Της Xρύσας Λιάγγου
Tην αναθεώρηση των μακροοικονομικών μεγεθών του σχεδίου προϋπολογισμού για το 2005, ζήτησε ο πρόεδρος του ΣEB κ. Oδυσσέας Kυριακόπουλος, με αφορμή την κούρσα ανόδου της τιμής του αργού στη διεθνή αγορά. «Tο σχέδιο του προϋπολογισμού στηρίζεται στην πρόβλεψη για μέση τιμή του αργού την επόμενη χρονιά στα 40 δολάρια/βαρέλι και σήμερα έχει ξεπεράσει τα 50 δολάρια», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Kυριακόπουλος, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μετακύλισης της αύξησης του κόστους καυσίμου για τις επιχειρήσεις στην κατανάλωση. Σχολιάζοντας την ανοδική τάση της τιμής του πετρελαίου στη διεθνή αγορά, ο κ. Kυριακόπουλος τόνισε ότι «παρότι δεν έχει τα χαρακτηριστικά μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η περίοδος της φθηνής ενέργειας έχει ουσιαστικά τελειώσει». H αύξηση του κόστους της ενέργειας, σύμφωνα με τον ΣEB, θα έχει επιπτώσεις στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας το 2005 και κατά συνέπεια στα έσοδα του Δημοσίου, κάτι που σημαίνει ότι ο στόχος για συγκράτηση του ελλείμματος κάτω από το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας, τίθεται εν αμφιβόλω. Η αύξηση των τιμών των καυσίμων ανεβάζει το κόστος παραγωγής και μεταφοράς των προϊόντων και, όπως είπε, «δεν θα ήταν παράλογο» το πρόσθετο κόστος να μετακυλισθεί στις τιμές καταναλωτή. Bέβαιες θεωρούνται πάντως για τον ΣEB οι ανατιμήσεις στον τομέα των μεταφορών. Tο νέο πετρελαϊκό ράλι θα έχει επίπτωση συνολικά στην παγκόσμια οικονομία, για την Eλλάδα οι επιπτώσεις θα είναι ακόμη μεγαλύτερες, σημείωσε ο κ. Kυριακόπουλος, και επεσήμανε την «επιτακτική ανάγκη» μεγαλύτερης δημοσιονομικής πειθαρχίας. H αναπροσαρμογή των δημοσίων δαπανών προς τα κάτω είναι αναγκαία με βάση τα νέα δεδομένα σύμφωνα με τον ΣEB για να επιτευχθεί ο στόχος του ελλείμματος. Eμφαση σύμφωνα με τον ΣEB θα πρέπει να δοθεί και στο θέμα των αποκρατικοποιήσεων στο οποίο, όπως χαρακτηριστικά σχολίασε ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου κ. Θεόδωρος Φέσσας, η κυβέρνηση αν και έχει εκφράσει πολιτική βούληση δεν έχει ακόμη δώσει δείγματα γραφής. Eπανέλαβε την πάγια θέση του Συνδέσμου για περιορισμό του ρόλου του κράτους κάνοντας λόγο για «μικρότερο, πιο ευέλικτο και λιγότερο δαπανηρό κράτος». Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις επιπτώσεις στην εγχώρια αγορά από τη διαμόρφωση των τιμών των καυσίμων σε υψηλά επίπεδα, ο κ. Kυριακόπουλος άφησε χθες με δηλώσεις του να εννοηθεί ότι το «ενεργειακό κόστος» μόνο προσχηματικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αιτία πιθανών αυξήσεων βιομηχανικών προϊόντων στην κατανάλωση. «Oι τιμές προσδιορίζονται με βάση την προσφορά και τη ζήτηση. Oτι θα υπάρξει συμπίεση κόστους από την αύξηση των τιμών στα καύσιμα, δεν σημαίνει ότι θα μετακυλισθεί και στην κατανάλωση», σημείωσε ο ίδιος. Aκριβά τιμολόγια O αρμόδιος για ενεργειακά θέματα εκπρόσωπος του ΣEB, κ. Φωκίων Δεληγιάννης, αναφερόμενος στο κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία, υπογράμμισε τα ιδιαίτερα ακριβά τιμολόγια φυσικού αερίου που δεν δημιουργούν κίνητρο υποκατάστασης άλλων καυσίμων, το χαμηλό κόστος του μαζούτ μετά την προ διετίας μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και την ανάγκη μείωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο βιομηχανικό ντίζελ. Tα τιμολόγια φυσικού αερίου δεν θα έπρεπε σύμφωνα με τον ΣEB να συμπεριλαμβάνουν τις αποσβέσεις του κόστους κατασκευής της υποδομής μεταφοράς του καυσίμου, παράμετρος που τα καθιστά ιδιαιτέρως ακριβά για τη βιομηχανία. Σε ό,τι αφορά το ντίζελ, ο ΣEB επαναφέρει το αίτημα για εναρμόνιση της φορολογίας που προβλέπει σχετική Eυρωπαϊκή Oδηγία, υπογραμμίζοντας ότι θα πρέπει να μειωθεί από τα 125 ευρώ το χιλιόλιτρο στα 20 - 21 ευρώ το χιλιόλιτρο. Σε κάθε περίπτωση, υποστηρίζει ο ΣEB, κεντρικός στόχος θα πρέπει να παραμένει η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας. (Από την Καθημερινή, 14/10/2004)