Η συντριπτική διακομματική πλειοψηφία με την οποία η Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας ενέκρινε το νέο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα είναι ένα μήνυμα με ευρύτερη σημασία, που αφορά το σύνολο της Ευρωζώνης και όλες τις μελλοντικές αποφάσεις για τη στήριξή της που θα χρειασθούν κοινοβουλευτική έγκριση:

Η συντριπτική διακομματική πλειοψηφία με την οποία η Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας ενέκρινε το νέο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα είναι ένα μήνυμα με ευρύτερη σημασία, που αφορά το σύνολο της Ευρωζώνης και όλες τις μελλοντικές αποφάσεις για τη στήριξή της που θα χρειασθούν κοινοβουλευτική έγκριση:

Πρώτον, αφορά τους λίγους αντάρτες της κυβερνητικής πλειοψηφίας που αρνήθηκαν να ψηφίσουν το σχετικό νομοσχέδιο. Με τη στάση τους κατέδειξαν στους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους ότι η πλειοψηφία που στηρίζει την κυβέρνηση δεν είναι η ίδια που στηρίζει κρίσιμες ευρωπαϊκές επιλογές. Αν η ανταρσία επαναληφθεί, το μόνο θύμα θα είναι η αξιοπιστία της καγκελαρίου και του κυβερνητικού συνασπισμού. Σε τελική ανάλυση, οι σκληροπυρηνικοί αντάρτες όχι μόνον δεν θα μπορέσουν να επηρεάσουν την εν εξελίξει ευρωπαϊκή στροφή του Βερολίνου, αλλά θα προκαλέσουν πρόωρη εκλογική αναμέτρηση, με τους Χριστιανοδημοκράτες εξ ορισμού χαμένους, καθώς οι Φιλελεύθεροι δεν θα αντιπροσωπεύονται στην επόμενη Βουλή.

Δεύτερον, το μήνυμα αφορά τους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωζώνη, την Ε.Ε., αλλά και τη διεθνή σκηνή: Η διάσωση της Ευρωζώνης στη σημερινή της σύνθεση αποτελεί προτεραιότητα του Βερολίνου και έτσι η προχθεσινή ψηφοφορία μπορεί να εκληφθεί και ως μία ηχηρή διάψευση των σεναρίων είτε για επιστροφή στο μάρκο, είτε για τη συγκρότηση «μικρής Ευρωζώνης» των πλεονασματικών.

Τρίτον, η ευρύτατη διακομματική στήριξη αποδραματοποιεί την εσωτερική πολιτική διάσταση. Αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η στήριξη της Αθήνας είναι η πιο αντιδημοφιλής κίνηση θωράκισης της Ευρωζώνης, τότε οι φόβοι και τα σενάρια για μεγάλη ανταρσία μάλλον αποτυπώνουν τον αυτο-εγκλωβισμό της κυβέρνησης Μέρκελ σε μία απορριπτική ρητορική, παρά έναν πραγματικά διογκούμενο ευρωσκεπτικισμό.

Με άλλα λόγια, το εσωτερικό πολιτικό κόστος ήταν περισσότερο ένα άλλοθι για την μακράς διαρκείας ευρωπαϊκή αναποφασιστικότητα του Βερολίνου παρά πραγματικός κίνδυνος. Αλλωστε, στη μεταπολεμική ιστορία της Δυτικής και της Ενιαίας Γερμανίας η κοινή γνώμη έχει αποδεχθεί πολύ πιο σκληρές προσαρμογές:

Στην περίοδο 1969-72, όταν η Οστπολιτίκ του Μπραντ βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη, η Δυτική Γερμανία αναγνώρισε χωρίς σοβαρές εσωτερικές αναταράξεις τα μεταπολεμικά σύνορα, που άφηναν στην Πολωνία και την ΕΣΣΔ περίπου το ένα τρίτο της έκτασης της προπολεμικής γερμανικής επικράτειας. Από τα εδάφη αυτά ξεριζώθηκαν, μετά το 1945, δέκα εκατομμύρια Γερμανοί, που στη συνέχεια οργανώθηκαν σε ένα πανίσχυρο εκλογικό λόμπι στη Δυτική Γερμανία.

Στην περίοδο 1989-91, από την πτώση του τείχους του Βερολίνου μέχρι και την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η γερμανική κοινή γνώμη χωρίς άξια λόγου αντίδραση αποδέχθηκε, πρώτον, τη γενναία χρηματοδότηση της ενσωμάτωσης της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και στη συνέχεια την εγκατάλειψη του μάρκου έναντι του μελλοντικού κοινού νομίσματος. Τότε, οι κάθε λογής Ευρωσκεπτικιστές έδωσαν σκληρή μάχη και ηττήθηκαν κατά κράτος.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του '90, με την εμπλοκή γερμανικών δυνάμεων σε πολεμικές επιχειρήσεις τόσο στην πρώην Γιουγκοσλαβία όσο και στο Αφγανιστάν, έσπασε και το ταμπού που ήθελε τη Γερμανία χωρίς δυνατότητα παρέμβασης σε κρίσεις και συγκρούσεις λόγω του βεβαρημένου ιστορικού της παρελθόντος.

Από μόνη της η αποτυχία της προσπάθειας των Φιλελεύθερων να επιβιώσουν στην πολιτική σκηνή με μία πλειοδοσία ευρωσκεπτικισμού είχε δώσει από καιρό την πραγματική διάσταση του εσωτερικού πολιτικού κόστους της στήριξης των εταίρων του Βερολίνου στην Ευρωζώνη.

(από την εφημερίδα "Ημερησία")