Μειώνονται οι απώλειες στην αγορά του πετρελαίου θέρμανσης, η οποία τους δύο πρώτους μήνες της χειμερινής περιόδου, στην ουσία είχε νεκρωθεί. Η μείωση της ζήτησης κατά 80%-90% τον περασμένο Οκτώβριο και Νοέμβριο, τις τελευταίες μέρες διαμορφώνεται σε 55%-60%. Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, σε καμία περίπτωση η αγορά αυτή, που απορροφούσε περίπου το 25% του συνολικού όγκου, δεν πρόκειται να επιστρέψει στα επίπεδα των προηγούμενων χρόνων, πριν δηλαδή την εξίσωση

Μειώνονται οι απώλειες στην αγορά του πετρελαίου θέρμανσης, η οποία τους δύο πρώτους μήνες της χειμερινής περιόδου, στην ουσία είχε νεκρωθεί. Η μείωση της ζήτησης κατά 80%-90% τον περασμένο Οκτώβριο και Νοέμβριο, τις τελευταίες μέρες διαμορφώνεται σε 55%-60%.

Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, σε καμία περίπτωση η αγορά αυτή, που απορροφούσε περίπου το 25% του συνολικού όγκου, δεν πρόκειται να επιστρέψει στα επίπεδα των προηγούμενων χρόνων, πριν δηλαδή την εξίσωση.

Οι επιπτώσεις της εικόνας αυτής, είναι πιο έντονες στους τελευταίους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας, δηλαδή πρατήρια που διανέμουν πετρέλαιο θέρμανσης και μεταπωλητές αποκλειστικά πετρελαίου θέρμανσης.

Οι τελευταίοι αποτελούν την επαγγελματική κατηγορία που έχει υποστεί τη μεγαλύτερη ζημιά, καθώς η διάθεση αυτού του τύπου καυσίμου είναι η αποκλειστική δραστηριότητα.

Εκτός από τη μείωση της ζήτησης, οι μεταπωλητές έχουν υποστεί επιπτώσεις από την στροφή καταναλωτών απ’ ευθείας στις εταιρείες εμπορίας για την προμήθεια πετρελαίου θέρμανσης, προκειμένου να διασφαλίσουν εγγυήσεις για ακριβείς παραδόσεις.

Οι περισσότερες από τις τελευταίες, χρησιμοποιούν για τη διανομή δικό τους προσωπικό και ιδιόκτητα βυτιοφόρα, εφαρμόζουν συστήματα ελέγχου της ποσότητας που παραδίδεται, ενώ κάνουν και ευκολίες στην πληρωμή.

Τα διυλιστήρια

Σε ό,τι αφορά στα αρχικά στάδια προμήθειας και διακίνησης, κατά κύριο λόγο διυλιστήρια, πηγές των Ελληνικών Πετρελαίων με τις οποίες μίλησε το Εuro2day.gr, επισήμαιναν τα εξής:

Κατ’ αρχήν η μείωση της ζήτησης στο θέρμανσης, ουδόλως επηρέασε το βαθμό απασχόλησης των τριών διυλιστηρίων του ομίλου στην Ελλάδα, καθώς η παραγωγή τους είναι προσανατολισμένη στο ντίζελ κίνησης.

Οι ποσότητες πετρελαίου θέρμανσης που διακινεί ο όμιλος, (αλλά και ορισμένες εμπορικές εταιρείες), εισάγονται, καθώς αυτό έχει διαφορετικές προδιαγραφές από το κίνησης, ενώ οι διεθνείς τιμές στον τύπο αυτό πετρελαίου ευνοούν τις εισαγωγές.

Σε ελάχιστες έκτακτες περιπτώσεις και μόνο για μικρό χρονικό διάστημα τα διυλιστήρια των ΕΛΠΕ προχώρησαν στην παραγωγή πετρελαίου θέρμανσης. Το όλο θέμα δε, αντιμετωπίζεται με όρους διασφάλισης του ομαλού εφοδιασμού της αγοράς και επίτευξης του μέγιστου οφέλους για τον όμιλο.

Ετσι η όποια μείωση στην κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης, είχε επιπτώσεις έμμεσες με την απώλεια όγκων σε πωλούμενα καύσιμα και απώλεια των εμπορικών περιθωρίων που αντιστοιχούν στις ποσότητες αυτές. Όχι όμως και στον βαθμό απασχόλησης των παραγωγικών μονάδων.

Σύμφωνα με χρηματιστηριακούς αναλυτές, έμμεσες είναι οι επιπτώσεις (κυρίως στις πωλήσεις των θυγατρικών-συνδεδεμένων εμποριών Shell, Avin και Cyclon) και στην περίπτωση της Motor Oil. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, η μεγάλη ευελιξία του διυλιστηρίου και οι υψηλές εξαγωγικές του επιδόσεις είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν με αρκετά ικανοποιητικό τρόπο μια πτώση της ζήτησης στην εγχώρια αγορά.

Πολύ περισσότερο άλλωστε επηρεάζεται η κερδοφορία των δύο διυλιστηρίων από άλλους παράγοντες, όπως η πορεία των τιμών του αργού πετρελαίου (κέρδη ή ζημιές αποθεμάτων) και η διακύμανση των περιθωρίων διύλισης από έτος σε έτος.


Οι εταιρείες εμπορίας

O διευθύνων σύμβουλος της Revoil κ. Γεώργιος Ρούσσος μιλώντας στο Euro2day.gr, ανέφερε πως κατά τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο η πτώση στο πετρέλαιο θέρμανσης ήταν 90%, 80% και 70%, αντίστοιχα, όταν κατά την ίδια περίοδο η αύξηση στο πετρέλαιο κίνησης ήταν 10%-15% μηνιαίως.

Αυτό συνέβη γιατί πατάχθηκε πλήρως το λαθρεμπόριο που συνέβαινε στο συγκεκριμένο κομμάτι της αγοράς. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Ρούσσο η Πολιτεία θα πρέπει να εστιάσει τώρα το ενδιαφέρον της προκειμένου να κλείσουν οι δίοδοι των λαθρεμπόρων και στο ναυτιλιακό καύσιμο.

Τέλος, κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους, οι βενζίνες παρουσιάζουν πτώση μεταξύ του 15%-18% σε σχέση με πέρυσι.

Σε ότι αφορά τώρα ειδικότερα τη Revoil, οι επιδόσεις είναι καλύτερες κατά περίπου 10% σε σχέση με την αγορά και αυτό οφείλεται στη διεύρυνση των μεριδίων που συνεχίζει να επιτυγχάνει η εισηγμένη εταιρεία.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μείωση της ζήτησης επηρεάζει και για έναν ακόμη λόγο αρνητικά τις εμπορικές εταιρείες του κλάδου, πέρα από τη μείωση των πωλήσεων: αυξάνεται ο κίνδυνος βιωσιμότητας των συνεργαζόμενων πρατηρίων τους, άρα και η πιθανότητα επισφαλειών.

O διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΙΝΟΪΛ κ. Γιάννης Αληγιζάκης, δηλώνει στο Euro2day.gr, πως «το 2013 είναι χρονιά εξαιρετικά απρόβλεπτη καθώς αφενός υπάρχει μια συνεχιζόμενη αρνητική τάση η οποία οφείλεται στην δραματική κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία μας σήμερα, αφετέρου σταδιακά εμφανίζονται θετικοί παράγοντες όπως η προσδοκώμενη αύξηση της τουριστικής κίνησης, οι αποκρατικοποιήσεις και η γενικότερη βελτίωση του διεθνούς κλίματος σε σχέση με την Ελλάδα.

Ελπίδα όλων είναι η βελτίωση του οικονομικού κλίματος να αρχίσει να φαίνεται το δεύτερο εξάμηνο του 2013 όμως μοιάζει σχεδόν βέβαιο ότι πριν δούμε την όποια ανάκαμψη θα δούμε μια περεταίρω επιδείνωση.

Ηδη, στον χώρο των πετρελαιοειδών η μείωση των πωλήσεων στην τριετία 2010–2012 ήταν της τάξεως του 25%, ενώ για το 2013 οι εκτιμήσεις συντείνουν σε επιπλέον πτώση κατά 1% σε σχέση με το 2012.

Σε αυτό το νέο τοπίο που διαμορφώνεται, η διοίκηση της ΕΛΙΝΟΪΛ έχει χαράξει τη στρατηγική της με βασικούς άξονες τη διατήρηση της ρευστότητας, την επιλεκτική ανάπτυξη μέσω δραστηριοποίησης σε νέες αγορές και την περαιτέρω μείωση του λειτουργικού κόστους έχοντας πάντα ως ζητούμενο να μείνει ανεπηρέαστη η αποτελεσματικότητα και η ικανότητα της να προσφέρει άριστης ποιότητας καύσιμα και άψογη εξυπηρέτηση στους πελάτες της.

Η εταιρεία συνεχίζει την ίδια προσεκτική εμπορική πολιτική με έμφαση στις υγιείς συνεργασίες ενώ αναζητά ευκαιρίες για ακόμη μεγαλύτερη αξιοποίηση των εγκαταστάσεων αποθήκευσης καυσίμων όσο και των θαλάσσιων μεταφορικών μέσων που διαθέτει.

Παράλληλα, έχει θέσει σε λειτουργία όλους τους κατάλληλους μηχανισμούς για τον περιορισμό της έκθεσης σε πιστωτικούς κινδύνους και την ελαχιστοποίηση των επισφαλειών.

Η αβεβαιότητας που διακρίνει την Ελληνική οικονομία σήμερα καθιστά εξαιρετικά δύσκολο τον μακροχρόνιο σχεδιασμό, όμως η στρατηγική που έχει εφαρμόσει η ΕΛΙΝΟΪΛ έως σήμερα την έχει θωρακίσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό απέναντι στην κρίση, καθιστώντας την έτοιμη να πρωταγωνιστήσει και τη νέα χρονιά».

(από www.euro2day.gr, 21/01/2013)