Σταδιακά, μια πραγματική αντιπαράθεση αναδύεται στην προεκλογική Αμερική. Επιφανειακά, αφορά την υγεία και τη φορολόγηση. Στο βάθος όμως αφορά την δημοκρατία και την ελεύθερη οικονομία. Δημοκρατία και ελεύθερη οικονομία φαίνεται να είναι αλληλοτροφοδοτούμενες. Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί μια εύρυθμη δημοκρατία χωρίς οικονομία της αγοράς

Σταδιακά, μια πραγματική αντιπαράθεση αναδύεται στην προεκλογική Αμερική. Επιφανειακά, αφορά την υγεία και τη φορολόγηση. Στο βάθος όμως αφορά την δημοκρατία και την ελεύθερη οικονομία.

 

Δημοκρατία και ελεύθερη οικονομία φαίνεται να είναι αλληλοτροφοδοτούμενες. Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί μια εύρυθμη δημοκρατία χωρίς οικονομία της αγοράς. Κι ενώ μια σειρά από κατ' όνομα σοσιαλιστικές οικονομίας έχουν υιοθετήσει την ελεύθερη οικονομία (δείτε τον «σοσιαλισμό με κινεζικά χρώματα» που θα έλεγε και το κομμουνιστικό κόμμα της Κίνας), φαίνεται πως είναι μόνο ζήτημα χρόνου πότε οι δυνάμεις της αγοράς θα τις εξαναγκάσουν να εκδημοκρατισθούν.

 

Από την άλλη, δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο γιατί η δημοκρατία και η ελεύθερη οικονομία ενδυναμώνουν η μία την άλλη. Στο κάτω-κάτω, η δημοκρατία συνεπάγεται πως όλοι οι άνθρωποι θεωρούνται ίσοι -και οι θεσμοί τους συμπεριφέρονται ισότιμα: κάθε ενήλικας διαθέτει μια ψήφο κ.λπ. Στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα αντιθέτως ενισχύονται τα άτομα που παράγουν περισσότερο πλούτο και κατέχουν μεγαλύτερη ιδιοκτησία.

 

Τι είναι όμως αυτό που αποτρέπει τον μέσο ψηφοφόρο μιας δημοκρατίας να ψηφίσει την απαλλοτρίωση του πλούτου των ισχυρών; Και γιατί οι δεύτεροι δεν αποδυναμώνουν την πολιτική ισχύ των πρώτων; Η ένταση μεταξύ τους αντηχεί στις προσπάθειες του προέδρου Μπάρακ Ομπάμα (Barack Obama) να εκμεταλλευτεί την οργή της μεσαίας τάξης, ενώ ο αντίπαλός του, πρώην κυβερνήτης της Μασαχουσέτης Μιτ Ρόμνεϊ (Mitt Romney) απευθύνεται στους απελπισμένους επιχειρηματίες.

Ένας από τους λόγους που κάνουν τον μέσο ψηφοφόρο να επιλέγει ορθολογικά να προασπίσει τον πλούτο των ισχυρών, μπορεί να είναι πως θεωρεί τους πλούσιους ικανότερους διαχειριστές αυτού του πλούτου. Έτσι, στο βαθμό που οι πλούσιοι είναι αυτοδημιούργητοι κι έχουν αναδειχθεί νικητές από μια δίκαιη, ανταγωνιστική και διαφανή αγορά, η κοινωνία καλά κάνει και τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τον πλούτο τους από την στιγμή που καταβάλουν ανάλογο μερτικό στους φόρους. Στο βαθμό όμως που οι πλούσιοι θεωρούνται προνομιούχοι διότι απλά κληρονόμησαν τον πλούτο ή -ακόμα χειρότερα- απατεώνες, διότι τον απέκτησαν να αθέμιτο τρόπο, τόσο περισσότερο ο μέσος ψηφοφόρος κλίνει να επιβάλει δρακόντεια φορολόγηση της περιουσίας τους και αυστηρές ρυθμίσεις στην επιχειρηματική τους δραστηριότητες.

 

Στην σημερινή Ρωσία π.χ. η προστασία της ιδιοκτησίας δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής, καθώς είναι πολυάριθμοι οι εξωφρενικά πλούσιοι ολιγάρχες της χώρας που θεωρείται πως απέκτησαν τα πλούτη τους με ύποπτο τρόπο. Έγιναν πλούσιοι γιατί ελίχτηκαν κατάλληλα στο πολιτικό σύστημα, όχι γιατί διαχειρίστηκαν σωστά τις επιχειρήσεις τους. Όταν η κυβέρνηση εξολοθρεύει κροίσους σαν τον Μιχαήλ Χοντορκόφκσι (Mikhail Khodorkovsky), ελάχιστοι διαμαρτύρονται. Καθώς οι πλούσιοι υποκλίνονται στην εξουσία για να προστατεύσει τις περιουσίες τους, εκλείπει κάθε σοβαρός έλεγχος της κρατικής αυθαιρεσίας. Η κυβέρνηση έχει ελεύθερο το πεδίο να γίνει πιο αυταρχική.

 

Έστω τώρα μια ανταγωνιστική κοινωνία με ελεύθερη αγορά, όπου ο καθένας είναι ελεύθερος να ανταγωνιστεί τους άλλους επί ίσοις όροις. Ένα τέτοιο σύστημα γενικά επιτρέπει στους πιο αποτελεσματικούς παίκτες να γίνονται πλουσιότεροι. Ο ισότιμος τρόπος με τον οποίο διεξάγεται το παιχνίδι του ανταγωνισμού εμπεδώνει το αίσθημα του δικαίου.

Επιπλέον, σε παρόμοιες συνθήκες δίκαιου ανταγωνισμού, η διαδικασία της «δημιουργικής καταστροφής» τείνει να εκμηδενίζει τον πλούτο των κληρονόμων που δεν διαχειρίζονται σωστά την περιουσία τους, αφήνοντας την θέση τους σε πιο δυναμικούς πλούσιους. Οι μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες που οικοδομούνται επί σειρά γενεών δεν προκαλούν τόσο την λαϊκή δυσαρέσκεια.

 

Επιπλέον, ο καθένας δικαιούται να ονειρεύεται πως μπορεί να γίνει πλούσιος. Όταν αυτή η επιθυμία θεωρείται ρεαλιστική, το σύστημα κερδίζει δημοκρατική νομιμοποίηση. Οι πλούσιοι, που απολαμβάνουν την λαϊκή αποδοχή, αξιοποιούν την ανεξαρτησία που συνοδεύει τον πλούτο τους ούτως ώστε να περιορίζουν την αυθαιρεσία του κράτους και να προασπίζουν έτσι την δημοκρατία. Ελεύθερη οικονομία και δημοκρατία αλληλοτροφοδοτούνται.

 

Αρκετά διαδεδομένη είναι η αντίληψη πως το δημοκρατικό σύστημα προασπίζει την ιδιοκτησία και την επιχειρηματικότητα διότι οι ψήφοι μπορούν να αγοράζονται και οι καπιταλιστές έχουν τα λεφτά που απαιτούνται για τον σκοπό αυτό. Αυτή η θεώρηση είναι πιθανότατα λανθασμένη. Όπως δείχνει η Ρωσία, χωρίς λαϊκή υποστήριξη ο πλούτος αναζητεί υποστήριξη σε διαρκώς περισσότερο αυταρχισμό. Όταν συμβαίνει αυτό, στο τέλος ελεύθερη οικονομία και δημοκρατία εξαφανίζονται.

 

Αλλά ας επιστρέψουμε στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Η πρόσφατη οικονομική κρίση, που συνοδεύτηκε από πελώρια πακέτα διάσωσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ήγειρε αμφιβολίες για το κατά πόσον αξιοκρατικός ήταν ο τρόπος με τον οποίοι απέκτησαν οι τραπεζίτες τις περιουσίες τους. Καθώς έβγαιναν στο φως τα παραστρατήματα των τραπεζιτών, το σύστημα έχασε την αξιοπιστία του.

 

Παράλληλα το «αμερικανικό όνειρο» μοιάζει να θαμπώνει και να γίνεται ουτοπικό, εν πολλοίς διότι η καλή μόρφωση, που ήταν το διαβατήριο προς την ευημερία, καθίσταται οικονομικά ανέφικτη για μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης. Όλα αυτά διαβρώνουν την λαϊκή υποστήριξη στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς.

 

Ο Ομπάμα το κατανοεί αυτό, πράγμα που εξηγεί την απήχησή του στην μεσαία τάξη και την εμμονή του να απευθύνεται σε αυτήν. Μπορεί έτσι να παριστάνει τον σημαιοφόρο της δημοκρατίας.

 

Από την άλλη, πολλοί πετυχημένοι ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρηματίες θεωρούν πως απέκτησαν αξιοκρατικά τα πλούτη τους. Αν και πλούσιοι, εργάζονται σκληρά και δυσανασχετούν με τις αυξανόμενες κρατικές ρυθμίσεις της δραστηριότητάς τους ή τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Νιώθουν να τους κατηγορούν γιατί είναι πετυχημένοι, και αντιδρούν σε αυτό. Ο Ρόμνεϊ κατανοεί πως η ισχύς της Αμερικής οφείλεται εν πολλοίς στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα.

 

Κανονικά δεν έπρεπε να υπάρχει χώρος για διαμάχη μεταξύ αυτών των αντιλήψεων. Η μάζα των ψήφων της μεσαίας τάξης θα τα σάρωνε όλα. Αλλά σήμερα η μεσαία τάξη είναι διχασμένη: άλλοι αγωνιούν πώς να προασπίσουν τα δικαιώματα και την περιουσία κατέχουν ήδη, και άλλοι επιθυμούν να τους παράσχει το κράτος περισσότερες ευκαιρίες. Επιπλέον η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου περί πολιτικών ενώσεων του 2010, σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις ή τα συνδικάτα μπορούν να χρηματοδοτούν τους υποψηφίους με απεριόριστα ποσά, ενισχύει τον Ρόμνεϊ πολύ περισσότερο από ότι τον Ομπάμα.

 

Όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, η ένταση μεταξύ δημοκρατίας και ελεύθερης οικονομίας που αναδεικνύεται στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης στις ΗΠΑ δεν προμηνύει τίποτα καλό, ούτε για την μια, ούτε για την άλλη. Μια ελεύθερη οικονομία που στηρίζεται αποκλειστικά στα λεφτά των εχόντων και κατεχόντων δεν διαθέτει σταθερότητα και είναι μάλλον αδύνατο να διατηρήσει επί μακρόν την ζωτικότητά της.

 

Αυτό που χρειάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι να αποκατασταθεί η δυνατότητα της μεσαίας τάξης να υλοποιήσει το «αμερικανικό όνειρο», ενώ θα εμπεδώνεται η ιστορική παράδοση της σχετικά περιορισμένης κρατικής παρέμβασης και της χαμηλής φορολόγησης που επέτρεψε στις αμερικανικές επιχειρήσεις να μεγαλουργήσουν. Το καλό είναι πως χάρη στη δημοκρατία η τρέχουσα αντιπαράθεση μπορεί να καταλήξει σε συμβιβασμό μεταξύ των αντιμαχομένων τάσεων. Τουλάχιστο ας το ελπίζουμε.

Ο Raghuram Rajan είναι οικονομολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου στο Σικάγο

(από www.ppol.gr)