Η ρωσική κυβέρνηση είναι έτοιμη να λάβει μέτρα τις προσεχείς εβδομάδες, έτσι ώστε να αυξήσει τις εξαγωγές πετρελαίου της μέσω του δικτύου της. Τα μέτρα όμως αυτά λαμβάνονται τη στιγμή που η τεράστια παραγωγή πετρελαίου της Ρωσίας στη διάρκεια των τελευταίων ετών αρχίζει να μειώνεται σταδιακά, σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους και στελέχη από την πετρελαϊκή βιομηχανία. Ενδεχόμενη μείωση της παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας θα αποτελούσε σίγουρα άσχημη είδηση για τους καταναλωτές ενέργειας. Η αυξημένη παραγωγή της Ρωσίας τα τελευταία χρόνια αποτελούσε σημαντικό παράγοντα εγγύησης για την κάλυψη της ζήτησης τα τελευταία χρόνια. Ομως, με την κατανάλωση να αυξάνεται στην Κίνα και σε άλλες περιοχές της Ασίας, μία πιθανή μείωση της ρωσικής παραγωγής θα μπορούσε να περιορίσει ακόμη περισσότερο τα περιθώρια της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου, σε μία μάλιστα περίοδο που οι τιμές πετρελαίου έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. «Η παραγωγή μας μπορεί να φθάσει τα 500 εκ. τόνους (10 εκ. βαρέλια ημερησίως) την προσεχή διετία», είπε ο Σεργκέι Ογκανέσιαμ, πρόεδρος της ρωσικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ενέργειας. Αφού πρώτα η παραγωγή περιορίστηκε κατά το ήμισυ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έχει αυξηθεί κατά 50% από το 1999, με αποτέλεσμα η Ρωσία να βρίσκεται μόλις σε απόσταση αναπνοής από τη μεγαλύτερη στον κόσμο πετρελαιοπαραγωγό, Σαουδική Αραβία. Η ρωσική παραγωγή έφθασε το Σεπτέμβριο στο επίπεδο ρεκόρ των 9,4 εκ. βαρελιών την ημέρα. Η αυξημένη ρωσική παραγωγή των τελευταίων ετών - περισσότερη από τη συνολική ετήσια παραγωγή της Βενεζουέλας - προσέφερε μία σημαντική ποσότητα πετρελαίου στην αγορά ικανή να αντισταθμίσει την αυξανόμενη ζήτηση από την Κίνα. Η Ρωσία έχει επίσης αποσπάσει σημαντικό μερίδιο αγοράς από τις χώρες-μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγών Κρατών ΟΠΕΚ . Εκθεση όμως του Baker Institute στο πανεπιστήμιο Rice του Χιούστον προειδοποίησε ότι, αν και η ρωσική παραγωγή θα συνεχιστεί με βραδύτερο ρυθμό, ο ρυθμός αύξησης ενδεχομένως δεν θα είναι επαρκής για να οδηγήσει σε μείωση τις σημερινές υψηλές τιμές σε βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα πλαίσια. (Από τη Ναυτεμπορική, 26/10/04)