Γράφει ο Β.Ι. Κοραχάης
Για ποιόν χωρισμό της Εκκλησίας και του Κράτους μιλάμε; Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει ειλικρινή βούληση και από τις δύο πλευρές, ώστε να βρεθεί η «χρυσή τομή» για την αναθεώρηση όλων των κανόνων που διαπλέκουν αφεύκτως τις σχέσεις των ενδιαφερομένων μερών. Αλλά το πρόβλημα είναι μέγα και εθνικό. Αρα, χρειάζεται για να επιλυθεί χρόνον πολύν και περίσκεψη και νουν ακόμη περισσότερο. Διότι οσάκις η Πολιτεία το επιχείρησε, το εγκατέλειψε, όπως ακριβώς το είχε αρχίσει. Το 1982, η υπόθεση «ναυάγησε», με το ζήτημα του πολιτικού γάμου, οπότε καθιερώθηκε ως ισοδυναμία του θρησκευτικού με τον πολιτικό γάμο, με αποτέλεσμα η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών να ταχθεί υπέρ του πρώτου. Τον Φεβρουάριο του 1988, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ έκαναν λόγο για έναν ενδεχόμενο χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας με αφορμή το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά και τότε τίποτε δεν προχώρησε, παρ’ όλον ότι είχε συγκροτηθεί και Ειδική Επιτροπή. Η Επιτροπή κατέληξε σε μια εισήγηση που ουσιαστικά διατηρούσε τα πράγματα στα παραδοσιακά πλαίσια της «νόμω κρατούσης Πολιτείας». Ηταν προφανές ότι η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν ήθελε με κανένα τρόπο να αναλάβει το πολιτικό κόστος του χωρισμού με την Εκκλησία. Ετσι η μελέτη εκείνη έμεινε στο «χρονοντούλαπο» της Ιστορίας. Αλλά και σήμερα, μετά τον εγερθέντα θόρυβο για σκάνδαλα ωρισμένων ιεραρχών, δεν φαίνεται να υπάρχει η βούληση από καμμία πλευρά για την βαθειά τομή στα πράγματα της Εκκλησίας. Και είναι φυσικό. Ενας θεσμός που είναι ριζωμένος και βαθύτατα συνδεδεμένος με την Ιστορία και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, είναι αδύνατον να αναθεωρηθεί, έτσι πρόχειρα, χωρίς μακρά και εμπεριστατωμένη μελέτη. Είναι αδιανόητο και ασύλληπτο αυτό που επιχειρείται να γίνει στις ημέρες μας. Να λυθεί δηλαδή το Εκκλησιαστικό δια των τηλεοπτικών «παραθύρων» και δι’ άρθρων που αποπνέουν λαϊκισμό, κομματικό φανατισμό και υστερικό πάθος. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι ειδικοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές, διακεκριμένοι επιστήμονες, θεολόγοι και ιεράρχες βλέπουν με σκεπτικισμό τον χωρισμό και τονίζουν ότι: «Ο διακριτικός χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος, όπως επιτάσσεται από το ισχύον Σύνταγμα, καλύπτει τους «διακριτούς ρόλους», αλλά και τους τομείς της θεσμικής συνεργασίας, οι οποίοι άλλωστε δεν μεταβάλλονται ριζικά σε οποιοδήποτε σύστημα χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος, αν βεβαίως η προσέγγιση του ζητήματος γίνεται με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας. Ετσι το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, αν γίνει σεβαστό και από τις δύο πλευρές, είναι μια ιδανική ρύθμιση η οποία εναρμονίζει με εντυπωσιακό πολιτικό ρεαλισμό το ιστορικό βάθος του ζητήματος». Παρ’ όλα αυτά είναι περίεργη και ανεξήγητη η εμμονή ωρισμένων προσώπων που ανήκουν στον πολιτικό και δημοσιογραφικό χώρο να μεταβάλουν το θέμα σε εκτεταμένο πρόβλημα της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτό είναι τραγικό λάθος. Αίφνης, εγείρεται θόρυβος για τον όρκο που πρόκειται να δώσει εντός των ημερών ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη Βουλή. Αν δηλαδή θα τον δώσει ενώπιον του Αρχιεπισκόπου ή ενώπιον μόνον της Προέδρου του Σώματος και των Βουλευτών. Αυτό δεν σημαίνει απαρχή συγκρούσεως Εκκλησίας-Πολιτείας; Προς τί λοιπόν αυτή η αναστάτωση; Μπορούν να μας πουν επί τέλους πού το πάνε όσοι συνεχίζουν τον θόρυβο; Αλλωστε το γεγονός ότι εμφανίζονται αυτές τις ημέρες στις τηλεοπτικές οθόνες, όλοι οι γνωστοί φανατικοί πολέμιοι της Εκκλησίας οι οποίοι διατυπώνουν τις πιο ακραίες και τις πιο επικίνδυνες απόψεις για ένα μείζον πρόβλημα του Εθνους, είναι αρκετό να πείσει πόσο καταστροφικό και ανεύθυνο είναι το έργο των Μέσων Ενημερώσεως. Αν απαριθμήσουμε δε τις παράπλευρες απώλειες της ελληνικής κοινωνίας που θα προκύψουν από έναν ενδεχόμενο χωρισμό, που ξεκινούν από τα απλούστατα, δηλαδή από την κατάργηση του αγιασμού και φθάνουν μέχρι την κατάργηση των Θρησκευτικών στα σχολεία, του θρησκευτικού γάμου κ.λπ, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι το Ελληνικό Κράτος θα γινόταν σύντομα κράτος αθέων, αθρήσκων και –γιατί όχι- απάτριδων. (Από την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 24/02/05)