Ελάχιστες -πλην σθεναρές- είναι πλέον οι αντιστάσεις που συναντούν οι πρωτοβουλίες για την έκδοση ευρωομολόγων, όπως διεφάνη τόσο από τη χθεσινή ψηφοφορία στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου όσο και από τις δημόσιες τοποθετήσεις υψηλόβαθμων Ευρωπαίων αξιωματούχων
Ελάχιστες -πλην σθεναρές- είναι πλέον οι αντιστάσεις που συναντούν οι πρωτοβουλίες για την έκδοση ευρωομολόγων, όπως διεφάνη τόσο από τη χθεσινή ψηφοφορία στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου όσο και από τις δημόσιες τοποθετήσεις υψηλόβαθμων Ευρωπαίων αξιωματούχων. Σε μία στιγμή άλλωστε που το κόστος δανεισμού της Ιταλίας επανέρχεται στα υψηλά του περασμένου Δεκεμβρίου (όταν η Ευρωζώνη είχε φθάσει στα πρόθυρα της πιστωτικής ασφυξίας) και το Πρόγραμμα βοήθειας προς τις ισπανικές τράπεζες φαίνεται να αποτυγχάνει μέχρι στιγμής να κατευνάσει τους φόβους των αγορών, η κοινοτικοποίηση μέρους των εθνικών χρεών προβάλλεται όλο και πιο έντονα ως η έσχατη –και μοναδική πλέον– άμυνα της Ευρωζώνης.

«Δεν είμαι σίγουρος ότι όλα τα κράτη-μέλη μας αντιλαμβάνονται πλήρως την κρισιμότητα της κατάστασης» δήλωσε με νόημα, στη χθεσινή του τοποθέτηση στο Στρασβούργο, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, υποστηρίζοντας ότι η τραπεζική ενοποίηση μπορεί να προχωρήσει άμεσα και παράλληλα με την έναρξη «μιας σοβαρής συζήτησης για την έκδοση ευρωομολόγων σταθερότητας». Οπως τόνισε ο κ. Μπαρόζο, ένα τέτοιο άλμα προς την οικονομική ενοποίηση θα απαιτούσε προηγουμένως μεγάλες παραχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας στη χάραξη οικονομικής πολιτικής, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη δημοκρατική νομιμοποίησή του. Λίγες ώρες μετά την ομιλία Μπαρόζο, η Ολομέλεια του Κοινοβουλίου υπερψήφισε εδώ στο Στρασβούργο την πρόταση της Κομισιόν για το λεγόμενο «διπλό πακέτο» (2 pack) μέτρων οικονομικής διακυβέρνησης, με το οποίο ο έλεγχος που θα μπορεί να ασκεί η Επιτροπή στα οικονομικά των κρατών-μελών της Ευρωζώνης και κυρίως όσων βρίσκονται σε Μνημόνιο, καθίσταται καθοριστικός. Το Ευρωκοινοβούλιο όμως εισήγαγε και κρίσιμες τροπολογίες στην Πρόταση της Επιτροπής, οι οποίες αναγκαστικά θα πρέπει να συζητηθούν με τα κράτη-μέλη και να βρεθεί συμβιβαστική λύση πριν τεθεί σε ισχύ η νέα νομοθεσία για τη δημοσιονομική σταθερότητα. Πιο σημαντική από τις τροπολογίες που ψηφίστηκε είναι η σύσταση Ευρωπαϊκού Ταμείου Απόσβεσης Χρέους (ΕΤΑΧ) στο οποίο τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα μεταφέρουν τα ποσά χρέους που υπερβαίνουν το 60% του ΑΕΠ τους. Το χρέος αυτό, που ανέρχεται αυτή τη στιγμή σε περίπου 2,3 τρισεκατομμύρια ευρώ, θα πρέπει να αποπληρωθεί στη συνέχεια μέσα σε 25 χρόνια, με χαμηλό όμως επιτόκιο, αφού θα είναι εγγυημένο από όλα τα κράτη-μέλη από κοινού (συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας φυσικά). Επίσης, το Κοινοβούλιο καλεί την Επιτροπή, μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη της ισχύος της Νομοθεσίας, να υποβάλει οδικό χάρτη για την έκδοση ευρωομολόγων. Τέλος, το κείμενο που ψηφίστηκε εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θέτει κράτη-μέλη που βρίσκονται στα πρόθυρα χρεοκοπίας σε καθεστώς νομικής προστασίας (κατ’ αναλογία του «Αρθρου 99»).

Εν ολίγοις, είναι πλέον εμφανές ότι η Κομισιόν, το Ευρωκοινοβούλιο και η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων τάσσονται σαφώς υπέρ της μερικής κοινοτικοποίησης των εθνικών χρεών. Επιπλέον, οι αντιστάσεις κρατών με άριστη αξιολόγηση, όπως η Αυστρία, κάμπτονται σταδιακά, ενώ και η γερμανική αντιπολίτευση εμφανίζεται έτοιμη να συζητήσει τις συγκεκριμένες προτάσεις. Οπως είναι γνωστό φυσικά, η γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να ανθίσταται. Ωστόσο, τα περιθώρια στενεύουν και οι πιέσεις προς την καγκελάριο Μέρκελ είναι αφόρητες από όλες τις πλευρές: οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες εμφανίζονταν έως χθες αποφασισμένοι να μην υπερψηφίσουν το δημοσιονομικό σύμφωνο (η συναίνεσή τους είναι απαραίτητη για να εγκριθεί από τη βουλή), αν δεν συμφωνήσει η κυβέρνηση στην εκπόνηση συμφώνου ανάπτυξης για την Ευρωζώνη. Επίσης, ο Ισπανός πρωθυπουργός, Μαριάνο Ραχόι, ζήτησε με επιστολή του προς τον κ. Μπαρόζο και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν Βαν Ρομπέι, «να χρησιμοποιήσει η Ευρωζώνη όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της» για την αντιμετώπιση της κρίσης και την αποφασιστική παρέμβαση της ΕΚΤ ώστε να αποκατασταθεί η ρευστότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία. Ο Γάλλος πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, του οποίου η δημοτικότητα έχει μειωθεί κατακόρυφα, επίσης ζητούν επιμόνως αποφασιστικές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης ευρωομολόγων και της λήψης αναπτυξιακών μέτρων. Παρά την ομοβροντία όμως, η γερμανική παραμένει προσώρας αμετακίνητη στις θέσεις της, με τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, να διαβεβαιώνει, σε συνέντευξή του στη La Stampa, ότι η Ιταλία δεν θα χρειαστεί πακέτο διάσωσης αν ακολουθήσει τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων που εισηγείται η κυβέρνηση Μόντι.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 14/06/2012)