Οι νίκες του Ρικ Σαντόρουμ (Rick Santorum) τη «σούπερ Τρίτη» στο Τεννεσί, την Οκλαχόμα και τη Βόρειο Ντακότα και η εξαιρετική του εμφάνιση στο Οχάιο, συντηρεί τις ελπίδες των δημοσιογράφων (που παραδοσιακά λατρεύουν τις ιπποδρομίες) χωρίς να τροποποιεί ριζικά τη δυναμική της εσωκομματικής εκλογής για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος (GOP). Τσαλαπατημένος, αιμόφυρτος και με την αξιοπιστία του σε κακά χάλια, ο Μιτ Ρόμνι (Mitt Romney) συνεχίζει να σέρνεται προς τον ορισμό του ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία των ΗΠΑ.

Οι νίκες του Ρικ Σαντόρουμ (Rick Santorum) τη «σούπερ Τρίτη» στο Τεννεσί, την Οκλαχόμα και τη Βόρειο Ντακότα και η εξαιρετική του εμφάνιση στο Οχάιο, συντηρεί τις ελπίδες των δημοσιογράφων (που παραδοσιακά λατρεύουν τις ιπποδρομίες) χωρίς να τροποποιεί ριζικά τη δυναμική της εσωκομματικής εκλογής για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος (GOP). Τσαλαπατημένος, αιμόφυρτος και με την αξιοπιστία του σε κακά χάλια, ο Μιτ Ρόμνι (Mitt Romney) συνεχίζει να σέρνεται προς τον ορισμό του ως υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία των ΗΠΑ.

 

Αλλά οι επιδόσεις του Σαντόρουμ ένθεν κακείθεν της μεθοριακής γραμμής Μέισον-Ντίξον μας επιτρέπουν να θαυμάζουμε πόσο καλά τα πάει, παρά τα πελώρια μειονεκτήματά του. Στο κάτω-κάτω, να ένας υποψήφιος που εισήρθε στην κούρσα της διεκδίκησης του χρίσματος χωρίς λεφτά, υποστήριξη, εθνικό ακροατήριο, σέρνοντας επιπλέον το βάρος της καταστροφικής ιστορίας της προσπάθειάς του να επανεκλεγεί το 2006.

 

Μόλις δύο μήνες πριν, ο άλλοτε γερουσιαστής της Πενσιλβάνια υποτίθεται πως ήταν ένας περιθωριακός μη-παράγοντας στη μάχη για το χρίσμα του GOP. Ένα μήνα πριν, μετά τη Νότιο Καρολίνα και τη Φλόριντα, θεωρούνταν μια ωραία ιστορία, που μόλις είχαν λήξει τα 15' δημοσιότητας που δικαιούταν.

 

Να όμως που κατέληξε να γίνει ο πιο επίφοβος διεκδικητής του Μιτ Ρόμνι. Ναι, ίσως να είχε κερδίσει περισσότερες ψήφους στο Μίσιγκαν και το Οχάιο αν δεν είχε μπλεχτεί -όπως το συνηθίζει- σε αχρείαστες αντιπαραθέσεις για το λόγο του Τζον Κένεντι (John F. Kennedy) περί των σχέσεων εκκλησίας-κράτους ή για την αξία της κολεγιακής εκπαίδευσης. Πάντως κανείς δεν προέβλεπε πως ό,τι κι αν έλεγε θα εξακολουθούσε να έχει σημασία τόσο αργά στην προκριματική εκλογή.

 

Η εύκολη ερμηνεία για την απροσδόκητη άνοδο του Σαντόρουμ είναι πως πρόκειται περί σύμπτωσης. Σχεδόν όλοι οι διεκδικητές του χρίσματος είχαν την ευκαιρία να λάμψουν σα διάττοντες αστέρες ως ψευδοδιεκδικητές του χρίσματος για μια δυο εβδομάδας. Απλά ο Σαντόρουμ, σε αντίθεση με τους Μισέλ Μπάτσμαν (Michele Bachmann), Χέρμαν Κέιν (Herman Cain) και Ρικ Πέρι (Rick Perry) πριν απ' αυτόν, ήταν αρκετά τυχερός να περάσει υπό τον ήλιο την κατάλληλη στιγμή, ενώ είχε αρχίσει η πραγματική ψηφοφορία.

 

Αυτή όμως η ανάλυση υποτιμά το συναρπαστικό επίτευγμα αυτού του μαχητικού συντηρητικού. Είναι εύκολο να σε προσέξουν όταν η σκηνή είναι πλατιά, σε λούζει το φως των προβολέων και οι δημοσκοπήσεις απέχουν από τις εκλογές. Αλλά είναι πολύ δυσκολότερο να παίρνεις πραγματικές ψήφους, και μετά τις συγκρατείς όταν οι αντίπαλοί σου στρέφουν τα πυρά τους εναντίον σου. Και είναι πραγματικός άθλος να τις κρατάς όχι μόνο σε μια ή δυο πολιτείες όπου κατόρθωσες να έχεις έντονη προεκλογική παρουσία ή να διαθέτεις μερικούς ισχυρούς υποστηρικτές, αλλά σε μια ολόκληρη σειρά από πολιτείες, σε διαφορετικές περιοχές, ενάντια σε αποφασισμένους και πάμπλουτους αντιπάλους.

 

Κι αυτό είναι που ξεχωρίζει τον Σαντόρουμ από όλους τους αντιπάλους του Ρόμνι: είναι ο μόνος που σχεδόν κατάφερε να καταστήσει την υποψηφιότητά του σε εκφραστή μιας εθνικής κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας. Ασφαλώς είχε το μερίδιό του σε εξευτελιστικές ήττες, αλλά κέρδισε ή τα πήγε πολύ καλά στην Ορεινή Δύση, της Πεδινές Πολιτείες, τις Μεσοδυτικές Πολιτείες και το Νότο. Αντιθέτως είναι εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε, έστω ως σενάριο, τον Πέρι ή την Μπάτσμαν, ακόμα κι αν η «σωστή» ώρα τους είχε συμπέσει με τις εκλογές στην Αίοβα, να τα πηγαίνει τόσο καλά όσο ο Σαντόρουμ στις πολιτείες της Σκουριασμένης Ζώνης σαν το Μίσιγκαν ή το Οχάιο. Κι ενώ η ανθεκτικότητα του Νιουτ Γκίνγκριτς (Newt Gingrich) ήταν κάπως εντυπωσιακή, υπήρξε πολύ περιορισμένη γεωγραφικά. Πέραν του Νότου, ο Γκίνγκριτς αποδείχθηκε ελάχιστα αξιόμαχος.

 

Η συμμαχία του Σαντόρουμ είναι σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη που προσπάθησε να σχηματίσει το 2008 ο Μάικ Χάκαμπι (Mike Huckabee): ο συνασπισμός του από ευαγγελικούς και μεροκαματιάρηδες Ρεπουμπλικάνους, με πολιτικό μήνυμα που είναι αυθεντικά συντηρητικό όσον αφορά τις κοινωνικές αξίες, αλλά πολύ πιο φιλολαϊκό στην οικονομία σε σχέση με τη «χρηματιστηριακή» πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, αποδείχθηκε πως ήταν εις θέση να επικρατήσει σε μια σειρά πολιτείες, από τη Μινεσότα ως το Μισσισσιππή και από τα Βραχώδη Όρη ως τη Σκουριασμένη Ζώνη.

 

Αυτή κανονικά θα έπρεπε να είναι η επικράτεια του Τιμ Πόλεντι (Tim Pawlenty), αλλά ο πρώην κυβερνήτης της Μινεσότα, αποδείχθηκε ακατάλληλος εκπρόσωπος της λαϊκότητας και προτίμησε να εμφανιστεί ως ένας συντηρητικός της σειράς αντί για τον εκπρόσωπο των «λαϊκών Ρεπουμπλικάνων» που αυτοδιαφημιζόταν πως ήταν. Όταν η καμπάνια του Πόλεντι εξόκειλε, έμεινε κενός χώρος για το Σαντόρουμ -κι αυτός κατόρθωσε να τον καλύψει με απροσδόκητη πληρότητα.

 

Φυσικά, σαν τον Χάκαμπι πριν απ' αυτόν ετοιμάζεται κι αυτός πλέον να συναντήσει τα όριά του. Με δεδομένες όμως τις αδυναμίες του (προσωπικές και δομικές) συμπεριλαμβανομένης της απουσίας προσωπικής ακτινοβολίας ανάλογης με εκείνη του Χάκαμπι, είναι αξιοθαύμαστο που έφτασε ως εδώ -και πόσο ανθεκτικός αποδείχτηκε ο συνασπισμός του από τη μια εκλογή στην άλλη. Ένας υποψήφιος με περισσότερα λεφτά, περισσότερη πολιτική ουσία και μεγαλύτερη επιδεξιότητα στον «πόλεμο των αξιών», σαν το Χάκαμπι το 2008 (ο Σαντόρουμ τα πήγε χειρότερα του αναμενομένου στους Ρωμαιοκαθολικούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων δε ασπάζονται τον θρησκόληπτο ζήλο του) θα μπορούσε ίσως να αξιοποιήσει την στρατηγική του ως «οδικό χάρτη» για τη μελλοντική επικράτησή του σε κάποια άλλη εσωκομματική διαδικασία του GOP για το χρίσμα στην προεδρική εκλογή.

 

Αυτό μπορεί να ακούγεται παράδοξο, λόγω της τάσης να θεωρείται ο συντηρητισμός ως εξ ορισμού περιθωριακός, και της υπόθεσης εργασίας πως η υποψηφιότητα Σαντόρουμ στην καλύτερη περίπτωση δεν μπορεί παρά να είναι ο λυγμός των πιο αντιδραστικών υπολειμμάτων του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.

 

Αλλά η βασική θέση που πάσχισε να υποστηρίξει -η σχέση δηλαδή μεταξύ της διάλυσης των οικογενειακών δεσμών και την οικονομικής κατάπτωσης- πιθανότατα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για την Αμερική των αρχών του 21ου αιώνα από ότι η νοσταλγία του Ρέιγκαν (Reagan), που συχνά αναγορεύεται σε απαύγασμα της πολιτικής από τους κομματικούς κήρυκες των φοροαπαλλαγών και της μυώδους εξωτερικής πολιτικής.

Η χώρα μας μετατρέπεται με γοργά βήματα σε ένα μέρος όπου οι υψιπετείς οικονομικές προσδοκίες συνυπάρχουν με το βάλτωμα των μισθών και όπου η εξιδανίκευση του γάμου συνυπάρχει με την αύξηση των εκτός γάμου γεννήσεων. Σε αυτό το κλίμα, η σύντηξη του μετριοπαθούς κοινωνικού συντηρητισμού με τη δεξιόστροφη φιλολαϊκότητα μπορεί να αποδειχθεί πολύ ελκυστικότερη από τις περισσότερες εναλλακτικές προτάσεις που φύονται στα δεξιά του κέντρου.

Το αν θα συμβεί κάτι τέτοιο, τελικά θα εξαρτηθεί από το αν οι μελλοντικοί επίδοξοι επικεφαλής του GOP αποφασίσουν να διδαχθούν από, να προσαρμοστούν και να βελτιωθούν ακολουθώντας το παράδειγμα των Χάκαμπι-Σαντόρουμ. Αν το κάνουν, είναι πολύ πιθανό αυτό που πέτυχε ο Σαντόρουμ τους τελευταίους μήνες να μείνει στις μνήμες όχι σαν μια τελευταία αναλαμπή του παρελθόντος των Ρεπουμπλικάνων, αλλά σαν ένα πιθανό σχεδιάγραμμα για το μέλλον του κόμματος.

(μτφρ.: www.ppol.gr)