Σοβαρές Πιέσεις Δέχεται η Ελληνική Οικονομία λόγω της Ραγδαίας Αύξησης της Τιμής του Πετρελαίου (28/03/2005)

Δευ, 28 Μαρτίου 2005 - 16:34
Του Κ. Ν. Σταμπολή
Η συνεχιζόμενη κλιμάκωση των διεθνών τιμών πετρελαίου, και προεξόφληση από τους αναλυτές για επίπεδα άνω των 60 δολ./βαρέλι μέσα στις επόμενες εβδομάδες, εντείνουν τις σοβαρές επιπλέον πιέσεις στα δημοσιονομικά της χώρας και θέτουν την οικονομία και τις επιχειρήσεις σε νέα δοκιμασία. Όμως το δυσμενές κλίμα που δημιουργείται ίσως αποτελέσει και ευκαιρία για μία ευρύτερη αναδιάταξη των ενεργειακών προτεραιοτήτων της χώρας με την μελέτη και υιοθέτηση ενός εκτεταμένου προγράμματος εξοικονόμησης ενέργειας με τη συμμετοχή των καταναλωτών, μικρών και μεγάλων, αλλά και την επανατοποθέτηση πάνω στις βασικές ενεργειακές μας επιλογές. Το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας εξαρτάται σήμερα κατά 70% από εισαγωγές καυσίμων, (πετρέλαιο, λιθάνθρακα και φυσικό αέριο), σε σύγκριση με το μέσο κοινοτικό όρο του 50%. Η απουσία τα τελευταία 20 χρόνια μιας μακρόπνοης, συγκροτημένης, αλλά και ευέλικτης και αποτελεσματικής ενεργειακής πολιτικής ικανής να αντιμετωπίσει τις αλλαγές και προκλήσεις του διεθνούς ενεργειακού σκηνικού έχουν οδηγήσει τη χώρα σε μία επικίνδυνη εξάρτηση ενώ έχουν εμποδίσει την ανάπτυξη των σημαντικών εγχώριων ενεργειακών πόρων τις οποίες αναμφίβολα διαθέτει. Σε μία αγωνιώδη ανακοίνωσή του προς τις πετρελαιαγωγούς χώρες ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) πριν δύο εβδομάδες ομολογεί ότι η παγκόσμιος πετρελαϊκή προσφορά δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στην ζήτηση λόγω ειδικών συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί στις παραγωγούς χώρες αλλά και στα διυλιστήρια των καταναλωτικών χωρών. Ο ΙΕΑ απηύθυνε έκκληση στις καταναλώτριες χώρες να προχωρήσουν άμεσα στην υιοθέτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας και συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας για ν’ αντιμετωπίσουν την επερχόμενη κρίση και να μειώσουν την εξάρτησή τους από το πετρέλαιο. Η Διεθνής Σκηνή Η δήλωση πριν ένα περίπου μήνα (24/2) του υπουργού πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας κ. Αλί Ναΐμι ότι η χώρα του, που τυγχάνει ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου του κόσμου, προβλέπει ότι για τους υπόλοιπους μήνες του 2005 η τιμή του αργού θα κυμανθεί μεταξύ 40 δολ. και 50 δολ./βαρέλι, πρέπει να έπεισε και τους πλέον δύσπιστους παρατηρητές για την νέα περίοδο ακριβών καυσίμων η οποία έχει ήδη ξεκινήσει. Μπορεί τα σχόλια του κ. Ναΐμι να ξάφνιασαν ένα μεγάλο μέρος της αγοράς για την οποία το πετρέλαιο αποτελεί μία από τις πολλές μεταβλητές που διαμορφώνουν τις οικονομικές συνθήκες όμως δεν αποτέλεσαν κεραυνό εν αιθρία για τους παράγοντες του ενεργειακού χώρου οι οποίοι εδώ και 18 μήνες προειδοποιούν σταθερά και ενοχλητικά (για ορισμένους) ότι η μετάβαση των τιμών του πετρελαίου σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα αποτελεί μονόδρομο. Χωρίς να υπεισέλθουμε στους λόγους που οδηγούν σήμερα τις τιμές προς τα άνω, οι οποίοι εξ’ άλλου έχουν αναλυθεί διεξοδικά σε προηγούμενη αρθρογραφία μας (π.χ Βλέπε «K» 28/07/04 και 11/05/04) πρέπει να σημειώσουμε ότι η μετάβαση στην εποχή του ακριβού πετρελαίου αποτελεί ειλημένη απόφαση εδώ και τρία χρόνια τόσο των ιδίων των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του ΟΠΕΚ, της Ρωσίας υποβοηθούσης, αλλά και των διεθνών, και ιδιαίτερα των αμερικανικών εταιρειών πετρελαίου οι οποίες και ελέγχουν την σημερινή πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ. Οι εξελίξεις στο μέτωπο των διεθνών τιμών πετρελαίου από εδώ και εμπρός προβλέπονται ραγδαίες αφού η άνοδος του πέρα της ζώνης των 40-50 δολαρίων είναι πλέον γεγονός (την περασμένη Δευτέρα οι τιμές του Brent εκινούντο πάνω από τα 55 δολ./βαρέλι έχοντας σπάσει το ρεκόρ σε απόλυτες τιμές όλων των εποχών) ενώ οι περισσότεροι αναλυτές και traders προεξοφλούν κορύφωση έως και 70 δολ./βαρέλι μέχρι τα τέλη του έτους. Σύμφωνα με την έκθεση Μαρτίου του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) παρατηρείται σημαντική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου το πρώτο δίμηνο του έτους χωρίς να έχει υπάρξει ανάλογη αύξηση στην παραγωγή. Πιο συγκεκριμένα η διεθνής πετρελαϊκή ζήτηση έχει διαμορφωθεί στα 84.3 εκ. βαρ/ημέρα με ισόποση προσφορά, πράγμα εξαιρετικά αρνητικό για τις τιμές αφού δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια ασφάλειας. Και αυτό παρά την ανεπίσημη αύξηση της προσφοράς του ΟΠΕΚ από τις αρχές του έτους, η παραγωγή του οποίου αγγίζει πλέον τα 29.0 εκ. βαρ/ημέρα σε σύγκριση με 28.1 εκ. βαρ/ημέρα την ίδια περίοδο του 2004. Διεθνείς αναλυτές παρατηρούν ότι ακόμη και στα σημερινά επίπεδα των 55-57 δολαρίων το βαρέλι η τιμή του πετρελαίου δεν βρίσκεται σε ακραία επίπεδα αν συγκριθεί με τις τιμές της δεκαετίας του 1970 σε πραγματικούς όρους. Η τιμή του πετρελαίου θα πρέπει ν’ ανέλθει στα 60 δολ. το βαρέλι για να βρεθεί στα επίπεδα της περιόδου της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης του χειμώνα του 1973-74 και στα 100 δολάρια για να φθάσει τα επίπεδα, σε πραγματικές τιμές, της δεύτερης κρίσης του 1979-80. Τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ομιλούν για παγκόσμια ανάπτυξη το 2005 που θα κινηθεί πάνω από το 4%, το οποίο σημαίνει ότι οι τιμές πετρελαίου στα επίπεδα των 40 έως 50 δολ. το βαρέλι, που ίσχυσαν όλο το 2004 και προφανώς θα ισχύσουν για το 2005, δεν πρόκειται να επηρεάσουν δραματικά την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει ότι περαιτέρω αυξήσεις των διεθνών τιμών του αργού είναι εξαιρετικά πιθανές και ήδη πολλοί μελετητές της διεθνούς ενεργειακής σκηνής κάνουν λόγο για τιμές που θα κυμανθούν κοντά στα 60 δολ. το βαρέλι όλο το Β’ εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Πάντως τελευταίες εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών προεξοφλούν ήδη ότι με το πετρέλαιο πάνω από τα 50 δολ. το βαρέλι το 2005 θα επηρεασθεί αρνητικά η οικονομία της ευρωζώνης δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα σε μία υγιή ανάκαμψη. Ένας από τους βασικούς λόγους που οι αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου δεν επηρεάζουν τόσο άμεσα τον πληθωρισμό και τα επιτόκια, και κατ’ επέκταση την οικονομική ανάπτυξη, είναι ότι τα τελευταία 15-20 χρόνια ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανίας έχει αντικαταστήσει το πετρέλαιο με άλλα καύσιμα, κυρίως φυσικό αέριο και άνθρακα, έτσι που να μην επηρεάζεται άμεσα από τις διακυμάνσεις στις τιμές του πετρελαίου ενώ έχει υιοθετήσει εκτεταμένα προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ΔΕΗ και των τσιμεντοβιομηχανιών στη χώρα μας όπου η μεν πρώτη έχει εδώ και πέντε χρόνια στραφεί στο φυσικό αέριο και η δεύτερη εδώ και 20 χρόνια, στο κάρβουνο. Βέβαια αργά ή γρήγορα θα υπάρξουν επιπτώσεις κυρίως από την άνοδο ορισμένων βασικών προϊόντων όπως λ.χ. χάλυβας και πλαστικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μιας μεγάλης γκάμας καταναλωτικών ειδών. Και εδώ οι εκτιμήσεις είναι ότι οι αγορές θα επηρεασθούν μερικώς μόνο αφού θα υπάρξει μετατόπιση της ζήτησης από άλλες αγορές, κυρίως αυτές των αναπτυσσόμενων χωρών. Σε Δυσχερή Θέση η Ελλάδα Σε αντίθεση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και άλλες χώρες του ΟΟΣΑ η Ελλάδα ευρίσκεται, σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, η οποία και θα χειροτερέψει, καθώς θ’ αυξάνονται οι τιμές του πετρελαίου τους επόμενους μήνες. Το 2004 η χώρα μας εξόδεψε περισσότερα από 6.0 δισεκ. ευρώ για την εισαγωγή αργού και προϊόντων το οποίο αντιστοιχεί στο 3.9% του ΑΕΠ και σχεδόν στο 20% του έτσι και αλλιώς ελλειμματικού μας εμπορικού ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών (Βλέπε πίνακα). Το ποσό αυτό θα ήτο σημαντικά υψηλότερο εάν η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου δεν είχε λειτουργήσει όλο το 2004 υπέρ του ευρώ. Εδώ θα πρέπει εξ’ άλλου να παρατηρήσουμε ότι στην χώρα μας η οποία εισάγει ποικιλίές αργού τύπου Ural και Arabian Light, οι προμηθευτές (δηλ. τα διυλιστήρια) αγοράζουν φορτία σε τιμές 5-6 δολάρια σταθερά κάτω της τιμής Brent. (Οι τιμές Brent που σήμερα κινούνται στα 55-56 δολάρια το βαρέλι διαμορφώνονται μέσα από τις αγοροπωλησίες μακροχρόνιων συμβολαίων –futures- ενώ οι πραγματικές τιμές βασίζονται στις τιμές Platts και είναι πάντα πιο χαμηλές). Σύμφωνα με δείκτη που καταρτίζει η Eurostat, η κατανάλωση ενέργειας ανά μονάδα πραγματικού ΑΕΠ δεν μεταβλήθηκε στην Ελλάδα μεταξύ του 1991 και του 2002, ενώ στην Ε.Ε. των «15» στο ίδιο διάστημα μειώθηκε κατά 15% και στην ευρωζώνη κατά 9%. Επιπλέον, η κατανάλωση ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ το 2002 ήταν κατά 35% υψηλότερη στην Ελλάδα απ’ ό,τι κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξ’ άλλου στοιχεία της κοινοτικής στατιστικής υπηρεσίας δείχνουν ότι οι καθαρές εισαγωγές πετρελαίου αποτελούν στη χώρα μας το 65,2% της ακαθάριστης κατανάλωσης ενέργειας, έναντι 44% στη ζώνη του ευρώ και μόλις 32,9% στην Ε.Ε. των «15» (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου που είναι πετρελαιοπαραγωγός χώρα) Το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης πετρελαίου στην Ελλάδα οφείλεται στον τομέα των μεταφορών (ο οποίος αντιστοιχεί στο 40% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης) και ειδικά των αυτοκινήτων, ο οποίος συνεχίζει να επεκτείνεται καθώς βελτιώνεται το επίπεδο διαβίωσης, το οποίο είναι απόλυτα συνυφασμένο με την ιδιόχρηση ενός ή και περισσοτέρων αυτοκινήτων. Έτσι η κατανάλωση ντίζελ και βενζίνης θα συνεχίσει να αυξάνεται για αρκετό διάστημα ακόμη όσο δεν προωθούνται κατά προτεραιότητα εναλλακτικές λύσεις όπως οι σιδηρόδρομοι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς στις πόλεις και αυστηροί περιορισμοί στη χρήση Ι.Χ. στα κέντρα των πόλεων. Όμως το ενεργειακό πρόβλημα της Ελλάδας είναι γενικότερο, και ξεφεύγει ακόμα και από το βασικό καύσιμο που είναι το πετρέλαιο. Η έλλειψη μιας συγκροτημένης και με προοπτική ενεργειακής πολιτικής θα γίνεται ολοένα και πιο εμφανής καθώς από την μία πλευρά οι τιμές του πετρελαίου θ’ ανεβαίνουν και από την άλλη αναπόφευκτα θ’ αρχίσουν σύντομα οι περιορισμοί στην χρήση ηλεκτρικού ρεύματος ώστε ν’ αποφευχθούν τα black out που αναπόφευκτα θα φέρει η αυξημένη χρήση κλιματιστικών μηχανημάτων, που τόσο ελεύθερα και χωρίς ειδικές προδιαγραφές, εισάγονται και διακινούνται στην Ελληνική αγορά. Δημιουργία Οργάνου Χάραξης και Συντονισμού Ενεργειακής Πολιτικής Η ευχάριστη ανακοίνωση προ ολίγων μηνών του Υπουργού Ανάπτυξης περί συστάσεως Εθνικού Συμβουλίου Ενεργειακής Πολιτικής φαίνεται να έχει μείνει στα ράφια του Υπουργείου αφού ουδείς γνωρίζει εάν συστάθηκε, ποιος συμμετέχει και πότε αυτό θα συνέλθει. Η δραστηριοποίηση ενός σημαντικού τέτοιου οργάνου είναι απόλυτα αναγκαία και θα έπρεπε να είχε συσταθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Το ενεργειακό πρόβλημα της χώρας όμως οξύνεται διαρκώς και πολύ φοβούμεθα ότι μέχρις ότου δρομολογηθούν οι όποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες θα έχει χαθεί περαιτέρω πολύτιμος χρόνος με σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εθνική οικονομία και τον καταναλωτή. Ίσως θα έπρεπε να υπάρξει μία πιο άμεση δραστηριοποίηση με την σύγκλιση, με την διαδικασία του υπέρ επείγοντος, μιας ολιγομελούς «επιτροπής ενέργειας» που θα εδρεύει στο ΥΠΑΝ και θα αναφέρεται απευθείας στο Υπουργό Ανάπτυξης, η οποία θ’ αναλάβει την ευθύνη για την μελέτη και συντονισμό της ενεργειακής πολιτικής σε δύο στάδια. Το πρώτο αφορά την μελέτη και προτάσεις για λήψη άμεσων μέτρων, με χρονικό ορίζοντα 60 ημερών υιοθέτηση απλών, κατανοητών και εφαρμόσιμων μέτρων εξοικονόμησης με την ενέργεια, και δεύτερον για την μελέτη και εφαρμογή σε μακροχρόνια βάση μιας συνολικής ενεργειακής πολιτικής συντονισμένης με αυτήν της Ε. Ένωσης. Μία τέτοια πολιτική, η οποία θα μπορούσε ν’ αναθεωρείται ως προς τα ποσοτικά της κριτήρια ανά έτος, θα έθετε ως προτεραιότητα βασικά θέματα όπως την ασφάλεια των ενεργειακών προμηθειών, την επάρκεια σε ηλεκτρική ενέργεια, την μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων, την προώθηση των ΑΠΕ, την εκμετάλλευση των εγχώριων υδρογονανθράκων και ορυκτού πλούτου, την εφαρμογή προγράμματος εξοικονόμησης ενέργειας, την προώθηση των διεθνών ενεργειακών διασυνδέσεων της χώρας κλπ. Σε κάθε περίπτωση η ανάγκη για μία επείγουσα αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος της χώρας είναι σήμερα εμφανής όσο ποτέ άλλοτε και η κυβέρνηση καλείται τώρα να παίξει τον επιτελικό της ρόλο κινητοποιώντας συγχρόνως όλες τις δυνάμεις της αγοράς οι οποίες και μπορούν να σπεύσουν, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, και να βοηθήσουν εισφέροντας γνώσεις, τεχνογνωσία και επενδύσεις.