Η δανική προεδρία πέτυχε τελικά αυτό που επιδίωκε. Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων οι διαπραγματευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και της Κομισιόν συμφώνησαν χθες σε ένα προσωρινό κείμενο για την Οδηγία Ενεργειακής Απόδοσης, το οποίο θα έρθει προς ψήφιση, μέσα στον Ιούλιο, στην Επιτροπή Ενέργειας, για να οδηγηθεί σε τελική έγκριση από το Κοινοβούλιο τον ερχόμενο Σεπτέμβριο

Η δανική προεδρία πέτυχε τελικά αυτό που επιδίωκε. Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων οι διαπραγματευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και της Κομισιόν συμφώνησαν χθες σε ένα προσωρινό κείμενο για την Οδηγία Ενεργειακής Απόδοσης, το οποίο θα έρθει προς ψήφιση, μέσα στον Ιούλιο, στην Επιτροπή Ενέργειας, για να οδηγηθεί σε τελική έγκριση από το Κοινοβούλιο τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η Γερμανία ως την τελευταία στιγμή προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μποϋκοτάρει την Οδηγία. Τελικά με την «επιστράτευση» της γαλλικής πλευράς κατέστη δυνατή η συμφωνία.

Ο «πράσινος» ευρωβουλευτής Claude Turmes, που ηγήθηκε των διαπραγματεύσεων, σε δηλώσεις του εξέφρασε την ικανοποίηση του για την επίτευξη της συμφωνίας, η οποία, όπως είπε, «θα δώσει ώθηση στην οικονομία της Ευρώπης και θα συμβάλει στην επίτευξη της ενεργειακής ασφάλειας και των κλιματικών στόχων». Όπως εξήγησε ο ίδιος, η συμφωνία περιλαμβάνει δεσμευτικά μέτρα, τα οποία αναμένεται να γεφυρώσουν το χάσμα που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. για την τήρηση του στόχου μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας κατά 20% ως το 2020. «Η νέα νομοθεσία περιλαμβάνει μια σειρά από κρίσιμα μέτρα, που θα δώσουν απτά αποτελέσματα για την εξοικονόμηση ενέργειας», τόνισε ο ίδιος.

Σύμφωνα με την Οδηγία, προβλέπονται κοινά μέτρα για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. με κοινό παρονομαστή την επίτευξη του στόχου του 20%. Κάθε κράτος θα θέσει το δικό του στόχο και θα πρέπει να παρουσιάζει ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την ενεργειακή αποδοτικότητα κάθε τρία χρόνια, αρχής γενομένης από το 2014, και στη συνέχεια το 2017 και το 2020. Η Κομισιόν θα αναλάβει να αξιολογήσει την επιτευχθείσα πρόοδο ως τον Ιούνιο του 2014.

Η Οδηγία θα απαιτεί από τα κράτη-μέλη να ανακαινίσουν το 3% των δημόσιων κτιρίων με επιφάνεια πάνω από 500 τ.μ. και από τον Ιούλιο του 2015 σε κτίρια πάνω από 250 τ.μ. Τα κράτη-μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν ισοδύναμα μέτρα.

Σε ό,τι αφορά τις ενεργειακές εταιρίες θα πρέπει να παρουσιάσουν σωρευτικό στόχο εξοικονόμησης ενέργειας στον τελικό καταναλωτή ως το 2020. Ο στόχος αυτός θα ισοδυναμεί με εξοικονόμηση 1,5% ενέργειας κατ’ όγκο κάθε χρόνο από το 2014 ως το 2020 και συγκριτικά πάνω από το μέσο όρο της εξοικονόμησης ενέργειας της τελευταίας τριετίας, πριν από την εφαρμογή της Οδηγίας. Ο τομέας των μεταφορών εξαιρείται, αν και επιτρέπεται να αναζητηθούν εναλλακτικοί τρόποι ώστε να διατηρηθεί το ισοδύναμο αποτέλεσμα.

Τα κράτη-μέλη θα έχουν τη δυνατότητα να εξαιρέσουν τις πωλήσεις ενέργειας σε ορισμένες βιομηχανικές δραστηριότητες από τον υπολογισμό της κατανάλωσης ενέργειας, με την προϋπόθεση ότι το άθροισμα των εξαιρέσεων αυτών και η εξοικονόμηση ενέργειας με τη συνεχή επίδραση που προκύπτει από επιμέρους δράσεις, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί από τα Δεκέμβριο του 2008 δεν ισοδυναμούν με πάνω από το 25% του συνολικού εθνικού στόχου για την εξοικονόμηση ενέργειας. Οι διαπραγματευτές του Ευρωκοινοβουλίου διασφάλισαν ότι το άρθρο για τις εξαιρέσεις θα επανεξεταστεί από την Κομισιόν το 2016, με στόχο να γίνει ακόμη πιο φιλόδοξο.

Από την προσπάθεια αυτή δεν εξαιρούνται οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες θα υποβάλλονται σε ελέγχους για την κατανάλωση ενέργειας. Οι έλεγχοι προβλέπεται να ξεκινήσουν μέσα σε τρία χρόνια από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας και θα πρέπει να διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια από ειδικευμένους και πιστοποιημένους εμπειρογνώμονες.

Θετικά υποδέχθηκε την επίτευξη της συμφωνίας ο ευρωπαϊκός σύνδεσμος των ενεργειακών εταιριών Eurelectric. «Είναι ένα καλό βήμα προς πιο ευέλικτες, εξατομικευμένες και στοχευόμενες λύσεις ενεργειακής απόδοσης στην Ευρώπη», τονίζει σε ανακοίνωση της. Ωστόσο, σπεύδει να επισημάνει ότι η σωστή εφαρμογή θα είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των εκκρεμών ζητημάτων. Χρειάζεται επίσης να διασφαλισθεί, λέει η Eurelectric, ότι τα νέα μέτρα συνάδουν με τις υφιστάμενες πολιτικές, προσφέρουν πραγματική προστιθέμενη αξία και δεν θα αποθαρρυνθούν οι επενδύσεις λόγω υπερβολικής γραφειοκρατίας.