Αυτές τις ημέρες προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία του διαπρεπούς σκηνοθέτη Ιωάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Πρόκειται περί «μυθιστορηματικής» κατά κυριολεξίαν βιογραφίας του μεγάλου εθνικού ευεργέτη Ιωάννου Βαρβάκη, που έδρασε κατά τα τελευταία περίπου εξήντα χρόνια πριν από την δημιουργία ελευθέρου ελληνικού κράτους.

Αυτές τις ημέρες προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία του διαπρεπούς σκηνοθέτη Ιωάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Πρόκειται περί «μυθιστορηματικής» κατά κυριολεξίαν βιογραφίας του μεγάλου εθνικού ευεργέτη Ιωάννου Βαρβάκη, που έδρασε κατά τα τελευταία περίπου εξήντα χρόνια πριν από την δημιουργία ελευθέρου ελληνικού κράτους. 

Κάθε άλλο παρά άγνωστος (όπως κακώς αναφέρεται στο Διαδίκτυο) είναι ο Βαρβάκης στους Νεοέλληνες. Το Βαρβάκειον Λύκειον, που εδώ και πάρα πολλά χρόνια λέγεται «Βαρβάκειος Πρότυπος Σχολή», δεν θα επέτρεπε ποτέ μια τέτοια λήθη. Όλοι εμείς που είχαμε την τύχη να καθίσουμε στα θρανία του, θυμόμαστε ότι κάθε χρόνο τον Ιανουάριο (επέτειο θανάτου του), πηγαίναμε φορώντας τα γιορτινά μας στην Αγία Σωτήρα στην Πλάκα, όπου γίνονταν Θεία Λειτουργία και μνημόσυνο εις μνήμην του. Στις ακολουθίες εκείνες ιεροψάλτες ήταν τα μέλη της χορωδίας του Βαρβακείου (καθηγητές μουσικής κατά την δεκαετία 1950 – 1960 οι Ιωάννης Μαργαζιώτης και Ζαχαρίας Μικέδης). Τότε εψάλλετο και το «Ιωάννου Βαρβάκη, του αείμνηστου ευεργέτου και ιδρυτού Βαρβακείου Σχολής, αιώνια η μνήμη». 

Εν συνεχεία πηγαίναμε συντεταγμένοι στο Ζάππειο και καταθέταμε στεφάνι στον ανδριάντα του εθνικού ευεργέτη, ενώ επιτροπή πήγαινε και στο Α’ Νεκροταφείο. Όλοι επίσης θυμούνται, ότι οι φιλόλογοι καθηγητές της τρίτης γυμνασίου ζητούσαν από τους μαθητές τους να αποστηθίσουν το κείμενο της διαθήκης του Βαρβάκη, δια της οποίας προβλεπόταν η ίδρυση του Βαρβακείου. Αρκετοί θυμούνται ακόμη το κείμενο εκείνο. Όσο για την βιογραφία του, ήταν λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας.

Ο Βαρβάκης (Ιωάννης Ανδρεάδης ή Λεοντής ή Λεοντίδης ή Βαρβάκης) ήταν ένας Ψαριανός αγωνιστής της θάλασσας, ένας θαλασσόλυκος που από εμποροπλοίαρχος αλλά και πειρατής εναντίον οθωμανικών πλοίων, μεταβλήθηκε σε ναυμάχο που αγωνίστηκε στο πλευρό των Ρώσων κατά τον «Πρώτον Ρωσοτουρκικόν Πόλεμον – 1768-1774 μ.Χ. – (έληξε με την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καιναρτζή). Κορυφαία στιγμή κατά τον πόλεμο εκείνο ήταν η πυρπόληση του τουρκικού στόλου στον Τσεσμέ. Μετά τον πόλεμο, ο Βαρβάκης κατεστραμμένος οικονομικώς, χωρίς πλοίο και διωκόμενος από τους Τούρκους, επήγε (κατά την παράδοση πεζοπορώντας) στην Πετρούπολη, όπου κατόρθωσε να επιτύχει ακρόαση από την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’, ζητώντας της βοήθεια οικονομική. 

Η αυτοκράτειρα τον απεζημίωσε με ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν και του επέτρεψε την αλιεία στην Κασπία θάλασσα ατελώς. Ο Βαρβάκης εκμεταλλεύτηκε την ανέλπιστη τύχη του και σε λίγα χρόνια έγινε κάτοχος τεράστιας περιουσίας. Τα κέρδη του κυρίως οφείλονταν στην επιτυχή παραγωγή-συντήρηση-μεταφορά-εξαγωγή του χαβιαρίου. Τα χρήματα που κέρδισε διέθεσε για κοινωφελή έργα (Βαρβάκεια), τόσο στο Αστραχάν όπου είχε εγκατασταθεί στην αρχή (διάνοιξη διωρύγων, συγκοινωνιακά έργα κλπ), όσο και στο Ταιγάνιον όπου εγκαταστάθηκε το 1815 (κατασκευή όρμου, δημιουργία ναών και εκπαιδευτηρίων κλπ). Για την προσφορά του τιμήθηκε με διακρίσεις από Ρώσους ηγεμόνες και κυρίως από τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α’.

Μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης εβοήθησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο (χρήματα για εξαγορά αιχμαλώτων) και τους μαχόμενους Έλληνες (χρήματα-τρόφιμα-πολεμοφόδια). Κατά το τέλος του 1824 έφθασε στην Ελλάδα όπου έμεινε για λίγο διάστημα στην Μονεμβασία. Ο ιστοριοδίφης Λ. Ζώης αναφέρει ότι πρώτα έφθασε στην Ζάκυνθο και κατόπιν συνεννοήσεων με τους φιλικούς Ρώμαν, Στεφάνου και Δραγώνα ανεχώρησε για την Μονεμβασιά, το Ναύπλιο και την Σύρο. Απογοητευμένος από την καταστροφή της πατρίδας του (Ψαρά) και από τις εμφύλιες έριδες απεφάσισε να επιστρέψει στην Ρωσία μέσω Ζακύνθου-Τεργέστης. 

Ευρισκόμενος στο λοιμοκαθαρτήριο Ζακύνθου (λόγω ασθένειας του ή κατ’ άλλους κατά την καραντίνα του) προσεβλήθη από λοιμώδες νόσημα και απεβίωσε στις 13/25 Ιανουαρίου 1825. Πρόλαβε δια διαθήκης του να κληροδοτήσει στο ελληνικό έθνος το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του (μέριμνα και για την ίδρυση του «Βαρβάκειου»), το δε υπόλοιπο μέρος διέθεσε για την εξαγορά των εν αιχμαλωσία οικογενειών. Σήμερα τα οστά του αναπαύονται στο Α’ Νεκροταφείο.

Όλα τα ανωτέρω αποτελούν την καθαρή ιστορία. Βασιζόμενος ο κύριος Σμαραγδής στον ιστορικό καμβά δημιούργησε το έργο «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι». Δημιούργησε δηλαδή ένα γοητευτικό-ρομαντικό θρύλο, που εν πολλοίς δεν βλάπτει. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το καράβι του Βαρβάκη χρησιμοποιήθηκε ως «πυρπολικό» για την καταστροφή του τουρκικού στόλου. Δεν είναι επίσης βέβαιο ότι ο Βαρβάκης ενεκλείσθη στις τουρκικές φυλακές, απελευθερωθείς κατόπιν δωροδοκίας των υπευθύνων. Μάλλον έμεινε κρυμμένος στην ρωσική πρεσβεία της Κωνσταντινουπόλεως και μετά φυγαδεύτηκε από τον Ρώσο πρέσβυ στην Οδησσό. 

Εν συνεχεία, αν θεωρήσουμε ότι ο Ρώσος αξιωματούχος που υποδύεται ο Χ. Παπακαλιάτης είναι ο Γκριγκόρι Ποτέμκιν, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι η συμπεριφορά του απέναντι στον Βαρβάκη ήταν πολύ πιο τυπική, αυστηρή, ψυχρή από εκείνη της αυτοκράτειρας. Κι όμως, φαίνεται ότι αν ο Βαρβάκης κατάφερε ό, τι κατάφερε, το όφειλε κυρίως στην εύνοια του φιλελληνίζοντος Ποτέμκιν που συνάντησε μια-δυο φορές, πριν τελικώς γίνει δεκτός από την Αικατερίνη. Σημειωτέον ότι ο Ποτέμκιν είχε βοηθήσει και υποστηρίξει κι έναν άλλο μεγάλον Έλληνα θαλασσομάχο των χρόνων εκείνων, τον περίφημο Λάμπρο Κατσώνη.

Κατά τα άλλα, το αν ο Βαρβάκης ερωτεύθηκε μια πολύ μικρότερη του Ρωσίδα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία και μάλλον διανθίζει το έργο. Σίγουρα όμως, εάν ο Βαρβάκης αποξήρανε το έλος θα το έκανε μόνον για τον ρωσικό λαό που υπέφερε. Θα πρέπει να τονισθεί επίσης ότι ηχεί πολύ άσχημα στα αυτιά γνωριζόντων ελληνικά το του δασκάλου (Α. Σακελλαρίου) «τό ε δαι̃μον το ελεύθερον» αντί του ορθού « τ ε δαιμον τ λεύθερον». Από εκεί και πέρα ο σκηνοθέτης προσθέτει ως ειδικό effet μια φανταστική συνωμοσία των Ελλήνων ηγητόρων και των Άγγλων εις βάρος του Βαρβάκη (απλώς και μόνον επειδή ήταν ρωσόφιλος) με αντάλλαγμα την πρώτη δόση του δανείου. Δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω αν αυτό είναι μειονέκτημα. Φαίνεται όμως μειονέκτημα το ότι εκείνο που μένει για τον μέσο Έλληνα, είναι το ότι ο Βαρβάκης ήταν μάλλον ένας ιδιόρρυθμος και ρομαντικός πατριώτης παρά ένας μεγάλος εθνικός ευεργέτης.

(από την εφημερίδα "Εστία")