Του Ηλία Ευθυμιόπουλου*
Τη στιγμή που στην Ελλάδα από αρμόδια κυβερνητικά (και μη) χείλη αμφισβητούνται οι στόχοι που συμφώνησε η χώρα για τον περιορισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, το Πρωτόκολλο του Κιότο τέθηκε σε εφαρμογή στις 16 Φεβρουαρίου τρέχοντος έτους. Κορυφαία στιγμή στη διεθνή περιβαλλοντική διπλωματία, αν και ήρθε με πολλά χρόνια καθυστέρηση και μέσα από σημαντικές διαιρέσεις, διχογνωμίες, απουσίες, αλλά και εξαιρέσεις, που δείχνουν συνεχώς προς τον Νότο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παραμένουν, βέβαια, ισχυρά ερωτηματικά για το πώς και κάτω από ποιους όρους θα ανανεωθεί η συμφωνία μετά το 2012 (οπότε κλείνει ο πρώτος κύκλος), όπως επίσης και αν τελικά θα λειτουργήσουν οι λεγόμενοι Μηχανισμοί της Καθαρής Ανάπτυξης, μεταξύ των οποίων τα προγράμματα σε τρίτες χώρες και το εμπόριο εκπομπών. Ερωτηματικά υπάρχουν, επίσης, για το μέγεθος των προστίμων στην περίπτωση της μη επίτευξης των στόχων, τόσο στο εθνικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στο εθνικό σχέδιο για τα δικαιώματα των εκπομπών. Ένα πάντως είναι σίγουρο: τόσο τα πρόστιμα όσο και οι τιμές των δικαιωμάτων, τα οποία θα αγοραστούν σε μεταγενέστερο χρόνο, θα είναι μεγαλύτερα από το κόστος των άμεσων μέτρων για εξοικονόμηση ενέργειας ή τις επενδύσεις σε τεχνολογίες υποκατάστασης. H πείρα όμως σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, δείχνει πως όποιος αναβάλλει τις υποχρεώσεις του ή τις μεταβιβάζει στους επόμενους (διοικητές και κυβερνήτες) βγαίνει συνήθως κερδισμένος. Το ερχόμενο καλοκαίρι, στη σύνοδο κορυφής των «8» που θα πραγματοποιηθεί στη Σκωτία, το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής θα βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας. Εκεί, ο προεδρεύων Μπλερ και οι υπόλοιποι ηγέτες της E.E. ελπίζουν να φέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις αδιάφορες έως και εχθρικές προς το Κιότο ΗΠΑ, Κίνα και Ινδία - οι δύο τελευταίες θα είναι παρατηρητές - σε μια προσπάθεια να μη μείνει η συνθήκη μια στενά ευρωπαϊκή υπόθεση (της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης). Πέρα όμως από τη διπλωματική προσπάθεια, υπάρχει και η ανάγκη για μια αναθεώρηση της στρατηγικής. H μέχρι τώρα πορεία, κατά την οποία η συνθήκη κινδύνεψε πολλές φορές να καταποντισθεί, βασίστηκε στη λογική των υποχρεώσεων και στην επιστράτευση κατασταλτικών μηχανισμών εναντίον των μεγάλων κυρίως καταναλωτών (εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, βαριά βιομηχανία). Κι αυτό, γιατί οι πολλοί και διάσπαρτοι καταναλωτές (νοικοκυριά και αυτοκίνητα) είναι πιο δύσκολα διαχειρίσιμοι και συνδέονται σχεδόν αταβιστικά με το πολιτικό κόστος. Είναι προφανές ότι η στρατηγική αυτή απέτυχε. Οι χώρες που φαίνεται να πετυχαίνουν ή να ξεπερνούν τους στόχους τους, π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο και Σουηδία, βασίστηκαν σε συνδυασμό κανονιστικών μέτρων, φορολογικής μεταρρύθμισης και αναπτυξιακών κινήτρων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στη Γερμανία και τη Δανία έκαναν κάτι παραπάνω: μετέτρεψαν την επαχθή υποχρέωση σε ευκαιρία. Ευκαιρία για την επιχειρηματικότητα, την απασχόληση, την καινοτομία και τις εξαγωγές. Σε μια αγορά που τζιράρει ήδη γύρω στα 25 δισ. δολάρια, κατέχουν τη μερίδα του λέοντος. Παράγουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, στηρίζουν τις τιμές στην εγχώρια αγορά, τολμούν τις μεγάλες εφαρμογές, επενδύουν στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους. Μέσα σε μια δεκαετία έγιναν πρωταγωνιστές και εκτόπισαν μεγαθήρια, όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία. Άλλοι, όπως η παγωμένη Ισλανδία, προετοιμάζονται για την επόμενη τεχνολογική επανάσταση: την οικονομία του υδρογόνου. Το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό. Όσο η αμφισβήτηση της σοβαρότητας του επαπειλούμενου κινδύνου - που κατευθύνεται είτε από αμαθείς είτε από πληρωμένους κονδυλοφόρους - βρίσκει έδαφος και ευήκοα ώτα μεταξύ των πολιτικών τόσο θα αναβάλλονται οι αποφάσεις, και οι εφιαλτικές προβλέψεις των κλιματολόγων θα μετασχηματίζονται σε πραγματικότητα. Όσο επίσης καθυστερεί η ανάληψη τολμηρών πρωτοβουλιών, με ορίζοντα το μέλλον και όχι τις επόμενες εκλογές, τόσο η ευκαιρία θα απομακρύνεται. Μια και ο λόγος για εκλογές, έμαθα ότι δημιουργήθηκε Επιτροπή Περιβάλλοντος στη Βουλή. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Εύχομαι να μη διαλυθεί καθώς θα πλησιάζουμε στις κάλπες. (Από τα Νέα, 11/3/05) *Ο Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός.