Τη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία επιτείνει η σύγχυση και η παραπληροφόρηση που επικρατεί εσχάτως στον δημόσιο στίβο. Για να διαλυθεί το σύννεφο του θορύβου, πρέπει να γίνει υπενθύμιση μερικών βασικών εννοιών. Έστω και τώρα. Η πρώτη βασική εξίσωση που μαθαίνουν οι φοιτητές της μακροοικονομικής είναι ότι όταν η δαπάνη μιας οικονομίας (απορρόφηση) είναι μεγαλύτερη της εγχώριας παραγωγής, τότε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας είναι αρνητικό

Τη δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία επιτείνει η σύγχυση και η παραπληροφόρηση που επικρατεί εσχάτως στον δημόσιο στίβο. Για να διαλυθεί το σύννεφο του θορύβου, πρέπει να γίνει υπενθύμιση μερικών βασικών εννοιών. Έστω και τώρα.

Η πρώτη βασική εξίσωση που μαθαίνουν οι φοιτητές της μακροοικονομικής είναι ότι όταν η δαπάνη μιας οικονομίας (απορρόφηση) είναι μεγαλύτερη της εγχώριας παραγωγής, τότε το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας είναι αρνητικό. Στην Ελλάδα, παρά την ύφεση, που μειώνει τις εισαγωγές, και παρά τη σαφή υποχώρηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, λόγω των μισθολογικών μειώσεων παντού, που βοηθά τις εξαγωγές, το έλλειμμα αυτό βρίσκεται γύρω στο 9% του ΑΕΠ, δηλαδή χοντρικά γύρω στα 40 δις ευρώ ετησίως. Δαπανούμε δηλαδή πολύ περισσότερα απ' όσα παράγουμε.

Το πρόβλημα αυτό λύνεται με δύο τρόπους:

- είτε αυξάνει κανείς την εγχώρια παραγωγή/εισόδημα,

- είτε μειώνει τη δαπάνη ώστε -έστω- το έλλειμμα ισοζυγίου να μειωθεί και να χρειάζεται χαμηλότερο εξωτερικό δανεισμό η οικονομία.

Το πρώτο, δυστυχώς, ούτε διατάσσεται ούτε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Η «ανάπτυξη» που διαλαλούν οι διάφοροι συνδικαλιστές της πολιτικής είναι απλώς στάχτη στα μάτια του κόσμου και άλλη μια απόπειρα εμπορίας ελπίδων. Διαδίδεται επίσης ότι τα μέτρα της τρόικας είναι υφεσιακά και ότι οι αντιπρόσωποι των πιστωτών δεν καταλαβαίνουν τις αρνητικές επιπτώσεις των μέτρων που επιβάλλουν όσον αφορά την ύφεση. Μα τις καταλαβαίνουν πολύ καλά! Επιθυμούν ακριβώς αυτή την πτώση των εισοδημάτων, επιδιώκοντας έτσι να χαμηλώσουν τη δαπάνη, είναι αλήθεια με βίαιο, άτακτο και ενίοτε χωρίς συνολική στρατηγική και στόχευση τρόπο. Διότι έχει και μια σημασία τι κόβεις και από πού.

Στο σημείο βέβαια αυτό, αντί το εγχώριο πολιτικό σύστημα να βοηθήσει, προτείνοντας τις αρμόζουσες περικοπές στους κλητήρες των σταδίων που αμείβονται με μισθούς διπλάσιους των καθηγητών πανεπιστημίων, παίζει κρυφτό μήπως και διασώσει κάποιο κομμάτι του. Παίζει επίσης το παιχνίδι των λυγμών.

Προκαλεί πράγματι κλαυσίγελο ορισμένοι να παριστάνουν ότι ανθίστανται και ότι βγήκαν στο αντάρτικο (πάλι) και αντιστέκονται στους «κακούς ξένους». Καλύτερα θα ήταν να εξηγήσουν στον κόσμο πώς μοίραζαν τα δανεικά στις ομάδες συμφερόντων κάνοντας εμπόριο ψήφων και προνομίων όταν απουσίαζε η τρόικα από την Ελλάδα. Ή μάλλον, ακριβέστερα, όταν τα συμφέροντα πιστωτών και εγχώριας πολιτικής «ελίτ» συνέπιπταν, κάνοντας την Ελλάδα σύμβολο της καλοπέρασης και Ελ Ντοράντο της αυθαιρεσίας.

Για να επανέλθουμε όμως στη βασική εξίσωση, αν το εγχώριο εισόδημα δεν μπορεί να βρει δανειστές να χρηματοδοτήσουν τη μεγέθυνσή του, η περιστολή της δαπάνης, δηλαδή η μείωση του εγχώριου κόστους, γίνεται είτε με υποτίμηση εγχώριου νομίσματος είτε, αφού δεν υπάρχει αυτό, με υποτίμηση μισθών και τιμών, ώστε να βρεθεί ένα νέο, χαμηλότερο επίπεδο ισορροπίας.

Η «υποτίμηση» τότε γίνεται με πολιτική απόφαση και φυσικά εξαρτάται από τη βούληση των δανειστών και κυρίως από την ισχύ των εγχώριων ομάδων συμφερόντων. Το θέμα είναι, για τους ανεκδιήγητους θιασώτες της επιστροφής στη δραχμή, ότι και στις δύο ανωτέρω εκδοχές τα πράγματα επιβάλλουν υποτίμηση, δηλαδή χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Στην περίπτωση δε της δραχμής, η υποτίμηση των εισοδημάτων θα είναι βίαιη, βαθιά και, κυρίως, οριζόντια.

Διάφοροι επαγγελματίες αντιπολιτευόμενοι ρωτούν αν «υπάρχει πάτος», πότε «θα δούμε φως», γιατί «δεν αποδίδουν ανάπτυξη τα μέτρα» κ.τλ. Τα ερωτήματα αυτά είναι λανθασμένα. Το σωστό ερώτημα είναι τι πραγματικά πρέπει να κάνει η κυβέρνηση από πλευράς της ώστε να αρχίσουν να υπάρχουν ευκαιρίες στις αγορές για νέες δουλειές. Κι εμείς όμως όλοι, πέρα από το πολιτικό σύστημα, ο καθένας στον τομέα του, πρέπει να σκεφτόμαστε με έναν τρόπο διαφορετικό:

- Τι δεν παράγει αυτή η χώρα που μπορεί να παραγάγει;

- Πού (θα) υπάρχουν ευκαιρίες;

- Τι μπορούμε να φτιάξουμε και να πουλήσουμε;

Ίσως φανούν πεζά και δυσάρεστα όλα αυτά. Όμως πρέπει να μάθουμε ξανά να φτιάχνουμε και να πουλάμε πράγματα, γιατί, διαφορετικά, ούτε φως θα δούμε ούτε πάτος θα υπάρξει. Ιδίως αν συνεχιστεί αυτό το εθνικό, καταστροφολάγνο μοιρολόι με την ευλογία του πολιτικού συστήματος, που ζητιανεύει πλέον την επιβίωσή του...

(Ο Θοδωρής Πελαγίδης είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Πειραιώς)

(από την "Free Sunday", 12/02/2012)