Επί πολλές γενιές η πολιτική ισχύς στην Ελλάδα αποδιδόταν εν πολλοίς ως αποτέλεσμα μιας συναλλαγής: οι ψήφοι ανταλλάσσονταν έναντι θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα. Προκειμένου να προστατευθούν οι υπάλληλοι από την απόλυση όποτε θα καταψηφιζόταν το κόμμα-πάτρωνάς τους, οι θέσεις εργασίας τους κατοχυρώθηκαν με συνταγματικές ρυθμίσεις που τις καθιστούσαν σχεδόν ακλόνητες!

Επί πολλές γενιές η πολιτική ισχύς στην Ελλάδα αποδιδόταν εν πολλοίς ως αποτέλεσμα μιας συναλλαγής: οι ψήφοι ανταλλάσσονταν έναντι θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα. Προκειμένου να προστατευθούν οι υπάλληλοι από την απόλυση όποτε θα καταψηφιζόταν το κόμμα-πάτρωνάς τους, οι θέσεις εργασίας τους κατοχυρώθηκαν με συνταγματικές ρυθμίσεις που τις καθιστούσαν σχεδόν ακλόνητες!

 

Κι ενώ ήταν σχεδόν αδύνατο να απολυθεί ένας δημόσιος υπάλληλος, αυτό καθόλου δεν σταμάτησε τους πολιτικούς από το να προσλαμβάνουν ακατάπαυστα νέους οπαδούς τους, τροφοδοτώντας ένα υπερδιογκωμένο, αναποτελεσματικό και σπάταλο κράτος, που δεν λογοδοτεί πουθενά.

Όλα τα πολιτικά κόμματα, αυτά που συμμετέχουν στην κυβέρνηση όπως και εκείνα που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, τρέμουν στο ενδεχόμενο να απολέσουν την πολιτική στήριξη του ισχυρού εκλογικού μπλοκ των άνω των 700,000 δημοσίων υπαλλήλων -και των οικογενειών τους.

Έτσι σήμερα οι ιδιωτικοί υπάλληλοι που έχασαν την δουλειά τους είναι εφταπλάσιοι από τους δημόσιους. Αυτό αποδυναμώνει ολοένα τον ιδιωτικό τομέα, όπου η ανεργία πλέον κυμαίνεται στο 25%, την ίδια ώρα που αυτός καλείται να χρηματοδοτήσει με τους φόρους του τους μισθούς όσων δουλεύουν στο κράτος.

Η σημερινή κυβέρνηση, που αποτελείται από τα κόμματα της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και της «δημοκρατικής αριστεράς» (ΔΗΜΑΡ), αν και είναι αφοσιωμένη στον στόχο της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη, δεν κρύβει την νομιμοφροσύνη της στους οπαδούς της που δουλεύουν στο κράτος. Μόλις σχηματίστηκε η κυβέρνηση, τον περασμένο Ιούνιο, αμέσως διακήρυξε πως στόχος της ήταν «καμία επιπλέον περικοπή μισθών και συντάξεων» προσθέτοντας πως δεν πρόκειται να δεχθεί καμία απόλυση δημοσίου υπαλλήλου. 

Αυτό είναι ο λόγος που οι δανειστές της Ελλάδας, η τρόικα στην οποία συμμετέχουν η «ευρωπαϊκή επιτροπή» (Κομισιόν), η «ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα» (ΕΚΤ) και το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) κατέστησαν τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων όρο εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να παρασχεθεί στην Ελλάδα η επόμενη δόση του ογκωδέστερου προγράμματος διάσωσης στην παγκόσμια ιστορία. Αλλά η πολιτική πίεση στην κυβέρνηση παραμένει τεράστια. Πολλοί αναλυτές θεωρούν πως η ξαφνική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ -μιας ως πρόσφατα περιθωριακής ακροαριστερής ομάδας που πλέον έχει αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση- οφείλεται στην απόσυρση της εμπιστοσύνης εκ μέρους προνομιούχων κοινωνικών ομάδων προς τα κόμματα που προσπαθούν να μεταρρυθμίσουν την Ελλάδα. 

 

Η γιγάντωση του ελληνικού δημοσίου τομέα χρειάστηκε πολλές δεκαετίες για να ολοκληρωθεί, αλλά τα τελευταία χρόνια εξελίχτηκε με ακόμα εντυπωσιακότερους ρυθμούς. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα των Ζαρίφη Τζαννάτου και Γιάννη Μονογυιού, ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων πενταπλασιάστηκε μεταξύ 1970 και 2009, μια περίοδο όπου ετησίως αυξανόταν με μέσο όρο 4%. Την ίδια περίοδο η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε μόλις 27% -με μέσο όρο ετήσιας αύξησης μικρότερο του 1%. 

«Αντί να συρρικνώσουν τον υπερδιογκωμένο κρατικό μηχανισμό και να τον καταστήσουν αποτελεσματικότερο, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ ούτε που τον άγγιξαν» δήλωσε τον περασμένο Ιούνιο σε μια συνέντευξή του στην «Φρανκφούρτερ αλγκεμάινε» ο πρώην υπουργός οικονομικών Στέφανος Μάνος. 

Τα δύο κόμματα, που εναλλάσσονταν στην εξουσία επί δεκαετίες μετά το τέλος της στρατιωτικής διακυβέρνησης, το 1974, «αύξησαν την φορολογία σε επικίνδυνα επίπεδα και διακινδύνευσαν συνειδητά να βυθίσουν την χώρα σε ύφεση, προκειμένου να προστατεύσουν την πελατεία τους στους κρατικούς μηχανισμούς» επισήμαινε ο Μάνος. 

Σύμφωνα με τον «οργανισμό οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ) σε ορισμένες κρατικές υπηρεσίες το πλεονάζον προσωπικό υπερβαίνει το 50%. Από την άλλη, τα διευθυντικά επίπεδα είναι τόσο παραφουσκωμένα που η μία στις πέντε κρατικές υπηρεσίες δεν έχουν παρά μόνον προϊσταμένους και λιγότερες από 1 στις 10 έχουν πάνω από 20 υπαλλήλους. Οι αμοιβές καθορίζονται στη βάση του χρόνου προϋπηρεσίας και όχι της ικανότητας ή της αποτελεσματικότητας. 

Οι μισθοί στον δημόσιο τομέα ήταν κατά μέσο όρο μιάμιση φορές μεγαλύτεροι από ότι στον ιδιωτικό. Από το 2000 ως το 2009 οι κρατικές δαπάνες σε μισθούς και κοινωνικά επιδόματα αυξήθηκαν κατά 6.5% του ΑΕΠ, ενώ την ίδια περίοδο τα φορολογικά έσοδα μειώνονταν κατά 5%. Η λύση ήταν η αύξηση του δανεισμού. 

Η διαρκής σπατάλη πόρων στον δημόσιο τομέα συνέβαλε στις απώλειες στην ανταγωνιστικότητα και στις ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Σε μια περσινή έκθεσή του, το «παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ» κατέτασσε τους ελληνικούς κρατικούς οργανισμούς στην 84η θέση στον κόσμο, με την Γερμανία κα κατέχει την 13η θέση. 

Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων απορροφούν το 27% των συνολικών κρατικών δαπανών. Καθώς η κρίση επιδεινωνόταν, η Ελλάδα απαλλάχτηκε από ορισμένους δημοσίους υπαλλήλους, ως επί το πλείστον μέσω προώρων συνταξιοδοτήσεων, αλλά πέρσι απέτυχε να εφαρμόσει την λεγόμενη «εφεδρεία», που προέβλεπε την απόλυση ως και 300,000 δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα με την εθνική στατιστική αρχή της χώρας, από τον Δεκέμβριο του 2009 ο αριθμός των υπαλλήλων μειώθηκε κατά 12% στον δημόσιο τομέα, αλλά 55% στον ιδιωτικό. 

Οι οδυνηρές μειώσεις των μισθών, οι περικοπές συντάξεων και οι αυξήσεις της φορολογίας θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί αν συρρικνωνόταν το δημόσιο μόλις ξέσπασε η κρίση. Αν ο ρυθμός απολύσεων στο δημόσιο είχε διπλασιαστεί, η χώρα θα μπορούσε να βρίσκεται κοντά σε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς ήδη από το 2011 και κατά πάσα πιθανότητα θα τους είχε πετύχει το 2012. Το ασφαλιστικό σύστημα θα βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση και οι φορολογούμενοι δεν θα καλούνταν να πληρώσουν περισσότερους φόρους για μικρότερα εισοδήματα. 

Στο παρελθόν, ένας πιο παραγωγικός και δυναμικός ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε ίσως να αντιστάθμιζε την  οικονομική αιμορραγία του σπάταλου και άσωτου δημόσιου τομέα. Σήμερα όμως, η συνέχιση της υπεράσπισης του δημοσίου τομέα δεν μπορεί πια να αποτελεί επιλογή, καθώς αποβαίνει εις βάρος του υπόλοιπου ελληνικού πληθυσμού. 

Ο Γιάννης Σφακιανάκης είναι οικονομολόγος

(μτφρ. ppol.gr)