορεί εκ των πραγμάτων να διευκολύνει την προσαρμογή της γερμανικής πλευράς:

Πρώτον, θα μπορούσε να γίνει αφορμή επιτάχυνσης των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα είτε με αλλαγή κυβερνητικού συνασπισμού με επιστροφή σε έναν νέο μεγάλο συνασπισμό με τους Σοσιαλδημοκράτες είτε με την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Δεύτερον, να δημιουργήσει το κλίμα που θα επιτρέψει στο σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό να διαχειρισθεί τη στροφή ως αναγκαία προσαρμογή για τη σωτηρία της Ευρωζώνης. Ένα είναι πλέον φανερό ότι δεν υπάρχει για την Γερμανία σχέδιο Β:

Είναι αδύνατη η υιοθέτηση της εθνικής περιχαράκωσης, καθώς ενδεχόμενη επιστροφή στο μάρκο θα έπληττε ανεπανόρθωτα την ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Είναι αδύνατη η συγκρότηση Μικρής Ευρωζώνης των πλεονασματικών του βορρά, καθώς η επιλογή αυτή παρουσιάζει τις ίδιες αρνητικές επιπτώσεις με την επιστροφή στο μάρκο, με το νέο κοινό νόμισμα να υπερτιμάται και να πλήττει τις εξαγωγές.

Το πρόβλημα της Ευρωζώνης είναι συνεπώς κατά κύριο λόγο πολιτικό και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους συνιστά ένα νέο γερμανικό πρόβλημα.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 10/02/2012)