Η πρόσφατη τροπολογία σχετικά με τον διορισμό από το ελληνικό κράτος μουσουλμάνων ιεροδασκάλων στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης, αλλά και γενικότερες συναφείς δημόσιες παρεμβάσεις εκ μέρους πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς θέτουν ξανά το θέμα των σχέσεων κράτους – εκκλησίας, με έναν τρόπο όμως που κατά τη γνώμη μου είναι το λιγότερο ελλιπής

Η πρόσφατη τροπολογία σχετικά με τον διορισμό από το ελληνικό κράτος μουσουλμάνων ιεροδασκάλων στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης, αλλά και γενικότερες συναφείς δημόσιες παρεμβάσεις εκ μέρους πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς θέτουν ξανά το θέμα των σχέσεων κράτους – εκκλησίας, με έναν τρόπο όμως που κατά τη γνώμη μου είναι το λιγότερο ελλιπής.

Η ανωτέρω τροπολογία που ψηφίστηκε ήταν θεωρητικώς και σε γενικές γραμμές ορθή. Αποτελεί δε μάλιστα και έναν οδηγό για τις σχέσεις Κράτους – εκκλησίας κατά το εξής: εξασφαλίζει ότι η δημόσια εποπτεία, με τον διορισμό από το κράτος μουσουλμάνων ιεροδασκάλων, καθιερώνει τον απαραίτητο δημόσιο έλεγχο ώστε να αποφεύγονται κατά το δυνατόν οι αθέμιτες επιρροές φανατικών παραθρησκευτικών ομάδων που δημιουργούν, υποδαυλίζουν και εξάπτουν θρησκευτικές και άλλου τύπου διαφορές ανάμεσα στους πολίτες της χώρας.

Με τον ίδια λογική, θεωρώ λανθασμένες τις απόψεις που υιοθετούν τον απόλυτο και πλήρη διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πυροδοτήσει την ανάμιξη της εκκλησίας σε ζητήματα μη συναφή με τους σκοπούς της ύπαρξής και της δράσης της ή και το χειρότερο να αφεθεί σε χέρια παραθρησκευτικών οργανώσεων που θα υποδαύλιζαν την ενότητα και συνοχή της χώρας, οδηγώντας αντίθετα, ενδεχομένως, στον θρησκευτικό φανατισμό ή και στην αθέμιτη ανάμιξη της εκκλησίας στην πολιτική. Άλλωστε, τέτοιους κινδύνους και καταστάσεις έχουμε ζήσει στο πρόσφατο παρελθόν σε αυτή τη χώρα.

Το δε πρόβλημα της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών για τους χριστιανούς ορθόδοξους που αποτελούν και τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων και Ελληνίδων μαθητών και μαθητριών μπορεί έτσι να ιδωθεί μέσα στο πνεύμα και στο ανωτέρω πλαίσιο θεώρησης του ζητήματος. Σχετικοί εγκύκλιοι του Υπουργείου Παιδείας έχουν από το 2008 δώσει λύση στο ζήτημα εκείνων των γονέων που επιθυμούν απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών για το παιδί τους και ορθώς. Η ελληνική Πολιτεία εξασφαλίζει την ανοχή στην θρησκευτική ετερότητα και σαφώς κάνει χώρο στις θρησκευτικές μειονότητες να διαμορφώνουν και να ερμηνεύουν το «Είναι» τους με την προϋπόθεση να κινούνται μέσα στο πλαίσιο των κοινών δημοκρατικών αρχών, της ανεκτικότητας και των δημοκρατικών ελευθεριών. Κατά την έννοια αυτή το ελληνικό κράτος είναι σήμερα και κοσμικό και πολιτικά φιλελεύθερο, αντίθετα από ότι λανθασμένα διαδίδεται.

Το ουσιώδες όμως και σημαντικό ζήτημα σήμερα κατά την άποψή μου είναι, όπως τονίζει και ο Χάμπερμας, η ένωση των δυνάμεων της πολιτικής και της εκκλησίας για την προαγωγή της δημοκρατικής συνύπαρξης και κυρίως της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής συνοχής και της αλληλεγγύης. Κι όχι να ασχολούμαστε με το έλασσον της φορολογικής επιβάρυνσης του λαού από τον μισθό των ιερέων (μήπως θα προτιμούσε κανείς οι διορισμένοι ιεροδιδάσκαλοι μουσουλμάνοι της Θράκης να πληρώνονται από το τουρκικό προξενείο;). Στο πλαίσιο αυτό, έχει σημασία η αλληλοκατανόηση των θρησκευτικών δογμάτων και ο γόνιμος διάλογος μεταξύ των εκκλησιών. Κατά την έννοια αυτή, η άποψη που υποστηρίζουν δυνάμεις της Αριστεράς ότι η θρησκειολογία πρέπει να αντικαταστήσει το μάθημα των θρησκευτικών, είναι απολύτως λανθασμένη και δεν προάγει τον διάλογο είτε μεταξύ των δογμάτων είτε μεταξύ πολιτείας και εκκλησίας, που είναι και το ζητούμενο.

Στον σημερινό κόσμο του αποξενωμένου ατόμου και του θρησκευτικού σεπαρατισμού, το αίτημα των προοδευτικών και αριστερών ανθρώπων –πρέπει να- είναι η αποκατάσταση των κοινωνικών σχέσεων και της συλλογικότητας. «Οι σχέσεις διαμορφώνουν το ‘πρόσωπο’ και το Είναι σου», αναφέρει ο Ζηζιούλας. Κάτι που απεγνωσμένα το έχει ανάγκη σήμερα η ελληνική κοινωνία καθώς δοκιμάζεται η συνοχή και οι αντοχές της. Η ανάγκη, λοιπόν, σήμερα δεν είναι για ένα μάθημα που απλώς θα εξιστορεί αποστασιοποιημένα τα θρησκευτικά δόγματα στα παιδιά. Άλλωστε, όποια οικογένεια επιθυμεί το παιδί της να εξαιρεθεί από το μάθημα των θρησκευτικών έχει νομικά αυτό το δικαίωμα. Το ζήτημα είναι να φέρουμε στο μάθημα το πραγματικό βίωμα το τι πραγματικά σημαίνει να είναι κανείς πνευματικά και συνειδητοποιημένα ορθόδοξος, συμπεριλαμβανομένης και της εκδοχής, και της δυνατότητας να μπορεί κανείς να απορρίψει αυτήν του την ιδιότητα! Αλλά πρέπει πρώτα να την γνωρίσει, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή! Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν, πρέπει να παραδεχθούμε ακόμη και εμείς που είμαστε κριτικοί απέναντι στην σημερινή καμιά φορά υπερβολικά κοσμική ή και πνευματικά ρηχή εκκλησία, οι θετικές αξίες των Πατέρων της διαμορφώνουν –ή δύνανται να διαμορφώσουν- το ήθος κατά ένα μέρος των Ελλήνων, με αξίες συλλογικότητας, αλληλεγγύης, συμπαράστασης, κατανόησης, ανεκτικότητας, διαλόγου, αγάπης και καταλλαγής. Η θρησκειολογία δεν μπορεί να κάνει τίποτα από αυτά γιατί κατανοεί την ανεκτικότητα ως ανοχή –ξένων- ατόμων μεταξύ τους που συμφωνούν ωφελιμιστικά με ένα συμβόλαιο να μην επιτίθενται το ένα στο άλλο. Όχι ως ‘πρόσωπα’ των οποίων η ταυτότητα καθορίζεται από την ετερότητα και τη συλλογική, κοινοτική ζωή. Γι αυτό και η ατομική κοινωνία οδηγεί στον αποκλεισμό της ετερότητας (!) και του διαφορετικού, όχι η αγαπητική κοινωνία προσώπων. Η θρησκειολογία είναι ξεπερασμένη σήμερα γιατί δεν μπορεί, επίσης, να διδάξει ως αποστειρωμένος, στεγνός διαιτητής, το θρησκευτικό βίωμα, αλλά χρειάζεται, για παράδειγμα, τον μουσουλμάνο να εξηγήσει τον μουσουλμανισμό κ.ο.κ. και από εκεί να ξεκινήσει ο εκκλησιαστικός διάλογος και η αποδοχή της διαφορετικής ταυτότητας.

Όπως ακριβώς και στη Θράκη, μόνον οι μουσουλμάνοι ιεροδιδάσκαλοι διορισμένοι από το ελληνικό δημόσιο και διδάσκοντας υπό την εποπτεία του, μπορούν να μεταδώσουν την εκδοχή του μουσουλμανισμού για την θρησκεία στους Έλληνες πολίτες που θρησκεύονται αναλόγως, έτσι και με την ορθόδοξη παράδοξη, μόνον οι εποπτευόμενοι από το κράτος ειδικά εκπαιδευμένοι δάσκαλοι και καθηγητές οφείλουν να διδάσκουν τις θετικές δημοκρατικές αξίες της ορθόδοξης παράδοσης στο μάθημα των θρησκευτικών. Το ζήτημα για μια κοινωνία που σκέφτεται συλλογικά, δηλαδή αριστερά, είναι η ποιότητα των βιβλίων και των δασκάλων των παιδιών, και κυρίως η εξάλειψη της παραθρησκευτικής κατήχησης και της ομολογιακής εκδοχής που στην ουσία ανοίγει το παράθυρο στις αταβιστικές και παράλογες εχθρότητες μεταξύ των ανθρώπων οι οποίες οδηγούν όλες τις πλευρές στη ρήξη και τον φανατισμό και την κοινωνία σε διάσπαση.

* Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς

(πηγή: Αντίφωνο, 15/02/2013)