«...Βομβαρδίζουν κατοικημένες περιοχές με βαρέλια-βόμβες, από αυτά που βάζουμε λάδι και πετρέλαιο. Τα γεμίζουν με εκρηκτικά και τα πετούν από ελικόπτερα πάνω σε πολυκατοικίες όπου μένουν άνθρωποι. Οταν εκρήγνυνται δεν μένει πέτρα πάνω στην πέτρα. Είναι ρωσική ”εφεύρεση” αυτοσχέδιας βόμβας, ιδιαίτερα καταστροφικής, που τη χρησιμοποιούν ευρέως για να κάνουν οικονομία στα πυρομαχικά».

«...Βομβαρδίζουν κατοικημένες περιοχές με βαρέλια-βόμβες, από αυτά που βάζουμε λάδι και πετρέλαιο. Τα γεμίζουν με εκρηκτικά και τα πετούν από ελικόπτερα πάνω σε πολυκατοικίες όπου μένουν άνθρωποι. Οταν εκρήγνυνται δεν μένει πέτρα πάνω στην πέτρα. Είναι ρωσική ”εφεύρεση” αυτοσχέδιας βόμβας, ιδιαίτερα καταστροφικής, που τη χρησιμοποιούν ευρέως για να κάνουν οικονομία στα πυρομαχικά».

Ο καλοντυμένος και καλογυμνασμένος νεαρός άνδρας που κάθεται απέναντί μου είναι υπαξιωματικός του συριακού στρατού που αυτομόλησε και αφού διέσχισε την Τουρκία πέρασε χωρίς δυσκολία από τα «αυστηρώς» φρουρούμενα σύνορά μας στον Εβρο και έφτασε στη Θεσσαλονίκη. Τον συνάντησα σε ένα διαμέρισμα στην Καλαμαριά, όπου φιλοξενείται από συμπατριώτες του που ζουν στην Ελλάδα και οι οποίοι τον βοήθησαν να φτάσει στη χώρα μας και να «αναπνεύσει ελεύθερα».

«Τα πράγματα θα χειροτερέψουν. Ο κόσμος είναι κατά του Ασαντ, αλλά υπάρχει φόβος. Κυβερνάει δικτατορικά μια μικρή ομάδα του κόμματος Μπάαθ, στις δημόσιες υπηρεσίες κυριαρχούν οι Αλεβίτες που έχουν όλα τα προνόμια, όλοι οι άλλοι υφίστανται τρομερή καταπίεση».

Σφοδρές μάχες

Δεν θέλει να αποκαλύψει την ταυτότητά του, γιατί, όπως λέει, θα υποστούν τις συνέπειες της λιποταξίας οι γονείς και τα αδέλφια του, που ζουν στην Λαττάκεια. Λέει μόνο ότι υπηρετούσε ως υπαξιωματικός της αεροπορίας σε στρατόπεδο της περιοχής της Χομς, προπύργιου των αντικαθεστωτικών. «Ζούσαμε με τον φόβο. Ημασταν περικυκλωμένοι από ομάδες μαχητών του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, όλη η περιοχή εκεί ήταν υπό την κυριαρχία της Αντίστασης. Γίνονται σφοδρές μάχες στη Χομς.

Οι συνθήκες στο στρατόπεδο ήταν άθλιες. Τα πηγάδια με το νερό στους γύρω λόφους ήταν δηλητηριασμένα, μας έδιναν φαγητό κάθε τέσσερις μέρες, κάποιες φορές τρώγαμε σάπιο κρέας. Μια μέρα μας επιτέθηκαν στο στρατόπεδο μονάδες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού. Πολεμήσαμε σκληρά, στο τέλος έφυγαν παίρνοντας μαζί τους δυο στρατιώτες αιχμαλώτους, τους οποίους απελευθέρωσαν αργότερα αφού πήραν λύτρα από συγγενείς τους. Οταν οι δύο επέστρεψαν στο στρατόπεδο, η διοίκηση τούς έκλεισε στη φυλακή γιατί, όπως είπαν, δεν αντιστάθηκαν και τους έπιασαν αιχμαλώτους».

«Μαθαίνατε τι γίνεται έξω από το στρατόπεδο;» τον ρωτάω. «Λίγα πράγματα, όταν λειτουργούσαν κάποια κινητά που είχαμε κρυφά. Οι αξιωματικοί μας μιλούσαν για τρομοκράτες που απειλούν να καταστρέψουν τη χώρα και τις οικογένειές μας».

Με σπουδές στα Οικονομικά, τις οποίες διέκοψε για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και να τις ολοκληρώσει μετά, ο νεαρός υπαξιωματικός, όπως λέει, είχε πλήρη επίγνωση ότι ζούσε σε ένα αυταρχικό καθεστώς, όπου ειδικά οι νέοι δεν είχαν καμία προοπτική. «Είχα αποφασίσει από καιρό να φύγω, αλλά φοβόμουν για τους γονείς μου. Αμα φύγει κάποιος κυνηγάνε τους δικούς του. Τους εξήγησα ότι δεν θέλω να υπηρετήσω και με κατανόησαν». Μαζί με ένα συνάδελφό του σχεδίασαν με κάθε λεπτομέρεια την απόδρασή τους από το στρατόπεδο και ένα μεσημέρι «σε ώρα χαλάρωσης» βγήκαν από τα συρματοπλέγματα και εξαφανίστηκαν στους γύρω λόφους, όπου κάτοικοι ενός χωριού τούς έφεραν σε επαφή με τις ένοπλες αντικαθεστωτικές ομάδες. «Αν μας έπιαναν την ώρα που φεύγαμε θα μας εκτελούσαν επιτόπου», λέει. «Εζησα με τους αντάρτες πολλές μέρες στο βουνό. Δεν πήρα όμως μέρος σε μάχες γιατί δεν είχαν όπλο να μου δώσουν...».

«Τι κατάσταση επικρατούσε στις γραμμές του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού, έχει ιεραρχία, καλό οπλισμό;» τον ρωτάμε. «Είναι οργανωμένοι, αλλά τελευταία άρχισαν να τρώγονται μεταξύ τους. Τα όπλα τους είναι κυρίως Καλάσνικοφ, ρώσικα αντιαρματικά και κάποια αντιαεροπορικά...». «Αληθεύει ότι μεταξύ των μαχητών πολεμούν και φανατικοί ισλαμιστές»; «Υπάρχουν κάποιες ακραίες ομάδες, όπως έχετε και εσείς εδώ τη Χρυσή Αυγή».

Eναντίον της βίας

Ο λιποτάκτης στρατιώτης δεν θα μείνει να πολεμήσει μέσα από τις γραμμές των αντικαθεστωτικών και αυτό όχι γιατί δεν είχε όπλο, κάτι που πιθανότατα θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν. «Δεν ήθελα να μείνω για να σκοτώσω, ούτε να σκοτωθώ. Είμαι εναντίον της βίας. Στην αρχή οι διαμαρτυρίες ήταν ειρηνικές με διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις κ.λπ. Μετά η κυβέρνηση τους ανάγκασε να πάρουν τα όπλα».

Με τη βοήθεια της αντίστασης πέρασε στην Τουρκία, με κίνδυνο, εάν τον έπιαναν, να τον κλείσουν σε καταυλισμό προσφύγων ή και να τον στείλουν πίσω. Χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, επιβιβάστηκε σε λεωφορείο και έφτασε χωρίς κανένα πρόβλημα στην Κωνσταντινούπολη όπου «υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά».

Ποια δουλειά ακριβώς; Πλήρωσε σε «κάποιους» το ποσό των 800 ευρώ και εκείνοι τον πέρασαν στην Ελλάδα, όπου στο ύψος της Ορεστιάδας τον παρέλαβαν συμπατριώτες του και τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη.

Τώρα ελπίζει να εγκριθεί η αίτησή του για χορήγηση πολιτικού ασύλου, καθώς, όπως λέει, έχει όλες τις προϋποθέσεις και σύντομα πρόκειται να αρχίσει μαθήματα ελληνικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο.

(από την εφημερίδα "Καθημερινή")