Από την αρχή της δημοσιονομικής κρίσης της Αθήνας, στις αρχές του 2010, η χώρα μας αντιμετωπίσθηκε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως η «ελληνική εξαίρεση»: Στο πρώτο εξάμηνο του 2010 ήταν η μόνη χώρα που χρειαζόταν διάσωση και στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2011 αντιμετωπιζόταν ξανά ως εξαίρεση, ως ανεπίδεκτη δηλαδή της συνταγής δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε επιβληθεί στις υπό διάσωση Ιρλανδία και Πορτογαλία, πτυχές της οποίας υιοθέτησαν στη συνέχεια προληπτικά η Ισπανία και η Ιταλία

Από την αρχή της δημοσιονομικής κρίσης της Αθήνας, στις αρχές του 2010, η χώρα μας αντιμετωπίσθηκε και εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως η «ελληνική εξαίρεση»: Στο πρώτο εξάμηνο του 2010 ήταν η μόνη χώρα που χρειαζόταν διάσωση και στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2011 αντιμετωπιζόταν ξανά ως εξαίρεση, ως ανεπίδεκτη δηλαδή της συνταγής δημοσιονομικής προσαρμογής που είχε επιβληθεί στις υπό διάσωση Ιρλανδία και Πορτογαλία, πτυχές της οποίας υιοθέτησαν στη συνέχεια προληπτικά η Ισπανία και η Ιταλία. Ηδη, μετά τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουλίου του 2011, όταν αποφασίσθηκε το πρώτο «κούρεμα» του ελληνικού δημόσιου χρέους, Μέρκελ και Σαρκοζί έσπευδαν να δεσμευθούν δημόσια ότι πρόκειται για μέτρο που αφορά κατ' εξαίρεση την Αθήνα.

Ο πρώτος κλονισμός της ψευδαίσθησης για την υποδειγματική προσαρμογή της Πορτογαλίας σημειώθηκε όταν τα κατά λάθος ανοικτά μικρόφωνα κατέγραψαν τη σχετική αποκαλυπτική στιχομυθία του Σόιμπλε με τον Πορτογάλο ομόλογό του για την ανάγκη περαιτέρω στήριξης της Λισαβόνας. Οι λόγοι της παρατεταμένης συντήρησης του μύθου της «ελληνικής εξαίρεσης» είναι προφανείς για όλους τους εμπλεκόμενους:

Για το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες είναι η μόνη προσέγγιση που νομιμοποιεί τον ισχυρισμό ότι οι περικοπές και η λιτότητα είναι η σωστή συνταγή, με την Ελλάδα να αποτελεί απροσάρμοστη περίπτωση.

Την αυθαίρετη αυτή διαφοροποίηση αξιοποιούν οι κυβερνώντες σε Λισαβόνα, Δουβλίνο και Μαδρίτη για να χειρισθούν επικοινωνιακά τόσο τις αγορές όσο και την κοινή γνώμη τους. Το μήνυμα προς τις αγορές είναι «δεν είμαστε συγκρίσιμοι με την Ελλάδα» και προς την κοινή γνώμη «αποδεχθείτε τα μέτρα προσαρμογής για να μην γνωρίσουμε την τύχη της Ελλάδας».

Στη βάση των παραπάνω ήταν αδιανόητο για τη Λισαβόνα και το Δουβλίνο, πολύ περισσότερο βέβαια για τη Μαδρίτη, να αποδεχθούν συντονισμό της στάσης τους με την Αθήνα.

Το τέλος του στιγματισμού της Αθήνας ως εξαίρεσης, ακόμη και σε σχέση με τις υπό διάσωση Ιρλανδία και Πορτογαλία, αλλά και την Ισπανία, είναι ορατό στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Ζητούμενο παραμένει αν θα συμπέσουν χρονικά η επόμενη διαπίστωση απόκλισης της Αθήνας από τις δεσμεύσεις της με την εξέλιξη της δημοσιονομικής προσαρμογής στην Πορτογαλία. Αν διαπιστωθούν δηλαδή αδυναμίες προσαρμογής τον Ιούνιο -προοπτική εξαιρετικά πιθανή λόγω της προεκλογικής και μετεκλογικής χαλάρωσης- εν μέσω της ρευστότητας και αβεβαιότητας που θα έχει πυροδοτήσει η πολύ πιθανή εκλογή Ολάντ, θα υπάρχουν ξανά όλα τα κίνητρα για να στιγματισθεί η Αθήνα ως εξαίρεση, ενώ από το φθινόπωρο και μετά η αναπόφευκτη επιδείνωση της κατάστασης στην Πορτογαλία θα καταστήσει αναξιόπιστη κάθε παρόμοια προσπάθεια.

Μόνον όταν καταγραφεί και επίσημα η ανάγκη νέας βοήθειας προς την Πορτογαλία και την Ιρλανδία και επιβεβαιωθεί η αδυναμία -ομολογημένη ήδη από τον πρωθυπουργό Ραχόι- της Ισπανίας να τηρήσει τους δημοσιονομικούς στόχους που αναθεωρήθηκαν στο τελευταίο Euro-group θα μπορέσει η χώρα μας να επιδιώξει διάλογο και συντονισμό με τις χώρες που είτε είναι εκτός αγορών, είτε αγωνίζονται να αποφύγουν την κρίση δανεισμού.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 23-25/03/2012)