Μετά τις ιταλικές εκλογές, η εκτίμηση ότι απαιτείται χαλάρωση της πολιτικής λιτότητας την οποία έχει επιβάλει το Βερολίνο στον ευρωπαϊκό Νότο κερδίζει σταθερά έδαφος. Την άποψη αυτή συμμερίζονται και τα τρία κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση. Ωστόσο, για να μπορέσει η κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευθεί με την τρόικα, όχι μόνο θα πρέπει το πρόγραμμα να βρίσκεται σε τροχιά αλλά να διαθέτει και κάποιο σχέδιο με συγκεκριμένους στόχους, π.χ. για την αναδιάρθρωση του Δημοσίου και την πάταξη της φοροδιαφυγής
Μετά τις ιταλικές εκλογές, η εκτίμηση ότι απαιτείται χαλάρωση της πολιτικής λιτότητας την οποία έχει επιβάλει το Βερολίνο στον ευρωπαϊκό Νότο κερδίζει σταθερά έδαφος. Την άποψη αυτή συμμερίζονται και τα τρία κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση. Ωστόσο, για να μπορέσει η κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευθεί με την τρόικα, όχι μόνο θα πρέπει το πρόγραμμα να βρίσκεται σε τροχιά αλλά να διαθέτει και κάποιο σχέδιο με συγκεκριμένους στόχους, π.χ. για την αναδιάρθρωση του Δημοσίου και την πάταξη της φοροδιαφυγής.

Διότι τρία χρόνια τώρα, μέσα στην κρίση, το πολιτικό σύστημα δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς τους δύο αυτούς βασικούς παράγοντες παραγωγής ελλειμμάτων. Ολες οι κυβερνήσεις, αντί να προχωρήσουν σε στοχευμένες απολύσεις των λιγότερο αποδοτικών και ικανών δημοσίων υπαλλήλων, να φτιάξουν ένα καινούργιο οργανόγραμμα για το Δημόσιο και να το στελεχώσουν με αξιοκρατικά κριτήρια από τη υφιστάμενη δεξαμενή δημοσίων υπαλλήλων, μείωσαν τις αποδοχές δικαίων και αδίκων, δημιουργώντας έτσι στρατιά δυσαρεστημένων δημοσίων υπαλλήλων, που ζουν κοντά στα όρια της εξαθλίωσης και χωρίς κίνητρο στην εργασία τους.

Ταυτόχρονα, αντί να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα μέσω της πάταξης της φοροδιαφυγής, στήνοντας μηχανισμούς ανάλογους με αυτούς που λειτουργούν αποτελεσματικά σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη ώστε τουλάχιστον να εισπράττεται ο ΦΠΑ και να ελεγχθούν οι περίπου 400.000 ανοιχτές φορολογικές υποθέσεις, έβαλαν φόρους σε όσους ήδη έχουν μεγάλο φορολογικό βάρος, βυθίζοντας την οικονομία στην ύφεση.

Η άρνηση και η αδυναμία όλων των κυβερνήσεων που διαχειρίστηκαν την κρίση αλλά και των πολιτικών κομμάτων να αναδιαρθρώσουν τον δημόσιο τομέα και να ενισχύσουν τα φορολογικά έσοδα οδήγησαν τη χώρα στην περιδίνηση της βαθιάς ύφεσης, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει.

Ωστόσο ακόμη και σήμερα η συζήτηση δεν επικεντρώνεται σε λύση του προβλήματος. Αντί να γίνουν απολύσεις στο Δημόσιο, μιλάμε για διαθεσιμότητα, κινητικότητα, εφεδρεία δημοσίων υπαλλήλων και άλλα τέτοια. Η λαϊκίστικη Αριστερά και η Δεξιά θεωρούν ότι αν δεν βγαίνει το πρόγραμμα, το πρόβλημα είναι της ΕΕ ή της Ανγκελα Μέρκελ.

Και πρέπει αυτοί να αλλάξουν τακτική, για να μπορέσουμε εμείς να συνεχίσουμε να έχουμε ένα μεγάλο και αντιπαραγωγικό κράτος, μια δημόσια διοίκηση σε κακά χαλιά και έναν μηχανισμό καταλογισμού και είσπραξης φορών αναποτελεσματικό. Μέσα σε αυτή την εκτεταμένη κακοδιοίκηση δεν μπορούμε να μιλάμε για επενδύσεις και αναπτυξιακούς ρυθμούς. Πόσω μάλλον για επαναδιαπραγμάτευση.

(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ", 17/03/2013)