Η οικονομική αξία των «συλλογικών αγαθών» έχει υποτιμηθεί στην εποχή των αγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), μα και –ιδιαίτερα- στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, εδώ και δύο γενιές οι φοιτητές οικονομικών μάθαιναν πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα συλλογικά αγαθά και τα σαπούνια ή τα χάμπουργκερ. Τα συλλογικά αγαθά θα έπρεπε να παρέχονται -ή τουλάχιστο η παροχή τους να ρυθμίζεται- από το δημόσιο τομέα, διότι είναι εκ φύσεως συλλογικά.

Η οικονομική αξία των «συλλογικών αγαθών» έχει υποτιμηθεί στην εποχή των αγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), μα και –ιδιαίτερα- στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, εδώ και δύο γενιές οι φοιτητές οικονομικών μάθαιναν πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα συλλογικά αγαθά και τα σαπούνια ή τα χάμπουργκερ. Τα συλλογικά αγαθά θα έπρεπε να παρέχονται -ή τουλάχιστο η παροχή τους να ρυθμίζεται- από το δημόσιο τομέα, διότι είναι εκ φύσεως συλλογικά. Το καθαρό νερό, ο αμόλυντος αέρας, η εκπαίδευση και η δικαιοσύνη είναι τα προφανή παραδείγματα· κανείς δεν αμφιβάλει πως αυτά τα αγαθά θα πρέπει να διατίθενται σε όλους, όχι μόνο σε όσους έχουν τη δυνατότητα να τα αγοράζουν ατομικά.

Στις μέρες μας όμως τα όρια μεταξύ «συλλογικού» και «ιδιωτικού» σβήνουν, και μεταξύ των οικονομολόγων αναδύεται μια συναίνεση ως προς το ότι,από τη στιγμή που ο ιδιωτικός τομέας είναι αποτελεσματικότερος από το κράτος, το κράτος οφείλει να περιοριστεί σε έναν αυστηρά ελεγκτικό ρόλο. Στη Βρετανία π.χ., οι σιδηρόδρομοι ιδιωτικοποιήθηκαν και διαμορφώθηκε μια «εσωτερική αγορά» στις παροχές υγείας, με το επιχείρημα πως αυτό θα βελτίωνε την αποτελεσματικότητα της παροχής υγείας στους «πελάτες» της αντίστοιχης αγοράς. Στην ΗΠΑ είναι σύνηθες τα πάντα, από τις μεταφορές ως τις φυλακές, να ανατίθενται σε ιδιωτικούς κερδοσκοπικούς φορείς. Υπάρχουν κάμποσοι πολιτικοί που ως οπαδοί του οικονομολόγου Φρίντριχ Χάγιεκ (Friedrich Hayek) θα καταργούσαν κάθε μορφή κρατικού ελέγχου ή επιτήρησης, ενώ δεν είναι λίγοι όσοι ευχαρίστως θα καταργούσαν κάθε φορολογία.

Η αντικρατική ιδεολογία έχει μακρύ παρελθόν, αλλά αναμφίβολα τον προηγούμενο αιώνα γνώρισε τη σημαντικότερη ώθησή της επί της επαναστάσεως των Ρέιγκαν (Reagan) - Θάτσερ (Thatcher), ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο η κυριαρχία της εμπεδώθηκε από τη λεγόμενη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» ήτοι την δεξιόστροφη οικονομική ορθοδοξία που πρεσβεύει το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) και η «παγκόσμια τράπεζα». Μεταξύ άλλων, οικονομολόγοι σαν την Αν Κρίγκερ (Anne Krueger) και τονΤζαγκντίς Μπαγκβατί ( Jagdish  Bhagwati) εκλαΐκευσαν την αντίληψη πως οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι παρά «προσοδοθήρες» γραφειοκράτες, που η προσφορά τους στην κοινωνία είναι μηδενική.

Αυτός ο φονταμενταλισμός των αγορών, με γνωστότερο ιεροκήρυκά του στις ΗΠΑ τον Μίλτον Φρίντμαν ( Milton  Friedman), διαμορφώθηκε από τονΤόμας Σάρτζεντ (Thomas Sargent) στη θεωρία της «ορθολογικής προσδοκίας», σύμφωνα με την οποία οι αγορές εμπεριέχουν όλη τη διαθέσιμη πληροφόρηση και λειτουργούν από πλήρως ενήμερους καταναλωτές και παραγωγούς που είναι εις θέση να υπολογίζουν όλα τα μελλοντικά ρίσκα των κινήσεών τους. Παρόμοιες αντιλήψεις έδωσαν θεωρητικό στήριγμα στις αντικεϊνσιανές και αντικρατικές αντιλήψειςπου κυριάρχησαν στην οικονομική επιστήμη.

Αμέσως μετά την οικονομική κατάρρευση του 2008 φάνηκε για λίγο πως οι ιδεοληψίες της θατσερικής εποχής και ο φονταμενταλισμός των αγορών -ή ο νεοφιλελευθερισμός, όπως είναι γνωστότερος σήμερα- βρισκόταν σε παρακμή, αλλά αυτή η αίσθηση διαψεύσθηκε.Αν και οι κεϊνσιανοί επιστρατεύτηκαν πρόσκαιρα προκειμένου να σώσουν τις αναπτυγμένες οικονομίες από την πλήρη διάλυση, μόλις φάνηκε πως το ενδεχόμενο αυτό απομακρύνθηκε, οι περισσότεροι πολιτικοί επέστρεψαν στο οικείο παιχνίδι τους να επιβάλουν λιτότητα στους φτωχούς και να διευκολύνουν την περαιτέρω ευημερία των πλουσίων.

Πουθενά δεν είδαμε να ασκείται αυτό το άθλημα με μεγαλύτερο ενθουσιασμό από ότι στην Ευρώπη, ιδίως στη Βρετανία, όπου ήταν αδιανόητη η διαμόρφωση μιας ένωσης άμεσης μεταβίβασης κεφαλαίων και το κοινωνικό κράτος χαρακτηρίστηκε εσπευσμένα «μη βιώσιμο». Επί πρωθυπουργίας Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) και υπουργίας οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν (George Osborne), οι ιδιωτικοποιήσεις βάλθηκαν να σπάσουν κάθε ρεκόρ: ο ιδιωτικός τομέας κερδίζουν παχυλά συμβόλαια γιατην οικοδόμηση και τη διαχείριση νοσοκομείων, σχολείων, δρόμων και ό,τι άλλου είναι μπορετό να αποδίδεται στον ιδιωτικό τομέα,στο όνομα πάντα της μείωσης των κρατικών ελλειμμάτων.

Αν και υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις όπου η ιδιωτικοποίηση είναι λογική, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίουςη πλήρης ιδιωτικοποίηση θα πρέπει να αποφεύγεται. Ο πρώτος και σημαντικότερος είναι πως καταργεί τη δωρεάν πρόσβαση σε συλλογικά αγαθά που μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες. Η αντίληψη π.χ. της «ισονομίας» προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Λίγοι θα αρνούνταν πως όπουοι φτωχοί στερούνται τη δικαιοσύνη ενώ οι πλούσιοι την παρακάμπτουν χάρη σε ιδιοφυείς (και πανάκριβους) δικηγόρους, όχι μόνο έχουμε παραποίηση της έννοιας της απόδοσης της δικαιοσύνης, αλλά υπονομεύεται η ίδια η κοινωνική συνοχή.

Κατ' αναλογία, ένας από τους βασικούς λόγους που συνηγορούν υπέρ της οικουμενικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είναι πως το συλλογικό αγαθό της υγείας δε θα πρέπει να αποτελεί προνόμιο των λίγων. Επίσης, καθώς οι καπιταλιστικοί οικονομικοί κύκλοι καταλήγουν περιοδικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όλοι οι φορολογούμενοι οφείλουν να συνεισφέρουν στην εξασφάλιση των επιδομάτων ανεργίας όσων είναι αρκετά άτυχοι να χάσουν τη δουλειά τους σε δύσκολους καιρούς. Όταν κάθε διαθέσιμη θέση εργασίας διεκδικείται από δέκα ανέργους, δεν αρκεί να το θέλεις για να δουλέψεις.

Η ίδια συλλογική λογική διέπει την εκπαίδευση. Ο γενικευμένος αλφαβητισμός αποτελεί όρο για την ύπαρξη μιας «καλά καταρτισμένης εργατικής δύναμης» (που τόσο αγαπούν οι Συντηρητικοί). Αλλά ο βασικός λόγος που οφείλουμε να εκτιμούμε την εκπαίδευση είναι διότι είναι αναγκαία (αν και όχι ικανή) συνθήκη για μια λειτουργική δημοκρατική κοινωνία. Η εκπαίδευση δεν είναι εμπόρευμα που υπόκειται στην ατομική επιλογή· είναι κεντρική προϋπόθεση κάθε πολιτισμένης κοινωνίας.

Αλλά τι γίνεται με το επιχείρημα πως οι ιδιώτες είναι πάντα πιο αποτελεσματικοί διαχειριστές της οικονομίας από το κράτος, λόγω του ανταγωνισμού; Αν και αυτό αληθεύει όσον αφορά τη διαχείριση πολλών αγαθών (όπως απέδειξε η οικτρή εμπειρία του σοβιετικού τύπου κεντρικού σχεδιασμού) επ' ουδενί δεν είναι δυνατό να αναγορευθεί σε γενικό οικονομικό αξίωμα.

Συνηθιζόταν να λέγεται πως η κρατική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων είναι δικαιολογημένη στην περίπτωση των «φυσικών μονοπωλίων», όπου οι μακροπρόθεσμες οικονομίες κλίμακας στην παραγωγή μετατρέπονται σε μονοπωλιακό κέρδος. Στην περιπτώσεις αυτές είναι εύλογο το κράτος (διαμέσου των κρατικοποιήσεων ή της ισχυρής φορολογίας) να οικειοποιείται το κέρδος αυτό προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Επίσης, καθώς τα φυσικά μονοπώλια σαν την ύδρευση, την παραγωγή ενέργειας, τις μεταφορές, κατά κανόνα απαιτούν πελώριες αρχικές επενδύσεις, συχνά το κράτος είναι ο μόνος που μπορεί να τις χρηματοδοτήσει.Αυτό που συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες με πολλές παρόμοιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας είναι πως αφού επί μακρόν δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν από το κράτος, συχνά με ισχυρή κρατική επιδότηση,πωλήθηκαν σε ιδιωτικά συμφέροντα σε συγκλονιστικά χαμηλές τιμές, για λόγους δήθεν δημοσιονομικής εξυγίανσης (υπό τις ευλογίες του ΔΝΤ).

Μια άλλη περίπτωση στην οποία δικαιολογείται η δημόσια διαχείριση είναι όπου υπάρχουν «εξωτερικότητες», στα κόστη ή τα οφέλη. Ένα σύνηθες σύγχρονο παράδειγμα είναι όταν μια επιχείρηση βλάπτει το περιβάλλον. Μια ιδιωτική επιχείρηση μπορεί να επιθυμεί την αποψίλωση ενός δάσους ώστε να μετατρέψει την έκταση σε χώρο καλλιέργειας και παραγωγής βιοκαυσίμων, αδιαφορώντας για τις μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ο ορίζοντας της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι συχνά πολύ κοντόθωρος -στόχος είναι τα κέρδη των μετόχων του χρόνου, όχι τον επόμενο αιώνα.Αυτός που οφείλει να επιβάλει το μακροπρόθεσμο συλλογικό συμφέρον (στο περιβάλλον ή άλλους τομείς που παραβλέπει η ιδιωτική οικονομική διαχείριση) είναι το κράτος.

Είναι άρα αναπόδεικτη γ ιδέα πως λόγω του ανταγωνισμού ο ιδιωτικός τομέας είναι πάντοτε αποτελεσματικότερος του δημόσιου. Οιαγορές δεν είναι τέλειες, το μέλλον είναι αβέβαιο, οι «εξωτερικότητες» έχουν σημασία και ως εκ της φύσεώς τους ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες δεν μπορούν παρά να παρέχονται συλλογικά. Όταν οι πολιτικοί μιλάνε για «μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα» και «μείωση του κόστους παραγωγής» εν γένει εννοούν την επιβολή φθηνότερης μη-συνδικαλισμένης απασχόλησης.Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που τόσο πολλές δημόσιες υπηρεσίες δίδονται σε υπεργολαβίες.

Συμπερασματικά, τα επιχειρήματα που ευνοούν τον ιδιωτικό τομέα εις βάρος του κρατικού δεν είναι μόνο θεωρητικά αστήρικτα, αλλά ευνοούν τους λίγους εις βάρος των πολλών. Το εκκρεμές έχει κινηθεί υπερβολικά πολύ προς τα δεξιά. Ήρθε η ώρα να υποστηρίξουμε τα συλλογικά αγαθά.


George  Irvin είναι καθηγητής του πανεπιστημίου του Λονδίνου.

(www.ppol.gr)