Στην εποχή μας και ιδίως στη Δύση κυριαρχεί μια αισιοδοξία και μια ευφορία αναφορικά με το μέλλον, παρά τα «πρόσκαιρα» οικονομικά προβλήματα. Θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς ακόμα και ως εμμονή, καθώς σε δημόσιους διαλόγους όπως το TED, αλλά και στον Τύπο, το διαδίκτυο και την βιβλιογραφία υπάρχουν μυριάδες τίτλοι που προδιαγράφουν ένα λαμπρό μέλλον που θα βασίζεται στην καινοτομία και την τεχνολογία. Πόσο ειρωνικό είναι όμως να κυριαρχεί αυτή η αισιοδοξία τη στιγμή που βιώνουμε την αλματώδη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και των ενεργειακών προϊόντων, τα οποία είναι οι στυλοβάτες της οικονομίας και της ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξης του πολιτισμού εν γένει;

Στην εποχή μας και ιδίως στη Δύση κυριαρχεί μια αισιοδοξία και μια ευφορία αναφορικά με το μέλλον, παρά τα «πρόσκαιρα» οικονομικά προβλήματα. Θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς ακόμα και ως εμμονή, καθώς σε δημόσιους διαλόγους όπως το TED, αλλά και στον Τύπο, το διαδίκτυο και την βιβλιογραφία υπάρχουν μυριάδες τίτλοι που προδιαγράφουν ένα λαμπρό μέλλον που θα βασίζεται στην καινοτομία και την τεχνολογία. Πόσο ειρωνικό είναι όμως να κυριαρχεί αυτή η αισιοδοξία τη στιγμή που βιώνουμε την αλματώδη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και των ενεργειακών προϊόντων, τα οποία είναι οι στυλοβάτες της οικονομίας και της ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξης του πολιτισμού εν γένει;

Θυμίζουμε ότι από το 2004 και μετά, η τιμή του πετρελαίου και αρκετών ακόμα σημαντικών εμπορευμάτων και τροφίμων έχει σημειώσει κατακόρυφη αύξηση σε σύγκριση με ότι ίσχυε στις προηγούμενες δεκαετίες, ακόμα και σε πραγματικές προσαρμοσμένες τιμές. Τι σημαίνει αυτό για την παγκόσμια οικονομία και κατά πόσο δικαιούμαστε να αισιοδοξούμε για τη συνέχεια;

Ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Δύση είναι ότι χαιρόμαστε που έχουμε όλοι iPhones κατασκευασμένα στην Κίνα, ενώ θα έπρεπε να μας προβληματίζει το γιατί πληρώνουμε ολοένα και περισσότερα λεφτά για τα καύσιμα και γιατί περιορίζεται διαρκώς η αγοραστική μας δύναμη. Αντίστοιχα, στην Ανατολή, συνεχίζει να υπάρχει ανάπτυξη και απασχόληση, αλλά έχει γίνει πλέον φανερό ότι το βιοτικό επίπεδο δεν θα φτάσει ποτέ στα επίπεδα των ανεπτυγμένων χωρών, λόγω της τραγικής υποβάθμισης του περιβάλλοντος και άλλων προβλημάτων.

Δυστυχώς, στον δημόσιο διάλογο της Δύσης έχει επικρατήσει ένας τεχνο-φετιχισμός και μια παράλληλη πίστη στις δυνατότητες της «φανταστικής» οικονομίας που αγνοεί παντελώς ότι οι πρώτες ύλες είναι αυτές που αποτελούν το καύσιμο του τεχνικού πολιτισμού και όχι το αντίθετο. Οι σημερινοί οικονομολόγοι θεωρούν λανθασμένα ότι η καινοτομία και η τεχνολογία σε συνδυασμό με την φανταστική οικονομία μπορούν επ’ αόριστον να αυξάνουν την παραγωγή των πρώτων υλών, μέσω της εφεύρεσης νέων τεχνικών όπως είναι για παράδειγμα το fracking στο φυσικό αέριο.

Τα θετικά αυτά παραδείγματα είναι όμως απλές εξαιρέσεις και συνήθως έχουν τοπικό χαρακτήρα, όχι παγκόσμιο. Και στην περίπτωση του πετρελαίου, η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών συνοδεύεται από ένα πολύ υψηλό κόστος που ανεβάζει την τιμή του βαρελιού διαρκώς. Μια πιο έντιμη κριτική θα ήταν να πούμε ότι η καινοτομία επιτρέπει στην παγκόσμια οικονομία να απολαμβάνει τις ίδιες ποσότητες πετρελαίου (και άλλων πρώτων υλών) όπως πριν, αλλά έναντι ενός ακριβότερου τιμήματος. Η επιλογή αυτή θεωρείται καλύτερη από το να αφήσουμε απλά την παραγωγή να συρρικνωθεί, συμπαρασύροντας μαζί της την ανάπτυξη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δικαιούμαστε να γιορτάζουμε. Ούτε θα πρέπει να αποτελεί αφορμή για να ατενίζουμε ένα τέλειο μέλλον με αφθονία και μηδενικά προβλήματα.

Στο κάτω-κάτω της γραφής, η ίδια η θέληση για ανάπτυξη της οικονομίας είναι που επιταχύνει την εξάντληση των πρώτων υλών του πλανήτη, οδηγώντας μοιραία στην αύξηση της τιμής τους και τελικά στην οικονομική συρρίκνωση.

Τι ήταν αυτό που άλλαξε τα τελευταία 10-15 χρόνια και οδήγησε τις τιμές του πετρελαίου από τα 20 δολάρια στα 120 δολάρια; Ο βασικός παράγοντας ήταν η ανάδειξη της Κίνας σε οικονομική υπερδύναμη, με ρυθμούς ανάπτυξης 8-10% κάθε χρόνο. Η ανοδική πίεση που ασκεί το Πεκίνο στις τιμές των εμπορευμάτων είναι τεράστια: Όπως σχολίασε το 2005 η Αν Κόριν, διευθύντρια στο Institute for the Analysis of Global Security, αναφερόμενη στην Κίνα και τις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, «η επιθυμία του ενός τρίτου του παγκόσμιου πληθυσμού να οδηγεί πλέον αυτοκίνητο αντί για ποδήλατο έχει πρωτοφανείς γεωπολιτικές συνέπειες».

Οι ακριβές πρώτες ύλες επηρεάζουν με μαθηματική ακρίβεια την οικονομία σε όλο της το μήκος και το πλάτος. Οδηγούν σε αύξηση της τιμής των τροφίμων, σε αύξηση του κόστους για όλες τις επιχειρήσεις, καθώς και σε παράπλευρες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες: Οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να γίνουν πιο σκληρές απέναντι στους εργαζόμενους προκειμένου να αντέξουν στην πίεση, με αποτέλεσμα να προκαλούνται κοινωνικές εντάσεις, μετακίνηση του κεφαλαίου προς ανατολάς και ανεργία. Αντίστοιχα, τα ακριβά τρόφιμα θεωρούνται από πολλούς αναλυτές ως βασική αιτία για το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης. Αξίζει να σημειώσουμε, επίσης, ότι σχεδόν όλες οι οικονομικές κρίσεις των τελευταίων 40 ετών επήλθαν αμέσως μετά από εκρήξεις της τιμής του πετρελαίου.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η απόσταση ανάμεσα στις ακριβές πρώτες ύλες και στις κοινωνικοπολιτικές εντάσεις είναι πράγματι πολύ μικρή σε έναν τόσο διασυνδεδεμένο κόσμο όπως ο σημερινός. Καλό είναι λοιπόν που και που να κοιτάμε πίσω από το πέπλο των κοντόφθαλμων « mainstream» οικονομικών αναλύσεων και να βλέπουμε τους πραγματικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την εξέλιξη της κοινωνίας μας.