Του Αλέξη Πανσέληνου*
Αν ρωτήσετε στον δρόμο κάποιον που επιστρέφει από τα ψώνια, που περπατά καθημερινά στην πόλη, που δουλεύει ή έχει δουλέψει στη ζωή και κουβαλά στους ώμους μερικές δεκαετίες, πόση έκπληξη αισθάνθηκε για τα σκάνδαλα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, εγώ υποθέτω πως θα πάρετε εννιά στις δέκα φορές την απάντηση «καμία απολύτως». Την ίδια απάντηση θα πάρετε αν τον ρωτήσετε για τα σκάνδαλα της Δικαιοσύνης, των πολιτικών και των κυβερνήσεων, της Πολεοδομίας, των κύκλων (και κυκλωμάτων) της Αστυνομίας, της Υγείας, της περίθαλψης, των δημοσίων έργων - ανεξάρτητα από την εκάστοτε κυβέρνηση, τωρινή ή μόλις παρελθούσα. Οι μόνοι που εκφράζουν έκπληξη κάθε φορά είναι οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί παράγοντες οσάκις ερωτώνται - προφανώς γιατί το επάγγελμα των μεν επιβάλλει να μας ξυπνήσουν την περιέργεια, ενώ των δε να μας αποκοιμίσουν. Ωστόσο το σκάνδαλο και η διαφθορά είναι συνυφασμένα με αυτό που λέμε δημόσιο βίο και με αυτό που λέμε εξουσία και ιεραρχία. Όσο παλιά κι αν ανατρέξετε, σε όποια περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, η διαφθορά κατέχει την πρώτη και πιο διακεκριμένη θέση. Πρέπει να πιστέψουμε πως μέσα στο κοινωνικό συμβόλαιο, βάσει του οποίου διαβιούμε σε συντεταγμένες πολιτείες, υπάρχει εκεί, στα ψιλά του γράμματα, όρος πως αποδεχόμαστε τη διαφθορά της εξουσίας σαν εκ των ων ουκ άνευ. Και αν η σκέψη μοιάζει γενική και αυθαίρετη, σκεφθείτε πως η ιεραρχία από μόνη γεννά και εκτρέφει τη διαφθορά, πως από μόνη αποτελεί τον πρώτο βαθμό διαφθοράς. Σκεφθείτε πως οι άνθρωποι που επιλέγουν για καριέρα την διακυβέρνηση όλων ημών των υπολοίπων, εξ αρχής αμαρτάνουν δι' υπεροψίαν. Υπάρχει μία εγγενής αυθάδεια στη νοοτροπία να θεωρείς τον εαυτό σου άξιον και αρμόδιο να κυβερνήσει τους άλλους, να βγει πιο μπρος, να πάρει στα χέρια τα ηνία ή το τιμόνι ή τον βούρδουλα του συνετισμού. Οι άνθρωποι που αποφάσισαν πως είναι αρμόδιοι να μας κυβερνήσουν - εμάς τους πολίτες, εμάς τους πιστούς, εμάς τους ασθενείς, εμάς τους έχοντες ανάγκη από μόρφωση ή από καλύτερους δρόμους ή φράγματα στους ποταμούς μας - θεωρούν τους εαυτούς τους καλύτερους από εμάς. H εξουσία τούς ανήκει, η διαφθορά τούς ανταμείβει. Όλοι έχουμε σκεφθεί «αν ήμουν πρωθυπουργός, αν ήμουν υπουργός, αν ήμουν διευθυντής, τομεάρχης, τμηματάρχης, συνταγματάρχης, αρχίατρος, αρχιμανδρίτης, αρχικωδωνοκρούστης». Πόσες φορές από αυτές ο νους μας δεν ήταν στους φίλους και τους συγγενείς που θα τοποθετούσαμε, θα διορίζαμε, θα βολεύαμε; Οι νομείς κάθε εξουσίας το κάνουν κατ' επάγγελμα. Γιατί αισθάνονται κατά βάθος ότι το δικαιούνται. Σε κάποιο βαθμό είναι διασκεδαστικό το θέαμα των θεσμών που αποκαλύπτουν τις ντροπιασμένες και σκοτεινές τους πλευρές, κρυμμένες συνήθως κάτω από την επιφάνεια του νερού σαν τα σκουριασμένα ύφαλα ενός πλοίου. Υπάρχει και κάτι πέρα από τη διασκέδαση. H γοητεία που ασκεί η αποκάλυψη της διαφθοράς είναι πως μας παρηγορεί να τη βλέπουμε να ενδημεί στα ωραιολόγα και κενά νοήματος επίπεδα των θεσμών. Είναι μία από τις ασφαλιστικές δικλίδες της δημοκρατίας η έκθεση της διαφθοράς. Δείχνει πως δεν διαφέρουμε τόσο από τους άρχοντές μας, εμείς που σας σκουντάμε στον δρόμο για να περάσουμε, που παίρνουμε τη σειρά σας στις ουρές, που προσπαθούμε με πλάγια μέσα να πετύχουμε μια παράνομη άδεια ή τα στραβά μάτια της Πολεοδομίας για το αυθαίρετό μας, που πασχίζουμε να απαλλάξουμε τα βλαστάρια μας από τη στρατιωτική θητεία και λοιπά και λοιπά. Μην ακούτε τους εκπροσώπους των θεσμών που διαβεβαιώνουν κάθε φορά πως οι «ελάχιστοι επίορκοι» δεν αλλοιώνουν τη γενική εικόνα της ευόρκου λειτουργίας τους. Σε περιβάλλον ενάρετο δεν υπάρχει χώρος για «ελάχιστους επίορκους». Οι ελάχιστοι επίορκοι δείχνουν ακριβώς πόσο πολύ σηκώνει το περιβάλλον την ύπαρξή τους. Και το θέαμα της διαφθοράς αρέσει γιατί δίνει τη δυνατότητα να φωνάξουμε μαζί με τη βαρναλική πόρνη: «Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω». (Από τα Νέα, 11/3/05) *O Αλέξης Πανσέληνος είναι συγγραφέας.