Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση στην Ελλάδα ότι τα δεινά που περνά η χώρα δεν της αξίζουν. Είναι βασική ανθρωπιστική αρχή ότι (σχεδόν) κανείς δεν αξίζει να δεινοπαθεί και να βασανίζεται. Είναι όμως αλήθεια ότι η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας δεν ανταποκρίνεται σε θεμελιώδη της οικονομίας; Φταίνε για τα προβλήματά μας απλά τα δημοσιονομικά λάθη δύο - τριών κυβερνήσεων; Ή μήπως ευθύνονται οι ανεύθυνοι και ανάλγητοι χειρισμοί κάποιων ξένων; Ποια είναι τελικά η θέση που δικαιούται η Ελλάδα -ή έστω η ελληνική οικονομία- στον κόσμο;
Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση στην Ελλάδα ότι τα δεινά που περνά η χώρα δεν της αξίζουν. Είναι βασική ανθρωπιστική αρχή ότι (σχεδόν) κανείς δεν αξίζει να δεινοπαθεί και να βασανίζεται. Είναι όμως αλήθεια ότι η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας δεν ανταποκρίνεται σε θεμελιώδη της οικονομίας; Φταίνε για τα προβλήματά μας απλά τα δημοσιονομικά λάθη δύο - τριών κυβερνήσεων; Ή μήπως ευθύνονται οι ανεύθυνοι και ανάλγητοι χειρισμοί κάποιων ξένων; Ποια είναι τελικά η θέση που δικαιούται η Ελλάδα -ή έστω η ελληνική οικονομία- στον κόσμο;

Για να απαντήσουμε στην ερώτηση ποιο είναι το «δίκαιο» ή φυσικό επίπεδο της ελληνικής οικονομίας, είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε με άλλες οικονομίες. Φανταστείτε, ως πείραμα σκέψης, δύο οικονομίες που έχουν παραπλήσια θεμελιώδη, με την έννοια ότι έχουν παρόμοιο, δηλαδή, ανθρώπινο κεφάλαιο και φυσικές υποδομές, αποτελεσματικότητα κρατικής μηχανής, ποιότητα της γραφειοκρατικής ρύθμισης της αγοράς και ενεργητικότητα/καινοτομία των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Θα ισχυριζόταν κανείς ότι οι πολίτες σε αυτές τις δύο οικονομίες «δικαιούνται» να έχουν παραπλήσιο εισόδημα. Χρησιμοποιώ εισαγωγικά επειδή δεν μιλώ για δίκαιο με τη φιλοσοφική ή νομική έννοια, αλλά για εκείνο το επίπεδο που μπορούν να στηρίξουν μακροπρόθεσμα τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της οικονομίας.

Βραχυπρόθεσμα το εισόδημα μιας χώρας δεν εξαρτάται, βέβαια, μόνο από τα θεμελιώδη. Πρόσκαιρες χρηματοοικονομικές αναταράξεις, ιστορικά ατυχήματα (όπως ένα καταστροφικό παρελθόν κομμουνιστικού κεντρικού σχεδιασμού), η γεωγραφική θέση της χώρας και άλλοι εξωγενείς παράγοντες μπορεί να κρατάνε μια χώρα μακριά από το φυσικό της εισόδημα. Αλλά υπάρχει μια μακροπρόθεσμη τάση, ειδικά σε εποχές που το κεφάλαιο είναι ελεύθερο, τα σύνορα πέφτουν και οι αποστάσεις μικραίνουν, οι χώρες να τείνουν προς το εισόδημα που τους είναι φυσικό. Αυτό σημαίνει ότι χώρες που είναι δυσανάλογα φτωχές σε σχέση με τα θεμελιώδη τους, όπως η ρημαγμένη μετα-Χιτλερική Γερμανία του 1945 ή η ημικατεστραμμένη από τα Μαοϊστικά πειράματα Κίνα του 1978, θα τείνουν να πλουτίσουν σχετικά γρήγορα. Από την άλλη, υπάρχουν και χώρες που είναι δυσανάλογα πλούσιες λόγω πρόσκαιρων ευνοϊκών συνθηκών για τα εξαγώγιμα προϊόντα τους (βλ. Αργεντινή και βοδινό ή χώρες του ΟΠΕΚ και πετρέλαιο), σημαντικού εξωτερικού δανεισμού ή επιδοτήσεων. Αυτές οι χώρες μακροπρόθεσμα θα βλέπουν το οικονομικό τους επίπεδο να πέφτει σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Διαβόητο το παράδειγμα της Αργεντινής, που ενώ το 1900 ήταν εκ των 10 πλουσιότερων χωρών στον κόσμο, σήμερα πέφτει πίσω από την Τουρκία και τη Χιλή.

Τι είναι η Ελλάδα λοιπόν, αδίκως καταφρονεμένη Ψωροκώσταινα που όταν την αφήσουν να αναπνεύσει θα οδεύσει για οικονομικά μεγαλεία, ή ο ανεπρόκοπος ανιψιός που κατά τύχη κληρονόμησε μια περιουσία και καταβροχθίζοντάς την βυθίζεται προς τον πάτο; Εντυπωσιακή σύγκριση προσφέρει η Ν. Κορέα. Σε επίσκεψή μου το 2008, απορούσα πώς γίνεται αυτή η χώρα, με τις γυαλιστερές υποδομές, την τεχνοφιλία της, μια κρατική μηχανή μάλλον αντάξια της Κεντροβόρειας Ευρώπης και τερατώδεις καινοτόμες επιχειρήσεις όπως Σάμσουνγκ και Χιουντάι, να έχει εισόδημα χαμηλότερο από την Ελλάδα; Η απορία απαντήθηκε από τη μετέπειτα πορεία των δύο αυτών οικονομιών (Ελλάδα ύφεση κάπου 20%, Κορέα άνοδος πάνω από 11%).

Πέρα από την περιπτωσιολογία, ας αποπειραθούμε να μετρήσουμε τα θεμελιώδη της Ελλάδας και συγκρίσιμων οικονομιών, πέρα από τα γνωστά προβλήματα στα δημόσια οικονομικά μας. Σύνηθες να βλέπουμε την Ελλάδα ουραγό σε διάφορους δείκτες. Ισως δεν έχουμε προσέξει όμως πως πολλά από τα θεμελιώδη της χώρας μας υπολείπονται όχι μόνο των συνήθων υπόπτων (π.χ. ΗΠΑ, Γερμανία) αλλά και χωρών που είναι φτωχότερες! Σύμφωνα με μελέτη της Μακ Κινζι με στοιχεία προ κρίσης, το ΑΕΠ ανά εργαζόμενο της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ήταν σχεδόν 40.000 δολάρια, έναντι 66 χιλιάδων στις ΗΠΑ, 32 περίπου χιλιάδων σε Σλοβακία και Πορτογαλία, 25 σε Πολωνία και Ουγγαρία, 20 στο Μεξικό. Ολες αυτές οι χώρες όμως είχαν λιγότερο ασφυκτική ρύθμιση στην αγορά αγαθών! Ο σχετικός δείκτης ήταν 2,4 στην Ελλάδα, έναντι 1,9 στο Μεξικό, 1,3 στην Ουγγαρία και 0,8 στις ΗΠΑ.

Παρομοίως, το ελληνικό κράτος ξόδευε μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ από ευρωπαϊκές χώρες που είναι σημαντικά πλουσιότερες, όπως Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Νορβηγία και Γερμανία. Σε όλες αυτές τις χώρες όμως τα οφέλη της κρατικής δραστηριότητας ήταν σημαντικά υψηλότερα.

Η υπερ-ρύθμιση της αγοράς και η κρατική αναποτελεσματικότητα/παρεμβατικότητα πιθανότατα ευθύνονται και για το πολύ μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων. Περίπου μία στις τρεις μεταποιητικές επιχειρήσεις απασχολούσαν κάτω των 9 υπαλλήλων, έναντι 20% στη (φτωχότερη) Πορτογαλία, 14% στην Ισπανία και μόλις 5% στη Γερμανία. Ο κατακερματισμός της παραγωγής μας κοστίζει ακριβά: οι επιχειρήσεις 0-9 ατόμων παράγουν 61% λιγότερη αξία από επιχειρήσεις 250+ ατόμων. Το συνολικό αποτέλεσμα φαίνεται ξεκάθαρα στην παραγωγικότητα της εργασίας. Ενώ το ΑΕΠ κ.κ. της Ελλάδας το 2009 υπολειπόταν του αμερικανικού κατά 15%, η παραγωγικότητα της εργασίας υπολειπόταν κατά 19%. Αυτό σημαίνει ότι επειδή είμαστε τόσο λίγο παραγωγικοί, αναγκαζόμαστε να εργαζόμαστε περισσότερες ώρες - και παρ’ όλα αυτά το τελικό προϊόν που παράγουμε είναι χαμηλότερο. Αντιθέτως στον πυρήνα της Ευρώπης η παραγωγικότητα της εργασίας είναι τόσο υψηλή (μόλις 2% κάτω από των ΗΠΑ), που έχουν το περιθώριο να εργάζονται σημαντικά λιγότερο από τους Ελληνες και πάλι να παράγουν πολύ περισσότερο.

Δυσκολεύεται τελικά να βρει κανείς θεμελιώδες χαρακτηριστικό της προ κρίσης Ελλάδας που να μην υστερεί σε σχέση με το εισόδημά μας. Με λίγα λόγια, η εντύπωση του Ελληνα επισκέπτη σε πιο ευνομούμενες/καλορυθμισμένες χώρες της Ευρώπης ή της Απω Ανατολής επιβεβαιώνεται από τους αριθμούς: η Ελλάδα ήταν μία από τις πιο φτωχές χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου που ζούσε σαν να ήταν από τις πλούσιες. Πέρα από τα διεθνή πολιτικά παιχνίδια της κρίσης, πρέπει να έρθουμε στην απλή διαπίστωση: αν θέλουμε μακροπρόθεσμα να γυρίσουμε στη σχετικά υψηλή θέση που είχαμε πριν, πόσω μάλλον για να συγκλίνουμε με τον ευρωπαϊκό πυρήνα, έχουμε πολύ δρόμο και βαθιές μεταρρυθμίσεις μπροστά μας.

* Ο κ. Γεωργανάς διδάσκει Εφαρμοσμένη Θεωρία Παιγνίου στο University of London-Royal Holloway/Γράφει στο anamorfosis.net/blog

(από την εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 16/12/2012)