Η αισιοδοξία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την ισχύ της οικονομίας της Ευρωζώνης έχει αντικατασταθεί από αίσθημα αβεβαιότητας - εξέλιξη που θέτει υπό αμφισβήτηση το χρόνο αύξησης των ευρωπαϊκών επιτοκίων. Για την αλλαγή αυτή ευθύνονται οι τιμές πετρελαίου, οι οποίες καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, φθάνοντας τα 53,40 δολάρια την Παρασκευή στη Ν.Υόρκη. Μόλις πριν από πέντε εβδομάδες, ο διοικητής της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι η πρώτη αύξηση των επιτοκίων στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας, θα πραγματοποιείτο σύντομα, όταν είχε ανακοινώσει τις αισιόδοξες προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη του 2005 και παράλληλα είχε απευθύνει αυστηρή προειδοποίηση για τον πληθωρισμό. Καθ' όλη τη διάρκεια του προηγούμενου μηνός, οι διαμορφωτές πολιτικής της ΕΚΤ απηύθυναν μία σειρά από αυστηρές προειδοποιήσεις, υπογραμμίζοντας ότι βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση και ότι δεν θα επιτρέψουν στις τιμές πετρελαίου να ασκήσουν ανοδικές πιέσεις στους μισθούς και τις τιμές - ένδειξη ότι προετοίμαζαν το έδαφος για αύξηση των επιτοκίων. Τώρα όμως, η ΕΚΤ φαίνεται να προχώρησε λίγο πιο πέρα από τον κίνδυνο των πληθωριστικών πιέσεων. Την προηγούμενη Πέμπτη, ο Τρισέ εξέφρασε ανησυχίες, λέγοντας ότι οι τιμές πετρελαίου σε ύψη ρεκόρ καθιστούν περισσότερο αβέβαιη την προοπτική ανάκαμψης. Η προσοχή της ΕΚΤ επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο στον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η αύξηση της τιμής πετρελαίου στην οικονομική ανάπτυξη, όπως είπε αξιωματούχος της κεντρικής τράπεζας στο Reuters μετά τη συνεδρίαση του νομισματικού συμβουλίου της ΕΚΤ την Πέμπτη, οπότε αποφασίστηκε να παραμείνουν αμετάβλητα τα επιτόκια στο 2%. Ο υποδιοικητής της Μπούντεσμπανκ, Γιούργκεν Σταρκ, φέρεται να ανέφερε στο Bloomberg την Παρασκευή ότι οι υψηλές τιμές πετρελαίου συνιστούν μεγαλύτερο κίνδυνο για τις οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης από τον πληθωρισμό. Ενας αριθμός αναλυτών της ΕΚΤ εμφανίζονται τώρα πιο επιφυλακτικοί ως προς το χρόνο που η τράπεζα θα αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκιά της. «Εάν η τιμή πετρελαίου παραμένει γύρω στα 50 δολάρια ή και περισσότερο, τότε οιαδήποτε αύξηση των επιτοκίων μπορεί να μετατοπιστεί για αργότερα», αναφέρει ο Τζόναθαν Χόφμαν, οικονομολόγος της Royal Bank of Scotland. (Από τη Ναυτεμπορική, 11/10/2004)