Τις τελευταίες ημέρες αναδύεται -όχι για πρώτη φορά- μία έντονη δυσοσμία πάνω από την πολιτική σκηνή, εξαιτίας των αβάσιμων ή όχι -επ’ αυτού θα αποφανθεί η δικαιοσύνη- καταγγελιών για την ηθική και την ακεραιότητα των πρωταγωνιστών του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτικού βίου της χώρας μας. Αναφέρομαι φυσικά στις φήμες περί παράνομου πλουτισμού και άλλων έκνομων πράξεων ηγετικών στελεχών κυρίως των δύο κομμάτων που εναλλάχθηκαν στην εξουσία τα τελευταία 37 χρόνια

Τις τελευταίες ημέρες αναδύεται -όχι για πρώτη φορά- μία έντονη δυσοσμία πάνω από την πολιτική σκηνή, εξαιτίας των αβάσιμων ή όχι -επ’ αυτού θα αποφανθεί η δικαιοσύνη- καταγγελιών για την ηθική και την ακεραιότητα των πρωταγωνιστών του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτικού βίου της χώρας μας.

Αναφέρομαι φυσικά στις φήμες περί παράνομου πλουτισμού και άλλων έκνομων πράξεων ηγετικών στελεχών κυρίως των δύο κομμάτων που εναλλάχθηκαν στην εξουσία τα τελευταία 37 χρόνια.

Δυστυχώς είναι απόλυτα παγιωμένη στους Ελληνες πολίτες η πεποίθηση ότι η κυριότερη αιτία διαφθοράς, δηλ. η εξαγορά και στην πλειονότητα των περιπτώσεων η ενεργητική δωροδοκία, αφορά σχεδόν το σύνολο του σύγχρονου πολιτικού κόσμου, του κόσμου αυτού που κατ’ εξοχήν ευθύνεται για την τραγική θέση στην οποία σήμερα βρίσκεται ο τόπος μας. Και αν φυσικά θεωρηθεί ως υπερβολική η παραπάνω απλουστευτική αντίληψη, εν τούτοις με εξαιρετική δυσχέρεια ανακαλούνται στη μνήμη μας παραδείγματα πολιτικών, που τελευτώντας τον πολιτικό και φυσικό τους βίο ήταν πένητες, κατά το κοινώς λεγόμενο «πέθαναν στην ψάθα». Και ακόμη πιο τραγικό -για να γίνει κατανοητή η αξιακή έκπτωση των ημερών- είναι το γεγονός ότι τέτοιοι μεγάλης εμβέλειας πολιτικοί υπήρξαν κάμποσοι στη νεότερη ελληνική ιστορία. Αναφέρομαι, για παράδειγμα, στα ονόματα του Αλεξάνδρου Μπαλτατζή, του Νικολάου Πλαστήρα, του Παναγή Παπαληγούρα και τόσων άλλων. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό είναι το παράδειγμα του «Μαύρου Καβαλάρη», ο οποίος πεθαίνοντας άφησε σαν υλική κληρονομιά στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του 216 δραχμές και ένα χαρτονόμισμα δέκα δολαρίων. Ούτε σπίτια, ούτε ακίνητα, ούτε καταθέσεις, παρά μόνο την προφορική του διαθήκη «όλα για την Ελλάδα».

Υπήρξαν, λοιπόν, πολιτικοί άνδρες που τίμησαν την Ελλάδα και την εμπιστοσύνη του λαού. Υπήρξαν, στην αρχαία Ελλάδα αλλά και τη νεοελληνική εποχή, άνδρες που άφησαν πνευματική παρακαταθήκη στους μεταγενεστέρους την αξία της με κάθε τρόπο προστασίας του δημοσίου συμφερόντος. Αξίζει, πιστεύω, να μνημονεύσουμε δύο σχετικές ρήσεις. Μια αρχαία ελληνική, ενός εκ των επτά σοφών της αρχαιότητας, του Βίαντος του Πριηνέως, «δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής μη πλουσιώτερον, αλλ’ ενδοξότερον γεγονέναι», και μια νεοελληνική, του Μπαλτατζή, «ορισμένοι πολιτικοί ζουν και μάχονται για την ιδεολογία τους και άλλοι ζουν και θησαυρίζουν από την ιδεολογία τους».

Ας αντλήσουν οι πολιτικοι άνδρες -και γυναίκες- παραδείγματα από την Ιστορία. Είναι αυτοί που θα έπρεπε πρώτοι απ’ όλους να απαιτούν μια γενναία και εκ βάθρων κάθαρση. Είναι εκείνοι που έχουν το μεγαλύτερο συμφέρον να στεγνώσει η λάσπη πάνω στον ανεμιστήρα -αν πρόκειται περί αυτού, όπως λένε αρκετοί- και να μην κοπεί ολοκληρωτικά το εξαιρετικά φθαρμένο πια νήμα της εμπιστοσύνης που συνέδεε την κοινωνία με τον πολιτικό κόσμο. Δυστυχώς, όπως σε κάθε είδους σχέση, αν επέλθει η ολοκληρωτική απώλεια της εμπιστοσύνης και της πίστης είναι αργά για διορθωτικές κινήσεις και για μετάνοιες.

Σήμερα, λοιπόν, που η χώρα δοκιμάζεται βάναυσα και που ο κίνδυνος ρήξης του κοινωνικού ιστού είναι παραπάνω από υπαρκτός, σήμερα που ένας ολόκληρος λαός μοιάζει να μην ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται, χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό, οφείλουν οι μπροστάρηδες να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Να υπερβούν εαυτούς, να κάνουν γενναίες παραδοχές και ακόμη πιο γενναίες επιλογές επιβάλλοντας μια συθέμελη, χωρίς περιορισμούς και υποκρισίες κάθαρση. Αλλιώς αυτή θα επιβληθεί όπως πάλι στη νεότερη πολιτική ιστορία έχει συμβεί με το Γουδί, το 1909. (Και η Ιστορία επίσης έχει δείξει ότι μετά το Γουδί ήρθε η δόξα των Βαλκανικών Πολέμων.)

Κι εμείς, ο λαός, από τη δική μας πλευρά να συνειδητοποιήσουμε ότι η καθαρότητα δεν μπορεί να επιβληθεί εάν δεν είναι χαρακτηριστικό όλης της κοινωνίας. Να παραδεχθούμε ότι μόνο εάν υπάρχει συλλογική και συνολική αποδοκιμασία της α-διαφάνειας, της αδικίας, της εκμετάλευσης και της ιδιοτέλειας, η κάθαρση θα γίνει συλλογική κατάκτηση με πραγματικό αντίκρισμα.

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 28/09/2012)