Ας θεωρήσουμε ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ελλάδας είναι το ίδιο πράγμα με το οικογενειακό εισόδημα. Με αυτή την έννοια, το 2011 η Ελλάδα «έβγαλε» 215.249 εκατομμύρια ευρώ. Γνωρίζουμε τώρα πως το 2008 ήταν το τελευταίο έτος αύξησης του ΑΕΠ και το εισόδημά μας ήταν στα 232.920 εκατ. ευρώ. Είμαστε 17,5 δισ. ευρώ ή 7,6% χαμηλότερα. Στο ποσοστό αυτό πρέπει να προστεθεί ο πληθωρισμός, ο οποίος, στην τριετή αυτή περίοδο, αυξήθηκε κατά 9,5%

Ας θεωρήσουμε ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ελλάδας είναι το ίδιο πράγμα με το οικογενειακό εισόδημα. Με αυτή την έννοια, το 2011 η Ελλάδα «έβγαλε» 215.249 εκατομμύρια ευρώ. Γνωρίζουμε τώρα πως το 2008 ήταν το τελευταίο έτος αύξησης του ΑΕΠ και το εισόδημά μας ήταν στα 232.920 εκατ. ευρώ. Είμαστε 17,5 δισ. ευρώ ή 7,6% χαμηλότερα. Στο ποσοστό αυτό πρέπει να προστεθεί ο πληθωρισμός, ο οποίος, στην τριετή αυτή περίοδο, αυξήθηκε κατά 9,5%.

Πριν από λίγες ημέρες ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για πέντε χρόνια συνεχούς ύφεσης. Πράγματι και το 2012 το ΑΕΠ θα μειωθεί μέχρι, περίπου, τα 205 δισ. ευρώ. Λίγο χαμηλότερα δηλαδή από το 2006. Κάπου εκεί αναμένεται να τελειώσει η κάθοδος και να επέλθει, επιτέλους, σταθεροποίηση.

Σύμφωνα με την πεποίθηση της πλειονότητας του πληθυσμού, η ύφεση οφείλεται στα μέτρα εξισορρόπησης του κρατικού ελλείμματος. Η δημοσιονομική λιτότητα, κυρίως μέσω της περικοπής των εισοδημάτων -μισθών, συντάξεων και προμηθειών- που μοιράζει το κράτος, είναι αυτή που ευθύνεται για την ύφεση, λένε οι περισσότεροι και δεν έχουν άδικο να βλέπουν το θέμα απ' αυτή τη σκοπιά.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο ξαφνικός περιορισμός της κρατικής δαπάνης, όπως συνέβη το 2010 και το 2011, είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τη μείωση του ΑΕΠ σε χαμηλότερα επίπεδα. Η ελληνική οικονομία είναι εξαιρετικά προσδεδεμένη με το κράτος και τις δαπάνες του. Και όμως, το υψηλότερο επίπεδο κρατικής δαπάνης (χωρίς τους τόκους επί του χρέους) σημειώθηκε το 2009. Ξοδεύθηκε τότε το αστρονομικό ποσό των 59 δισ. ευρώ, αλλά αυτό δεν έφερε την άνοιξη στην οικονομία, αλλά το ακριβώς αντίθετο.

Το 2008 είχαν επίσης δαπανηθεί τεράστια ποσά. Και όμως, επί δέκα τρίμηνα, από το πρώτο του 2009 μέχρι το τελευταίο του 2011, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του εγχώριου προϊόντος ήταν αρνητικός. Η άποψη ότι το ΑΕΠ ακολουθεί το μέγεθος των κρατικών δαπανών δεν επιβεβαιώνεται. Αντιθέτως, το 2006, παρ' όλο που οι καθαρές δαπάνες ήσαν λιγότερες από 40 δισ., η οικονομία μεγάλωσε εντυπωσιακά. Τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν χειρότερα για τον κρατικό προϋπολογισμό το επόμενο έτος, όταν το 2007 οι καθαρές δαπάνες του κράτους ανέβηκαν στα 44,8 δισ. ευρώ, όμως το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6,6% σε τρέχουσες τιμές και ο πληθωρισμός «περιορίστηκε» στο 2,9%.

Υπάρχει ένας άλλος, πολύ πραγματικός και εξαιρετικά ισχυρός λόγος που καθήλωσε και εξακολουθεί να περιορίζει την οικονομία. Το πάγωμα των νέων δανείων. Η σταθερότητα του νομίσματος αφήρεσε τον συναλλαγματικό κίνδυνο, ευνόησε την έκρηξη των εισαγωγών και κατέστρεψε με συνοπτικές διαδικασίες μεγάλα τμήματα της εγχώριας παραγωγής. Τα φθηνά επιτόκια διευκόλυναν την άνοδο των τιμών στα ακίνητα, και από εκεί σε ολόκληρη την οικονομία, αλλά και τη συντήρηση παχυλών περιθωρίων κέρδους, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες. Η δανειακή τροφοδότηση συνεχώς μεγαλύτερων κρατικών ελλειμμάτων απέκρυψε το τεράστιο πρόβλημα πληρωμής των συντάξεων, των τρελών μισθοδοτικών αναγκών των ΔΕΚΟ και των ειδικών δαπανών, όπως αυτές της υγείας.

Μεταξύ 2004 και 2008 δόθηκαν από το τραπεζικό σύστημα προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά νέα δάνεια ύψους 150 δισ., ενώ το εγχώριο προϊόν αυξήθηκε μόνον κατά 61 δισεκατομμύρια. Ξαφνικά, ο πακτωλός δανείων στέρεψε. Το κοντέρ έπεσε στο μηδέν. Κυριολεκτικώς. Οι τράπεζες ρύθμισαν όσα δάνεια άντεξαν. Οι επιχειρήσεις προσπάθησαν -άλλοτε με το καλό και κάποτε με το «κακό»- να περιορίσουν τα ανοίγματά τους. Οι ιδιώτες ξέχασαν τις κάρτες και τα μεγάλα αυτοκίνητα. Ελάχιστα ακίνητα πουλήθηκαν. «Κανόνια» ακούστηκαν σε όλες τις γωνιές της αγοράς.

Το τραπεζικό σύστημα πάγωσε. Αρχικώς επειδή πάγωσε ο παγκόσμιος ιστός τοποθέτησης κεφαλαίων. Μετά επειδή τα ελληνικά ομόλογα έχαναν ραγδαία την αγοραία αξία τους. Και τέλος, γιατί οι συναλλαγές στη χώρα περιορίστηκαν στην απαραίτητη καθημερινότητα. Η ανεργία και ο φόβος για το αύριο εγκαταστάθηκαν. Οι πολιτικοί έδειξαν ότι δεν τα καταφέρνουν. Οι επιχειρηματίες φοβήθηκαν. Οι νοικοκύρηδες αντιμετώπισαν τον πανικό. Η εμπιστοσύνη χάθηκε. Και μαζί της χάθηκε ένα τεράστιο κομμάτι από την εθνική πίτα. Αν κάτι δεν αλλάξει, δεν θα μένει τίποτε άλλο παρά να καεί κιόλας.

Η απώλεια στήριξης που υπέστη η οικονομία ήταν τεράστια. Ως να μην αρκούσε ο πνιγμός που προκαλεί στην αγορά η «άρνηση δανεισμού», το κράτος διόγκωσε τη φορολογική πίεση στην οικονομία. Επέβαλε νέους φόρους. Αύξησε παλαιούς. Αφήρεσε, με οριζόντια μέτρα, εισοδήματα. Κατάστρεψε, απότομα και βίαια, την ελπίδα ότι η οικονομία θα μπορέσει να προσαρμοστεί γρήγορα και αποτελεσματικά.

Είναι επομένως επείγον να ξεκαθαρίσει η εικόνα με το τραπεζικό σύστημα. Πρώτον, να τακτοποιηθούν οι όποιες ζημιές θα προξενήσει το «κούρεμα» των ομολόγων. Δεύτερον, να καλυφθούν τα επικίνδυνα δανειακά ανοίγματα. Τρίτον, να επαναληφθεί η ομαλή εξυπηρέτηση των ιδιωτικών δανείων. Η νέα δανειακή σύμβαση εξασφαλίζει τα δύο πρώτα. Η επαναφορά της εμπιστοσύνης και της νομιμότητα θα επιλύσει και το τελευταίο εμπόδιο. Μόλις ξεκαθαρίσουν οι προοπτικές, το εγχώριο προϊόν θα σταματήσει να μειώνεται. Το μεγάλο βήμα για την επανεκκίνηση της οικονομίας θα έχει γίνει.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 19/02/2012)