Του Γιαννη Κοτοφωλου
Κατώτερο των προσδοκιών θεωρείται το έργο που παρουσίασε στο επίπεδο της οικονομίας η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, σχεδόν ένα χρόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας. Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν πως η κυβέρνηση δεν προχώρησε στο διάστημα αυτό σε αποφάσεις–τομές που θα μπορούσε ήδη να έχει να αναλάβει και, κυρίως, ότι δεν μπόρεσε να μεταδώσει ένα ισχυρό μήνυμα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Της καταλογίζουν, συγκεκριμένα, έλλειψη αποφασιστικότητας στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων και παράλληλα περιορισμένη φαντασία σχετικά με τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η ελληνική οικονομία την επόμενη πενταετία. Ακόμη και για προβλήματα κρίσιμα, που η ίδια στις προγραμματικές της δηλώσεις προσδιόρισε ως μείζονος σημασίας για την αναβάθμιση και την ανταγωνιστικότητα, όπως για παράδειγμα η παιδεία και η «επανίδρυση» του κράτους, δεν πραγματοποιήθηκε κανένα βήμα, όλα επί της ουσίας παρέμειναν υποσχέσεις ή θίγονται με έναν τρόπο που αποκαλύπτει πολύ περιορισμένη διάθεση ανατροπών. Κι όμως... Και στους δύο αυτούς τομείς, ο κόσμος της αγοράς περίμενε πάρα πολλά πράγματα από τη νέα κυβέρνηση. Διότι, η διαφορά στην αξιολόγηση και την επίλυση των δύο συγκεκριμένων προβλημάτων, όχι απλώς προσδιορίζει τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον, αλλά συνδέεται άμεσα με την κατάκτηση μιας ποιότητας της ελληνικής κοινωνίας κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ειδικότερα όσον αφορά το θέμα της μεταρρύθμισης του κρατικού μηχανισμού, ο κόσμος της αγοράς δηλώνει σχεδόν απογοητευμένος από τα έως τώρα πεπραγμένα, με το δεδομένο ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των επιχειρηματικών σχεδίων, την υποδοχή των επενδύσεων κ.λπ. Η εικόνα και η πραγματικότητα εξακολουθούν να είναι απολύτως ίδιες με αυτές των προηγούμενων χρόνων, που μας οδήγησαν, με βάση τα στοιχεία των διεθνών οργανισμών, σε μια από τις κατώτερες κλίμακες από πλευράς αντιπαραγωγικότητας και επιπέδου διαφθοράς του κρατικού μηχανισμού. Αλλά έτσι βεβαίως, δουλειά δεν γίνεται. Ούτε οι εγχώριες επιχειρήσεις μπορούν να εξακολουθούν να συναλλάσσονται με ένα ανατολίτικο σύστημα, χάνοντας απίστευτο χρόνο και χρήματα, ούτε ακόμη περισσότερο οι ξένες επιχειρήσεις πρόκειται να πλησιάσουν για σημαντικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Οι ευκαιρίες που παρέχονται πλέον δίπλα από τα ελληνικά σύνορα είναι πολλές και μπορούν πολύ ευκολότερα να τις αξιοποιήσουν. Και το πράττουν. Ελληνες και ξένοι. Χαρακτηριστικό είναι ότι το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο δείχνει να έχει παντελώς εγκαταλείψει την ελληνική οικονομία ως χώρο άμεσων επενδύσεων, στρεφόμενο προς τις φιλικότερες στην επιχειρηματικότητα χώρες της κεντρικής Ευρώπης (Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία κ.λπ.) ή ακόμη στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, οι οποίες με τον τρόπο αυτό αυξάνουν την ανταγωνιστικότητά τους και σε λίγα χρόνια θα ανταγωνίζονται τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας. Διότι, χωρίς εγχώριες και ξένες μεγάλες επενδύσεις, δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και πρόοδος της οικονομίας σε βάθος χρόνου. Συνεπώς ούτε θέσεις εργασίας και ευήμερο μέλλον από πλευράς εισοδήματος. Το τρίτο κοινοτικό πακέτο, το οποίο λειτούργησε σαν αερόστατο για την ελληνική οικονομία τα προηγούμενα χρόνια, σε λίγο θα εξαντληθεί. Και η κυβέρνηση δεν δείχνει να γνωρίζει σήμερα, τον τρόπο που θα προσελκύσει τα ιδιωτικά κεφάλαια, τα οποία αναγκαστικά θα πρέπει να το αντικαταστήσουν ως κινητήριο καύσιμο της οικονομίας. Αναπτυξιακή πνοή και σχέδιο δεν φαίνεται να υπάρχουν. Πολλά παράπονα διατυπώνονται επίσης για την αδυναμία της κυβέρνησης να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη πολιτική, με άξονα την ενίσχυση της χαμηλής ανταγωνιστικότητας που εμφανίζει η ελληνική οικονομία. Το ασφαλιστικό πρόβλημα, για παράδειγμα, η κυβέρνηση δεν τολμάει να το αγγίξει, παρά τις συστάσεις που ανά δίμηνο περίπου της γίνονται από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς και την Κομισιόν, ενώ το πρόβλημα της ευελιξίας στην αγορά εργασίας το εξοβελίζει, ακόμη και όταν το ανοίγουν οι διορισμένοι από την ίδια διοικητές των μεγάλων κρατικών οργανισμών. Ουδείς όμως στην αγορά μπορεί να καταλάβει έτσι ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις της κυβερνητικής πολιτικής και εάν τελικά πρόκειται να αλλάξει κάτι στο μέλλον. Τι επενδύσεις να σχεδιάσει έτσι; Oπως το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, τον πιο κρίσιμο ίσως μοχλό για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Μήπως γνωρίζει κάποιος ποια είναι η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος επί του θέματος; Oχι. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Βεβαίως. Το καταγράφει κάθε μήνα ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος, τον οποίο ανακοινώνει το ΙΟΒΕ σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: Ραγδαία πτώση… Ακόμη και στο θέμα της αξιοποίησης των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, ο επιχειρηματικός κόσμος πιστεύει ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να ήταν καλύτερα προετοιμασμένη και να είχαν ήδη εκδηλωθεί οι πρώτες κινήσεις. Η ανησυχία σχετικά με την αποτελεσματικότητα των σχεδίων που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας δεν είναι μικρή, ειδικά για μια τόσο μεγάλης κλίμακας εθνική επένδυση. Και ένας χρόνος στη διακυβέρνηση της χώρας, για ένα κόμμα εξουσίας, δεν είναι λίγος. (Από την Καθημερινή, 20/2/05)