Οι «ειδήσεις» από την Ελλάδα αυτή την εβδομάδα ήταν οι αποκαλύψεις για το εύρος και το βάθος της υπόθεσης του Ακη Τσοχατζόπουλου από τη μία πλευρά και ότι 200.000 περίπου πολίτες έπαιρναν παράνομα από το Δημόσιο συντάξεις και επιδόματα που δεν εδικαιούντο. Ο πρώτος κατηγορείται ότι εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη του λαού και τα αξιώματά του για να πλουτίσει παράνομα σε βάρος του κράτους, οι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν την ανικανότητα και τη διαφθορά του Δημοσίου για να το απομυζούν
Οι «ειδήσεις» από την Ελλάδα αυτή την εβδομάδα ήταν οι αποκαλύψεις για το εύρος και το βάθος της υπόθεσης του Ακη Τσοχατζόπουλου από τη μία πλευρά και ότι 200.000 περίπου πολίτες έπαιρναν παράνομα από το Δημόσιο συντάξεις και επιδόματα που δεν εδικαιούντο. Ο πρώτος κατηγορείται ότι εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη του λαού και τα αξιώματά του για να πλουτίσει παράνομα σε βάρος του κράτους, οι άλλοι εκμεταλλεύτηκαν την ανικανότητα και τη διαφθορά του Δημοσίου για να το απομυζούν. Ο Τσοχατζόπουλος φαίνεται ότι «έφαγε» πολλά εκατομμύρια, αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς πόσα, οι πονηροί συμπολίτες υπολογίζεται ότι κόστιζαν στο κράτος 750-850 εκατομμύρια τον χρόνο όλοι μαζί, επί σειρά ετών.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη στη χώρα μας, ο Ακης Τσοχατζόπουλος είναι άξιο τέκνο μιας φαύλης και διεφθαρμένης πολιτικής τάξης που ευθύνεται απόλυτα για τα σημερινά δεινά. Κατά την ίδια αντίληψη όμως, οι 200.000 δεν έκαναν και τίποτα σπουδαίο. Ενα μηνιάτικο «κονομούσαν» για να περνάνε οι άνθρωποι… Ο Ακης ασφαλώς και πρέπει να καεί στο πυρ το εξώτερον, αν λάβουμε υπ’ όψιν τα σχόλια της κοινής γνώμης, αλλά για τους καημένους τους συνάνθρωπους της διπλανής πόρτας, που τσέπωναν συντάξεις πεθαμένων, εξασφάλιζαν αναπηρικές συντάξεις, ενώ κόντευαν να σκάσουν από υγεία και έβαλαν στο χέρι επιδόματα με πλαστά πιστοποιητικά, δεν υψώθηκε ούτε μια φωνή αγανάκτησης.

Προφανώς, υπάρχει ένα ποσοτικό θέμα, αν συγκρίνουμε το προϊόν της απάτης που μπήκε στις τσέπες τού τέως υπουργού σε σύγκριση με τα λεφτά που «έφαγαν» οι 200.000 πατριώτες. Αλλωστε, θα ήταν υπερβολικό και άδικο να τεθεί το ερώτημα αν ο Τσοχατζόπουλος είναι ο εκπρόσωπος της διεφθαρμένης ελληνικής πολιτικής τάξης, μήπως οι λεγάμενοι εκπροσωπούν τη διεφθαρμένη κοινωνία μας; Κάτι τέτοιο ούτε σαν σκέψη δεν πρέπει να μας περνάει από το μυαλό, ακόμη και αν αυτό είναι εντελώς διεστραμμένο. Μπορεί πέρα από τους 200.000 να υπάρχουν εκείνοι που δεν αποδίδουν τον ΦΠΑ (πρόκειται για καραμπινάτη φοροκλοπή, όχι για φοροδιαφυγή), αρκετοί που με διάφορους τρόπους φρόντισαν και φροντίζουν να κλέψουν ποικιλοτρόπως το κράτος και κάποιοι που θεωρούν δικαίωμά τους την αργομισθία, αλλά μόνο κακόβουλοι ξένοι θα τολμούσαν να ισχυριστούν ότι στην Ελλάδα η διαφθορά είναι εκτεταμένη! Να δεχθούμε ότι η φοροδιαφυγή είναι εκτεταμένη, αλλά όχι και η διαφθορά…

Κατά μία άποψη πάντως, για το γεγονός ότι 200.000 συνέλληνες έκλεβαν το κράτος -και επομένως τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους- χωρίς να φοβούνται την κοινωνική κατακραυγή και ακόμη περισσότερο, χωρίς να φοβούνται την τιμωρία αν τους έπιαναν, οφείλεται σε δύο πράγματα: στο γεγονός ότι δεν υπήρχε κανένας έλεγχος και στο ότι οι ταγοί της κοινωνίας έδιναν το κακό παράδειγμα. Αναμφίβολα, η συγκεκριμένη άποψη εξηγεί σε ένα βαθμό το φαινόμενο, αλλά όχι τελείως. Η συνολική εξήγηση όμως έχει και άλλες παραμέτρους, ιστορικές και κοινωνικές. Κατά την ορθή επισήμανση των Θ. Βερέμη και Γ. Κολιόπουλου στο βιβλίο τους «Ελλάς - Η σύγχρονη συνέχεια» οι τέσσερις κυρίαρχες τάξεις του νεοσύστατου κράτους ήταν ο ανώτερος κλήρος, οι κοτζαμπάσηδες, οι φαναριώτες και οι αρματωλοί, όλοι τους συνηθισμένοι να κερδίζουν τις θέσεις τους δωροδοκώντας τους Οθωμανούς αξιωματούχους και φυσικά αυτές τις συνήθειές επέβαλαν και στη συνέχεια, με τη βοήθεια της αθάνατης «κλεφτουριάς» που συνδύαζε την παλικαριά με τη ληστεία και την αδιαφορία για τους νόμους.

Οι συγκεκριμένες καταβολές συνέβαλαν στην εδραίωση της αντίληψης ότι η λεηλασία του κράτους είναι αποδεκτή. Είναι γνωστά τα λόγια και οι πράξεις ηρωικών αγωνιστών που επιβεβαιώνουν τη θεωρία τους περί της χρησιμότητας του κράτους. Οτι δηλαδή βρίσκεται για να μοιράζει λεφτά. Με αυτή ακριβώς την έννοια, αντιμετωπίστηκε το κράτος σε όλη τη διαδρομή από τη σύστασή του μέχρι σήμερα, τόσο από την πολιτική τάξη, όσο και από τους δημόσιους λειτουργούς, τους επιχειρηματίες και τον απλό κόσμο. Σαν ένα απρόσωπο και άυλο σύστημα που έχει τον τρόπο να βρίσκει λεφτά και είναι κοινωνικά επιτρεπτό, να το εκμεταλλεύονται, να το κλέβουν, να το λεηλατούν και ταυτόχρονα να του λένε ψέματα και να το καταγγέλλουν.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 28/04/2012)