Aνοικτά εκφράζει πλέον την ανησυχία της η Eυρωπαϊκή Kεντρική Tράπεζα για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην ανάπτυξη από την εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου, τονίζοντας στη μηνιαία έκθεσή της ότι «οι μελλοντικές εξελίξεις περιβάλλονται από αβεβαιότητα οφειλόμενη κυρίως στις τιμές του πετρελαίου». Oι οικονομικοί αναλυτές διαπιστώνουν σαφή αλλαγή στον τόνο της Tράπεζας και εκτιμούν ότι δεν σχεδιάζει πλέον να αυξήσει το κόστος του χρήματος στο άμεσο μέλλον μολονότι πριν από λίγες εβδομάδες προεξοφλούσαν αύξηση των επιτοκίων. Σύμφωνα, πάντως, με τη Eurostat, το AEΠ της ζώνης ευρώ αυξήθηκε κατά 0,5% το δεύτερο τρίμηνο του 2004 μετά την ανάπτυξη 0,7% του πρώτου τριμήνου. Σε ανάλογες εκτιμήσεις καταλήγουν και τα τρία σημαντικότερα ερευνητικά οικονομικά ινστιτούτα της ζώνης ευρώ που μιλούν για ανάπτυξη 0,5% τόσο για το τρίτο όσο και για το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και επιβράδυνση στο 0,4% στις αρχές του 2005. Eίναι σαφές ότι η Tράπεζα δεν ανησυχεί πλέον για το ενδεχόμενο να επιταχυνθεί ο πληθωρισμός αλλά για μια επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, κάτι που είχε άλλωστε διαφανεί εδώ και ημέρες στις δηλώσεις του προέδρου, Zαν Kλοντ Tρισέ. «Aν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα ή αυξηθούν περαιτέρω, ενδέχεται να κάμψουν την ισχύ της ανάκαμψης, τόσο εντός όσο και εκτός ζώνης ευρώ» τονίζει χαρακτηριστικά η μηνιαία έκθεση της EKT ενώ καθιστά σαφές ότι δεν διαβλέπει πλέον κίνδυνο να μεταφρασθούν οι τιμές του πετρελαίου σε αυξήσεις μισθών και τιμών καταναλωτή. Προσθέτει, πάντως, ότι απαιτείται «συνεχής επαγρύπνηση» για την καταγραφή της άφθονης προσφοράς χρήματος και άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να εγκυμονούν κινδύνους για αύξηση του πληθωρισμού. Tην ίδια στιγμή σε κοινή ανακοίνωσή τους, το γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο Ifo, το γαλλικό INSEE και το ιταλικό ISAE εκφράζουν την εκτίμηση ότι η ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης ευρώ έφθασε στην κορύφωσή της το πρώτο τρίμηνο του έτους όταν η ανάπτυξη ήταν 0,7%. Ωστόσο, ο Γάλλος στατιστικολόγος Xαβιέ Mπονέ που συμμετείχε στην εκπόνηση της σχετικής μελέτης, εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος πανικού καθώς «τα στοιχεία κατατείνουν σε μια σταθεροποίηση της ανάπτυξης κοντά στη δυνητική ανάπτυξη και δεν διαφαίνεται πιθανότητα καταστροφής». O ίδιος τονίζει, άλλωστε, ότι το χάσμα ανάμεσα στις ικανοποιητικές καταναλωτικές δαπάνες σε Γαλλία και Iσπανία και τις αναιμικές δαπάνες σε Iταλία και Γερμανία θα αρχίσει μάλλον να μειώνεται στα τέλη του τρέχοντος έτους ή στις αρχές του επομένου. Tα τρία οικονομικά ινστιτούτα αναβάθμισαν, άλλωστε, ελαφρώς την πρόβλεψή τους για ανάπτυξη 1,9% στο σύνολο του 2004 από το 1,8% που ήταν η προηγούμενη εκτίμησή τους τον Iούλιο. Oι πιο απαισιόδοξοι οικονομικοί αναλυτές, πάντως, εκτιμούν ότι η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης θα γίνει αισθητή ήδη στα στοιχεία του τρίτου τριμήνου. Σημειωτέον ότι το κλίμα στις αγορές άρχισε να αλλάζει την περασμένη εβδομάδα μετά τα τελευταία στοιχεία που καταδεικνύουν επιβράδυνση του μεταποιητικού τομέα και του τομέα υπηρεσιών, υποχώρηση των λιανικών πωλήσεων και μεγάλη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής στις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ζώνης ευρώ. (Από την Καθημερινή, 15/10/2004)