Στις διεθνείς οικονομικές αναλύσεις, η Κίνα σχολιάζεται συνήθως για τη ραγδαία οικονομική της ανάπτυξη μετά το 1990, τις αυξανόμενες επενδύσεις που προσελκύει από τις ΗΠΑ και τις προηγμένες βιομηχανικές χώρες, απειλώντας (μέσω της μετεγκατάστασης εκεί παραγωγικών δραστηριοτήτων) την απασχόληση στην πλούσια Δύση. Επίσης για τη συναλλαγματική πολιτική της πρόσδεσης του νομίσματός της στο δολάριο που ακολουθεί, οξύνοντας το πρόβλημα του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών, και, τέλος, για τη διογκούμενη ενεργειακή της ζήτηση, η οποία συμβάλλει στην άνοδο των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Αλλά μια πρόσφατη μεγάλη οικονομική συμφωνία που συνήψε η Κίνα με το Ιράν για την προμήθεια ιρανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου αλλά και για την πραγματοποίηση σημαντικών κινεζικών επενδύσεων στο Ιράν, εισάγει μια νέα διάσταση, οικονομική και γεωπολιτική, σε μια περιοχή πλούσια σε πετρελαϊκά κοιτάσματα, όπου ως τώρα δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί η αμερικανική ηγεμονία. Αυτό τουλάχιστον ελπίζει ο Ιρανός Καβέχ Αφρασιάμπι, ο οποίος ύστερα από μακρόχρονη μελετητική και ερευνητική παρουσία στα πανεπιστήμια της Βοστώνης, του Χάρβαρντ και του Μπέρκλεϊ, διδάσκει σήμερα πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης. Η συμφωνία με την Κίνα θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για να σπάσει η οικονομική απομόνωση του Ιράν, στην οποία επιμένουν οι ΗΠΑ, ακολουθούμενες ώς τώρα από τη Ρωσία και, ώς ένα βαθμό, από την Ευρώπη, υποστηρίζει. Ο Αφρασιάμπι αναφέρει ως πιθανό παράδειγμα την ενεργοποίηση παλαιότερης συμφωνίας οικονομικής συνεργασίας με την Ινδία, για την κατασκευή του «αγωγού της ειρήνης», και προβάλλει την επιδίωξη του Ιράν να προσχωρήσει στην Οργάνωση Συνεργασίας της Σαγκάης, όπου μετέχουν η Κίνα, η Ρωσία και χώρες της Κεντρικής Ασίας. Οι τελευταίες θα ενδιαφέρονταν άλλωστε να χρησιμοποιήσουν το δίκτυο του Ιράν για διέξοδο των δικών τους πετρελαϊκών εξαγωγών στον Περσικό Κόλπο, όπως επισημαίνει ο ερευνητής του Γαλλικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) Τιερί Κοβίλ. Για την κυβέρνηση Μπους, το Ιράν εντάσσεται στον «άξονα του κακού» και ταυτόχρονα έχει μεγάλη στρατηγική σημασία λόγω των πετρελαίων, οπότε πολλοί διεθνείς σχολιαστές έχουν θέσει το ερώτημα αν θα αποτελέσει τον επόμενο στρατιωτικό στόχο των ΗΠΑ. Την επικαιρότητα του ερωτήματος μετά την επανεκλογή του προέδρου Μπους αναδείκνυε ο διευθυντής ερευνών για τη Μέση Ανατολή του Ιδρύματος Brookings Κένεθ Πόλακ στους New York Times της περασμένης Τρίτης, προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα μιας διπλωματικής, έναντι μιας στρατιωτικής λύσης, μετά και την εμπειρία του Ιράκ, και επιχειρηματολογώντας υπέρ μιας πολυμερούς προσέγγισης, μαζί με την Ευρώπη, για να αντιμετωπισθεί το υπαρκτό πρόβλημα του προγράμματος εμπλουτισμού του ουρανίου του Ιράν. Στο τεύχος των ForeigAffairs που κυκλοφορεί άλλωστε, ο δημοσιογράφος αναλυτής του Ιράν Αφσίν Μολάβι εξετάζει τις προσπάθειες του ιρανικού καθεστώτος, μετά την ήττα των μεταρρυθμιστών, να μιμηθεί το κινεζικό οικονομικό μοντέλο. Είναι ακόμα πολύ νωρίς για να σταθμισθούν οι ευρύτερες συνέπειες της συμφωνίας Κίνας - Ιράν, πιστεύει ο Αφρασιάμπι. Στο μεταξύ, ο καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Πεκίνου και διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Φαν Γκανγκ, σημείωνε με ικανοποίηση την απουσία καταγγελιών κατά της χώρας του στη φετινή αμερικανική προεκλογική διαμάχη, γνωρίζοντας βέβαια ότι μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος των ΗΠΑ είναι να εμποδίσουν την Κίνα να γίνει μεγάλη περιφερειακή και παγκόσμια δύναμη. (Από την Καθημερινή, 14/11/04)