Μεγάλες διακυμάνσεις, που οφείλονται στις συναλλαγές πετρελαιοειδών, παρουσιάζει το διμερές εμπόριο Ελλάδας - Λιβύης. Το 2011, έτος το οποίο δεν είναι αντιπροσωπευτικό της δομής του εμπορίου λόγω της εμφύλιας σύρραξης στη χώρα, οι ελληνικές εξαγωγές διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα λόγω των πετρελαιοειδών.
Μεγάλες διακυμάνσεις, που οφείλονται στις συναλλαγές πετρελαιοειδών, παρουσιάζει το διμερές εμπόριο Ελλάδας - Λιβύης. Το 2011, έτος το οποίο δεν είναι αντιπροσωπευτικό της δομής του εμπορίου λόγω της εμφύλιας σύρραξης στη χώρα, οι ελληνικές εξαγωγές διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα λόγω των πετρελαιοειδών.

Πάντως, παρά το μικρό μέγεθος της αγοράς, η σταδιακή αύξηση της κατανάλωσης, λόγω της αύξησης του βιοτικού επιπέδου (13,6 εκατ. δολ. κατά κεφαλήν εισόδημα το 2012, με προοπτική να φθάσει τα 16,6 το 2015) καθώς και η σημαντική εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές, δημιουργεί ικανοποιητικές προοπτικές για τα ελληνικά προϊόντα.

Τα παραπάνω συμπεράσματα αποτυπώνονται σε έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας της Ελλάδας στην Τρίπολη, σχετικά με την οικονομία της Λιβύης το 2011 και τις προοπτικές της το 2012.

Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι κυρίαρχο προϊόν στις εξαγωγές χωρίς πετρελαιοειδή είναι το τσιμέντο (36% στο σύνολο, 60% στο σύνολο χωρίς πετρελαιοειδή το 2010) και ακολουθούν το ηλεκτρολογικό υλικό, τα φαρμακευτικά προϊόντα, μηχανήματα και τα προϊόντα σιδήρου. Η μεγάλη συμμετοχή του τσιμέντου στις εξαγωγές εμπεριέχει τον κίνδυνο, όπως συνέβη και σε άλλες αραβικές χώρες, προοδευτικής μείωσης του ύψους των εξαγωγών καθώς η εγχώρια τσιμεντοβιομηχανία θα αναπτύσσεται.

Ως προς την εξέλιξη των εξαγωγών των άλλων επί μέρους κατηγοριών, σημειώνεται η σημαντική αύξηση των φαρμακευτικών, των προϊόντων καπνού και του μαρμάρου, ενώ σημαντική πτώση παρουσίασαν οι εξαγωγές παρασκευασμάτων φρούτων και λαχανικών καθώς και προϊόντων σιδήρου.

Γενικότερα για τα τρόφιμα, επισημαίνεται ότι η συμμετοχή τους στο σύνολο των εξαγωγών είναι πολύ περιορισμένη.

Στην αγορά κυριαρχούν καταναλωτικά και προϊόντα ελαφράς βιομηχανίας από τις χώρες χαμηλού κόστους συμπεριλαμβανομένων των τουρκικών.

Η σημαντική, όμως, παρουσία προϊόντων από Ιταλία, Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι διευρύνεται ο αριθμός των Λίβυων καταναλωτών, οι οποίοι απαιτούν καλύτερη ποιότητα και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν υψηλότερη τιμή και το στοιχείο αυτό εκτιμάται ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την προώθηση των ελληνικών προϊόντων.