Και να που η 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) προκαλεί ξανά. Αλλά αυτή τη φορά όχι για την πολιτική της στην κρίση του ευρώ. Όχι! Αυτή τη φορά η αναστάτωση προκαλείται από την πολιτική της απόφαση να συμπαραταχθεί ανοικτά με τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) που διεκδικεί την επανεκλογή του. Πολλές εφημερίδες αναφέρουν πως έχει ενορχηστρώσει ως και μια πανευρωπαϊκή εκστρατεία κατά του επίδοξου διαδόχου του Φρανσουά Ολάντ (François Hollande) που ακόμα δεν έχει κατορθώσει να γίνει δεκτός από καμία σημαντική ευρωπαϊκή κυβέρνηση

Και να που η 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) προκαλεί ξανά. Αλλά αυτή τη φορά όχι για την πολιτική της στην κρίση του ευρώ. Όχι! Αυτή τη φορά η αναστάτωση προκαλείται από την πολιτική της απόφαση να συμπαραταχθεί ανοικτά με τον Γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) που διεκδικεί την επανεκλογή του. Πολλές εφημερίδες αναφέρουν πως έχει ενορχηστρώσει ως και μια πανευρωπαϊκή εκστρατεία κατά του επίδοξου διαδόχου του Φρανσουά Ολάντ (François Hollande) που ακόμα δεν έχει κατορθώσει να γίνει δεκτός από καμία σημαντική ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Ανεξαρτήτως πάντως αυτού, η Μέρκελ μοιάζει αποφασισμένη να οικοδομήσει ένα κοινό πανευρωπαϊκό πολιτικό μέτωπο υπέρ της δημοσιονομικής πειθάρχησης, του ισοσκελισμού των εθνικών προϋπολογισμών και της αυστηρά οριοθετημένης οικονομικής αλληλεγγύης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Όποιος είναι ύποπτος πως δε θα στηρίξει αυτή τη γραμμή -σαν τον κ. Ολάντ- περιθωριοποιείται.

Όπως είναι φυσικό, αυτή η κίνηση προκάλεσε έντονη κριτική. Ιδίως οι έμπειροι μανδαρίνοι της ΕΕ, φρίττουν στην ιδέα πως η ιδεολογία είναι δυνατό να υπονομεύει τους μακροπρόθεσμους διακρατικούς δεσμούς μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Θεωρούν πως κάτι τέτοιο θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα το ευρωπαϊκό εγχείρημα που συνήθως στηρίζεται σε πολύπλοκους τεχνικούς συμβιβασμούς που τους επεξεργάζονται όχι τόσο οι πολιτικοί, όσο επιδέξιοι εμπειρογνώμονες. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρώπη τώρα, σε μια ΕΕ που είναι ήδη επικίνδυνα πολωμένη, είναι να κυριαρχήσουν οι μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις επί της αναγκαιότητας των αμοιβαίων συμβιβασμών.

Αλλά αυτή η προσέγγιση χάνει την ουσία. Τούτη τη φορά, η πρωτοβουλία της Μέρκελ να παρέμβει με τόσο απτό τρόπο στα εσωτερικά μιας ξένης χώρας πρέπει να χειροκροτηθεί. Αντιπροσωπεύει το αναπόφευκτο και λογικό επόμενο βήμα στην πορεία εξευρωπαϊσμού της εσωτερικής πολιτικής. Όταν οι συντάκτες του «συμφώνου πειθάρχησης», υποστήριζαν από κοινού το κείμενό τους (προϊόν καθαρά ιδεοληπτικής θεώρησης) ενώπιον του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος, πρόσφεραν πολύτιμη υπηρεσία στην απειλούμενη δημοκρατία της ΕΕ. Αν χρειάζεται κάτι το σύστημα της ΕΕ τώρα, είναι πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια και καθαρότητα όσον αφορά τις επιλογές που έχει το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αν οδηγεί σε μεγαλύτερη αποσαφήνιση των διακυβευμάτων, η προσωποποίηση των πολιτικών επιλογών βοηθάει.

Αλλά αυτή η καλοδεχούμενη πολιτικοποίηση των ζητημάτων της ΕΕ, αντιμετωπίζει μια πολύ οικεία ένσταση: αυτό που παρατηρούμε είναι πράγματι η ανάδυση μιας αυθεντικής αντιπαράθεσης μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ή μήπως τη διαχωριστική γραμμή την καθορίζουν τα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα; Όταν κοιτάμε την Ελλάδα, αυτό το συναρπαστικό ερώτημα μοιάζει εξαιρετικά εύλογο: η μεταχείριση που επιφυλάσσεται σήμερα στην Αθήνα οφείλεται άραγε στην κυριαρχία του συντηρητισμού στο «ευρωπαϊκό συμβούλιο», ή είναι μια ακόμα εκδήλωση της ισχυρής διαχωριστικής γραμμής μεταξύ βορρά και νότου εντός της ΕΕ;

Η ταχεία εξέταση τριών σημαντικών κρατών -της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ολλανδίας- μπορεί να μας βοηθήσει πολύ στο να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα. Και οι τρεις χώρες ανήκουν στους συνεισφέροντες στον προϋπολογισμό της ΕΕ· και οι τρεις εμφανίζουν πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με την ΕΕ. Όλες τους εξακολουθούν να διατηρούν το «άριστα» όσον αφορά τη δανειοληπτική τους αξιοπιστία, στην οποία βαθμολογούνται με ΑΑΑ. Και σε όλες, μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού δυσπιστεί απέναντι στις προσπάθειες των κυβερνήσεών τους να διασώσουν τους νότιους εταίρους τους.

Αλλά όσον αφορά τις απόψεις για τη διαχείριση της κρίσης χρέους και τη μείωση των ελλειμμάτων, οι διαφορές μεταξύ δεξιάς/αριστεράς είναι πολύ πιο ορατές στη Γερμανία, παρά στην Ολλανδία ή την Αυστρία. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες του SPD π.χ. συνηγορούν υπέρ της δημιουργίας ενός «ευρωπαϊκού ταμείου αποκατάστασης των ελλειμμάτων» και δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη και λιγότερη στην πανευρωπαϊκή δημοσιονομική πειθάρχηση. Στα άλλα δύο κράτη-μέλη, παρόμοιες διαφορές είναι δυσεύρετες καθώς υπάρχει ευρύτατη συναίνεση στην ανάγκη καλύτερης εποπτείας των εθνικών προϋπολογισμών, αυστηρότερης οριοθέτησης των κρατικών δαπανών και εισαγωγής αποτελεσματικότερων μεθόδων τιμωρίας των παραβατών.

Ή δείτε το παραπλανητικό ζήτημα της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης» (ας πούμε, για να συνεννοούμαστε, τη στάση προς τα ευρωομόλογα ή την στήριξη στην άμεση μεταβίβαση πόρων εντός της ΕΕ). Αν και το γερμανικό SPD έχει υιοθετήσει σημαντικά διαφορετικές θέσεις από εκείνες της 'Ανγκελα Μέρκελ (υπέρ των ευρωομολόγων και χωρίς έξαλλη αντίθεση στην «οικονομική ένωση») το ολλανδικό εργατικό κόμμα PvdA υιοθετεί μια στάση πολύ πλησιέστερη προς εκείνη της κυβερνώσας δεξιάς, νιώθοντας ασφαλώς την πίεση από το λαϊκισμό, δεξιό και αριστερό. Στην Αυστρία, όπου η κεντροαριστερά και η δεξιά συστεγάζονται σε έναν «ευρύ συνασπισμό» κανένα από τα θέματα αυτά δεν έχει προς στιγμή προκαλέσει μείζονα προβλήματα και ανοικτές αντιπαραθέσεις.

Κοντολογίς, η εικόνα είναι ακόμα συγκεχυμένη. Μερικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, σαν το SPD, αρχίζουν να παίζουν προσεκτικά το ευρωπαϊκό χαρτί στην προσπάθειά τους να αμφισβητήσουν την συντηρητική πολιτική διευθέτηση. Αλλά η ετερογένεια κυριαρχεί στην ευρωπαϊκή κεντροαριστερά, με μερικές πολιτικές δυνάμεις της να είναι πολύ λιγότερο αποφασισμένες από άλλες να προσφέρουν μια αυθεντική πολιτική εναλλακτική επιλογή. Επιπλέον, όλα αυτά πολύ απέχουν από το να είναι κυρίαρχα στην αίσθηση των πολιτών στις περιφερειακές χώρες, σαν την Ελλάδα, όπου οι διαφωνίες για τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης εξακολουθούν εν πολλοίς να θεωρούνται εκφάνσεις της αντιπαράθεσης μεταξύ του επικυρίαρχου βορρά και του υποταγμένου νότου.

Η ανάμειξη της 'Ανγκελα Μέρκελ στη γαλλική προεδρική εκλογή δεν αρκεί να φέρει τα πάνω-κάτω στην πολιτικοποίηση της πορείας της ΕΕ. Αλλάαυτόδεσημαίνειπωςείναικαταδικαστέα. Αυτή την εβδομάδα, οι κεντροαριστεροί ηγέτες της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ (Sigmar Gabriel), του Βελγίου Έλιο Ντι Ρούπο (Elio di Rupo) και της Ιταλίας Πιερ Λουίτζι Μπερζάνι (Pier Luigi Bersani) θα επισκεφθούν το Παρίσι για να εκδηλώσουν την υποστήριξή τους στον Φρανσουά Ολάντ και τη διαφορετική του προσέγγιση στην κρίση της ευρωζώνης. Κι αυτό είναι θετικό για την αναιμική δημοκρατία στην ΕΕ.

(από www.policy-network.net / μτφρ.: www.ppol.gr)