Το μεγάλο στοίχημα της χώρας είναι πλέον οι μεταρρυθμίσεις για να αλλάξει συθέμελα το οικονομικό μοντέλο που χρεοκόπησε. Και στο σημείο αυτό, το σύνολο του κομματικού συστήματος έχει αποτύχει διαχρονικά. Άρα τα δύσκολα, γίνονται τώρα ακόμα πιο δύσκολα. Όμως τα ερωτήματα δεν αφορούν μόνο την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από προβληματικούς εταίρους και άδειες κομματικές δεξαμενές σε ικανά στελέχη

Το μεγάλο στοίχημα της χώρας είναι πλέον οι μεταρρυθμίσεις για να αλλάξει συθέμελα το οικονομικό μοντέλο που χρεοκόπησε. Και στο σημείο αυτό, το σύνολο του κομματικού συστήματος έχει αποτύχει διαχρονικά. Άρα τα δύσκολα, γίνονται τώρα ακόμα πιο δύσκολα. Όμως τα ερωτήματα δεν αφορούν μόνο την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων από προβληματικούς εταίρους και άδειες κομματικές δεξαμενές σε ικανά στελέχη. Υπάρχει και ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα: Έχει η παρούσα κυβέρνηση εξηγήσει τι σημαίνουν επί της ουσίας οι μεταρρυθμίσεις; Πώς αλλιώς θα μπορέσει να φέρει στο πλευρό της την κοινή γνώμη;

Ας πάρουμε όμως το νήμα από την αρχή. Το οικονομικό μοντέλο της χρεοκοπίας μπορεί να χτίστηκε κυρίως τη μοιραία τετραετία 1981-1985, όμως συντηρήθηκε από αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις. Βρήκε ισχυρούς προστάτες στους κομματικούς μηχανισμούς, που με δεδομένες τις πελατειακές πρακτικές τους, είχαν κάθε λόγο να διαιωνίζουν ένα μεγάλο και σπάταλο δημόσιο τομέα, που αποδείχτηκε άπατο πηγάδι διαφθοράς. Όταν ξέσπασε η κρίση, έπρεπε λοιπόν να γίνουν γρήγορα βαθιές μεταρρυθμίσεις. Αυτές υποσχέθηκε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου στους εταίρους μας. Όμως δεν έγιναν ποτέ. Ενώ η ΝΔ του Σαμαρά, στη λαϊκιστική της φάση, αντιτάσσονταν ακόμη και στις ανεκπλήρωτες προθέσεις του Γιώργου Παπανδρέου.

Τις μεταρρυθμίσεις αυτές όφειλε το εγχώριο κομματικό σύστημα να τις προωθήσει από μόνο του. Αντ' αυτού σύρθηκε δυσφορώντας από τους δανειστές για να κάνει το αυτονόητο. Και εν τέλει τους εξαπάτησε. Δυστυχώς η τρόικα διέπραξε στο σημείο αυτό το σοβαρότερο ολίσθημά της, αδυνατώντας να αντιληφθεί το βάθος και το εύρος της ολέθριας σχέσης του εγχώριου κομματικού συστήματος με τον δημόσιο τομέα και τα συντεχνιακά παρακλάδια του. Γι' αυτό τώρα απαιτεί αυστηρότατους ελέγχους.

Η Μαρία Δαμανάκη, με την ευρωπαϊκή εμπειρία της, επαναλαμβάνει στο πλαίσιο αυτό μια μεγάλη αλήθεια: Ακριβώς επειδή δεν έγιναν οι μεταρρυθμίσεις, η λιτότητα υπήρξε ακόμη πιο σκληρή. Τιμωρήθηκε κυρίως ο ιδιωτικός τομέας, δηλαδή οι πολλοί, για να θωπευτεί η «πελατεία» των κομμάτων στον δημόσιο τομέα. Επίσης όπως έχει εξηγήσει ο Γιώργος Προβόπουλος, η απουσία μεταρρυθμίσεων βάθυνε την ύφεση.

Όλα αυτά, μας οδηγούν στη σημερινή πραγματικότητα. Θεωρητικά, οι μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να αποτελούν σημαντικό πολιτικό όπλο της τρικομματικής συμμαχικής κυβέρνησης. Άλλωστε, συντριπτικά ποσοστά ζητούν ιδιωτικοποιήσεις. Απαιτούν περιορισμό του αδηφάγου δημόσιου τομέα. Ζητούν απολύσεις. Παρ' όλα αυτά, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια κινδυνεύει να αποδειχθεί αχίλλειος πτέρνα σε δύο μέτωπα: Στο πρακτικό και το επικοινωνιακό. Ξεκινώντας από το επικοινωνιακό, είναι πρόδηλο πως οι μεταρρυθμίσεις έχουν ανάγκη από τη στήριξη της κοινής γνώμης, ειδικά σε χαλεπούς καιρούς και απέναντι στον ακραίο λαϊκισμό της αντιπολίτευσης. Από μόνη της βεβαίως, η επικοινωνία αποτελεί κενό γράμμα. Πρέπει να συνοδεύεται από βούληση και αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση.

Επειδή όμως η τριμερής κυβέρνηση δεν πάλλεται από μεταρρυθμιστικές προθέσεις, κινδυνεύει να χάσει την επικοινωνιακή μάχη, διότι δεν την δίνει καν! Όλο και περισσότεροι πολίτες αρχίζουν άλλωστε ήδη να θεωρούν τις μεταρρυθμίσεις ταυτόσημες απλώς με μια σκληρή λιτότητα. Ταυτόχρονα, απουσία κυβερνητικής συνοχής, ανεπαρκέστατοι υπουργοί, ιδεοληψίες κρατισμού, όλα αθροιστικά, προδικάζουν αναποτελεσματική υλοποίηση. Και άρα ακόμα μεγαλύτερη απαξίωση της όποιας μεταρρυθμιστικής προοπτικής. Αν συμβούν όλα τα παραπάνω, οι εξελίξεις θα είναι αμείλικτες: Χωρίς μεταρρυθμίσεις, η χώρα θα χάσει το παιχνίδι. Από χέρι.

(από την εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΑ", 24/11/2012)