Νέα δραματική παρέμβαση για την ανάγκη ταχείας λήψης μέτρων ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, έκανε ο Αμερικανός υπ. Οικονομικών, Τίμοθι Γκάιτνερ, ο οποίος μετά τις συναντήσεις που είχε στη διάρκεια της εβδομάδας με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον Μάριο Ντράγκι στη Γερμανία έκρουσε για πολλοστή φορά τον κώδωνα του κινδύνου

Νέα δραματική παρέμβαση για την ανάγκη ταχείας λήψης μέτρων ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, έκανε ο Αμερικανός υπ. Οικονομικών, Τίμοθι Γκάιτνερ, ο οποίος μετά τις συναντήσεις που είχε στη διάρκεια της εβδομάδας με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον Μάριο Ντράγκι στη Γερμανία έκρουσε για πολλοστή φορά τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η παρατεταμένη ευρωπαϊκή κρίση και η αδυναμία εξεύρεσης μιας συνολικής και πειστικής λύσης επηρεάζουν άμεσα την οικονομία της Αμερικής, που αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Γηραιάς Ηπείρου, και τρεις μήνες πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές απειλεί την επανεκλογή του Μπαράκ Ομπάμα. Συνεπής στη δική της ιδεολογική προσέγγιση, η κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου διεμήνυσε με τον πλέον ηχηρό τρόπο στη Γερμανία ότι η εμμονή στη λιτότητα δεν αποτελεί λύση και ότι πρέπει να υπάρξει άμεσα στροφή προς μέτρα ανάπτυξης, για τα οποία επισημαίνεται ότι μπορεί να συμβαδίζουν με τον μακροπρόθεσμο στόχο της δημοσιονομικής προσαρμογής και της μείωσης των ελλειμμάτων.

Ο κ. Γκάιτνερ εξέπεμψε έναν ευρύτερο προβληματισμό μιλώντας για «το ανθρώπινο κόστος, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης», ενώ παράλληλα προειδοποίησε για το εξαιρετικά ανησυχητικό φαινόμενο «του αυξανόμενου εξτρεμισμού». Ο Αμερικανός υπ. Οικονομικών πίεσε τους ηγέτες της Ευρωζώνης να αναλάβουν πιο αποφασιστική δράση περιορίζοντας το κόστος δανεισμού των χωρών που αντιμετωπίζουν τα σοβαρότερα προβλήματα. Στο πλαίσιο αυτό, κάλεσε ευθέως την Ε.Ε. να προχωρήσει σε συντονισμένες κινήσεις, ώστε «να μειωθούν τα επιτόκια στα κράτη τα οποία προβαίνουν σε μεταρρυθμίσεις και να διασφαλίσει ότι τα τραπεζικά τους συστήματα μπορούν να παρέχουν τις πιστώσεις τις οποίες χρειάζονται οι οικονομίες τους».

Μετά τη συνάντησή τους, οι κ. Γκάιτνερ και Σόιμπλε, υπουργοί Οικονομικών των ισχυρότερων χωρών του κόσμου και της Ευρώπης, αντίστοιχα, εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν στο οποίο χαιρέτισαν την επιστροφή της Ιρλανδίας στις αγορές, τη «συνεχόμενη επιτυχία της Πορτογαλίας να τηρεί τις δεσμεύσεις της», τις «σημαντικές προσπάθειες» που κάνουν η Ισπανία και η Ιταλία όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις και το δημοσιονομικό τους έλλειμμα, αλλά δεν έκαναν καμία αναφορά στην Ελλάδα. Ηταν ένα ακόμη «καμπανάκι» προς την Αθήνα ότι η ανοχή της διεθνούς κοινότητας έχει εξαντληθεί και πως περαιτέρω ολιγωρίες ή ανικανότητα θα θέσουν την ελληνική οικονομία στη μοναχική πορεία εξόδου από το ευρώ. Οι δύο υπουργοί Οικονομικών υπογράμμισαν την αποφασιστικότητά τους να συνεργαστούν στενά για τη σταθεροποίηση της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, εξέφρασαν την εμπιστοσύνη τους στην Ευρωζώνη και στις προσπάθειες των χωρών–μελών της για μεταρρυθμίσεις και στενότερη συνεργασία, και διεμήνυσαν την πρόθεσή τους να υπάρξει διεθνής συντονισμός για την αντιμετώπιση των οικονομικών ανισορροπιών αλλά και για την ανάπτυξη. Η κυβέρνηση Ομπάμα υποστηρίζει κινήσεις όπως είναι η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ και η έκδοση ευρωομολόγων, που προς το παρόν συναντούν την αντίθεση του Βερολίνου. Ο κ. Γκάιτνερ προειδοποίησε ότι ο χρόνος δεν είναι σύμμαχος της Ευρωζώνης, σημειώνοντας ότι η ιστορία των κρίσεων διδάσκει πως όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση στη λήψη μέτρων τόσο μεγαλύτερο είναι το οικονομικό και πολιτικό κόστος της αντιμετώπισης της κρίσης». Αφού επανέλαβε ότι τα κράτη–μέλη της Ευρωζώνης έχουν τα μέσα να διαχειριστούν αποτελεσματικά την κατάσταση, προειδοποίησε ότι «χωρίς ανάπτυξη θα ανακαλύψουν πως η πολιτική βάση που είναι αναγκαία για να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις θα υποχωρήσει κάτω από τα πόδια τους». Ανάλογη εκτίμηση κατέθεσε στην «Κ» και η διευθύντρια Ευρώπης της Roubini Global Economics, Μέγκαν Γκριν, σημειώνοντας ότι «η Γερμανία έχει δίκιο όταν υπογραμμίζει την ανάγκη η ανάπτυξη να προέλθει από τις μεταρρυθμίσεις, αλλά το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση είναι ότι η υλοποίησή της θα χρειαστεί 5 με 10 χρόνια». Πρόσθεσε ότι «μέτρα αναθέρμανσης από τον πυρήνα της Ευρωζώνης προς τις χώρες της περιφέρειας θα βοηθούσαν σημαντικά στην εκτόνωση της κρίσης, αλλά δεν υπάρχει η σχετική βούληση».

Απορριπτικός ο Βάιντμαν

Τις πιέσεις της Ουάσιγκτον απορρίπτει η Γερμανία, που δηλώνει αντίθετη στην αγορά από την ΕΚΤ ομολόγων χωρών όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία, ενώ εμμένει στην αρχή της συρρίκνωσης των ελλειμμάτων μέσω λιτότητας. Είναι ενδεικτικές οι πρόσφατες δηλώσεις στην «Κ» του προέδρου της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, ο οποίος τόνισε πως «μερικές φορές έχεις την αίσθηση ότι κάποιοι ξαφνικά συνειδητοποίησαν τη σημασία της ανάπτυξης. Αυτό που εννοούν οι πρωταγωνιστές αυτής της συζήτησης (σ.σ. Ομπάμα, Γκάιτνερ) είναι πακέτα αναθέρμανσης χρηματοδοτούμενα από το Δημόσιο». Υποστήριξε ότι αυτά «ίσως να οδηγήσουν σε μια βραχύβια επέκταση, αλλά θα επιδεινώσουν τα προβλήματά μας στο μέλλον, διότι θα δημιουργήσουν επιπρόσθετο χρέος» και επέμεινε ότι «η ύφεση που βλέπουμε σε πολλές χώρες είναι αποτέλεσμα της έλλειψης εμπιστοσύνης στα δημόσια οικονομικά σε συνδυασμό με την υποχώρηση της ανταγωνιστικότητάς τους. Δεν υπάρχει εύκολος δρόμος εξόδου απ’ αυτό, εκτός εάν αντιμετωπισθούν οι λόγοι που βρίσκονται στη ρίζα των προβλημάτων. Η πρόσθεση επιπλέον χρέους μέσω δημοσιονομικής επέκτασης σίγουρα δεν είναι η λύση».

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 05/08/2012)