Του Κ. Ν. Σταμπολή
Παρά το γεγονός ότι ο ενεργειακός τομέας αντιπροσωπεύει ένα αξιόλογο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, -σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του Ινστιτούτου Ενέργειας αντιστοιχεί σχεδόν στο 12% του ΑΕΠ- και στηρίζεται σε σχετικά μεγάλες και μακροχρόνιες επενδύσεις, οι σημαντικές νέες επενδυτικές δυνατότητες που περικλείει δεν φαίνεται ν’ απασχολούν ιδιαίτερα την κυβέρνηση. Και αυτό σε μία περίοδο επενδυτικής πενίας όπου οι άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) έχουν φθάσει στο ναδίρ των τελευταίων 30 ετών. Κατά ορισμένους ο ενεργειακός τομέας, τώρα που ολοκληρώθηκαν οι Ολυμπιακές εγκαταστάσεις και τα συναφή έργα υποδομής, πρόκειται ν’ αναδειχθεί ως η νέα λοκομοτίβα της οικονομίας, ιδίας βαρύτητας και εμβέλειας όπως αυτή του κατασκευαστικού τομέα. Σήμερα το επενδυτικό ενδιαφέρον στο ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα επικεντρώνεται σε τρεις κυρίως άξονες: Στην έρευνα και ανάπτυξη υδρογονανθράκων, στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και στην Ηλεκτροπαραγωγή με κλασσικές θερμικές μονάδες. Ένα χρόνο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από την Νέα Δημοκρατία και παρά το έντονο ενδιαφέρον που εξακολουθεί να υπάρχει από Έλληνες και ξένους επενδυτές, με ελάχιστες εξαιρέσεις στις ΑΠΕ, δεν έχει προχωρήσει ούτε μία νέα επένδυση πέραν αυτών που ευρίσκονται ήδη σε εξέλιξη από τις μεγάλες ενεργειακές εταιρείες της χώρας δηλ. την ΔΕΗ, τη ΔΕΠΑ, τα ΕΛΠΕ και τη Motor Oil. Οι επενδύσεις αυτές αναφέρονται στην κατασκευή νέων ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων στη ΔΕΗ (Βλέπε Λαύριο), στην επέκταση και εκσυγχρονισμό διϋλιστικών εγκαταστάσεων (Βλέπε ΕΛΠΕ και Motor Oil) και στην επέκταση δικτύων (Βλέπε ΔΕΠΑ). Όμως ο ενεργειακός τομέας όπως αναπτύσσεται αυτήν την εποχή στην Ευρώπη, στα πλαίσια της απελευθέρωσης των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, παρουσιάζει αρκετές επενδυτικές ευκαιρίες ιδιαίτερα για τον ιδιωτικό τομέα ο οποίος έχει πλέον την δυνατότητα να επενδύει σε μικρά, μεσαία και μεγάλα έργα. Ναι μεν η ενεργειακή αγορά κυριαρχείται από τις εταιρείες κολοσσούς όπως η EDF, η ENEL, η Edisson, η RWE, η EON η Iberdrola κλ.π έχουν αρχίσει όμως να ξεπετιούνται νέες εταιρείες με επαρκή κεφαλαιουχική βάση και με ικανοποιητική τεχνική εμπειρία, οι οποίες διεκδικούν μερίδιο, έστω και πολύ μικρό, σε μία αενάως αναπτυσσόμενη αγορά. Κατ’ αναλογία με τις εξελίξεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα υπάρχει έντονο και μεγάλο μάλιστα ενδιαφέρον, δεδομένου του μικρού μεγέθους της χώρας, για επενδύσεις σ’ ένα ευρύ φάσμα ενεργειακών εφαρμογών. (π.χ. μικρά υδροηλεκτρικά έργα, φωτοβολταϊκοί σταθμοί, γεωθερμικά πεδία, βιοκλιματικά κτίρια, αιολικά πάρκα, μεγάλοι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ανάπτυξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου). Με εξαίρεση τις ΑΠΕ, όπου και εδώ υπάρχουν προβλήματα, υπάρχει παντελής έλλειψη κατάλληλου και άμεσα εφαρμόσιμου νομοθετικά πλαισίου που να επιτρέπει την πραγματοποίηση επενδυτικών σχεδίων πόσο μάλλον την εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων που θα προκύψουν από αυτά. Βάσει εξόχως συντηρητικών παραδοχών το Ινστιτούτο Ενέργειας Ν.Α. Ευρώπης (ΙΕΝΕ) υπολογίζεται ότι οι εν δυνάμει συνολικές ιδιωτικές επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα ξεπερνούν σήμερα τα 4.0 δις. ευρώ (2.0 δις. για ηλεκτροπαραγωγή με θερμικές μονάδες, 1.5 δις. στις ΑΠΕ και 0.5 δις. πετρέλαιο, γεωθερμία κ.λπ) Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ηλεκτροπαραγωγής με μεγάλους θερμικούς σταθμούς συνδυασμένου κύκλου ως επί το πλείστον, όπου υπάρχουν αδειοδοτημένες 12 μεγάλες μονάδες συνολικής εγκατεστημένης ισχύος 5,000 MW περίπου. Από αυτές μόνο οι έξι αποτελούν ώριμα επενδυτικά σχέδια, ενώ δύο μονάδες ευρίσκονται σε στάδιο υλοποίησης και μία μικρή μονάδα ήδη λειτουργεί. Στον πίνακα που παραθέτουμε εμφανίζεται με λεπτομέρεια η όλη κατάσταση. Δυστυχώς από τα 2.950 MW που ισοδυναμούν οι σταθμοί αυτοί μόνο τα 870 MW πρόκειται να κατασκευασθούν αφού η κυβέρνηση, μέσω της ΡΑΕ, απεφάσισε, κυρίως για λόγους προστασίας της ΔΕΗ, αλλά ίσως και για άλλους λόγους που ουδείς γνωρίζει, να εμποδίσει με έναν μάλλον άκομψο τρόπο την είσοδο των νέων ανεξάρτητων παραγωγών. Το νέο σχέδιο «Κωδίκων Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας» το οποίο ετέθη πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση αφού ολοκληρώθηκε από την ΡΑΕ, εάν ισχύσει ως έχει, καθιστά ανέφικτα τα επενδυτικά σχέδια για την κατασκευή και λειτουργία όλων αυτών των νέων μονάδων. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των ανεξάρτητων παραγωγών ο νέος κώδικας δεν εγγυάται κατ’ ουδένα τρόπο μία ελάχιστη ετήσια απορρόφηση της ηλεκτρικής ενέργειας που θα παράγουν οι σταθμοί, (μέσω δέσμευσης από τον ΔΕΣΜΗΕ πιστοποιητικών ισχύος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) στα πλαίσια της λειτουργίας της Ημερήσιας Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Μία απαραίτητη συνθήκη για την μετάβαση από την μονοπωλιακή και κρατικά ελεγχόμενη αγορά ηλεκτρισμού σ’ ένα απελευθερωμένο καθεστώς. Όμως χωρίς να υπάρχουν κάποιες κατ’ ελάχιστον δεσμεύσεις για την λειτουργία των νέων μονάδων ούτε οι τράπεζες είναι πρόθυμες να χρηματοδοτήσουν μία αβέβαιη κατάσταση αλλά ούτε οι ανεξάρτητοι παραγωγοί επιθυμούν να βρεθούν στην δυσάρεστη θέση να έχουν κατασκευάσει υπερσύγχρονες μονάδες τις οποίες να μην μπορούν να λειτουργήσουν αφού ο Διαχειριστής του Συστήματος, ο ΔΕΣΜΗΕ, δεν θα έχει την παραμικρή υποχρέωση να αγοράζει από αυτούς ηλεκτρική ενέργεια. Όπως ευθαρσώς δήλωσε ο πρόεδρος ομίλου εταιρειών με μεγάλα ενεργειακά ενδιαφέροντα, ο οποίος περιμένει καρτερικά εδώ και τέσσερα χρόνια να ξεκαθαρίσει η κατάσταση για να προχωρήσει την επένδυσή του; «Υπάρχει μία μεγάλη παρανόηση από πλευράς κυβέρνησης την οποία δυστυχώς μεταφέρουν και στην κοινή γνώμη μέσω των ΜΜΕ. Δεν ζητούμε ουδεμία επιδότηση ή άλλη διευκόλυνση για την κατασκευή των σταθμών μας, το μέσο κόστος των οποίων προσδιορίζεται στα 250 εκ. ευρώ για μία μονάδα των 400 MW. Αυτό που ζητάμε είναι ένα ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο που θα καθορίζει τους όρους λειτουργίας του συστήματος και την απορρόφηση μέρους μόνο της ενέργειας που θα παράγουμε. Αυτά πιστεύω ότι είναι τα ελάχιστα που μπορεί να ζητήσει ένας σοβαρός επενδυτής ο οποίος δουλεύει μ’ έναν χρονικό ορίζοντα 10-15 ετών. Αυτά όμως τα ελάχιστα η κυβέρνηση αδυνατεί ή δεν θέλει να τα κατανοήσει, πολύ μάλλον να τα θεσμοθετήσει. Εμφανίζεται προσκολλημένη σε μία απηρχαιωμένη κρατικίστική νοοτροπία θέλοντας να διασφαλίσει το μονοπώλιο της ΔΕΗ, το οποίο όλοι γνωρίζουμε ότι έχει ημερομηνία λήξεως». Τα πυρά της αγοράς φαίνεται να συγκεντρώνει ο νέος πρόεδρος της ΡΑΕ, καθηγητής εξ’ ΗΠΑ, κ. Μιχάλης Καραμανής, ο οποίος και είναι ο εμπνευστής του νέου σχεδίου Κωδίκων. Η στάση του κ. Καραμανή έχει εξαγριώσει όλους τους ανεξάρτητους παραγωγούς αφού πριν δύο εβδομάδες προέβη σε απαξιωτικές για τους Έλληνες επιχειρηματίες δηλώσεις λέγοντας ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι εγχώριοι επενδυτές παρά μόνο οι μεγάλες ξένες εταιρείες. «Τα επιχειρήματα που προβάλλει ο πρόεδρος της ΡΑΕ» δηλώνει γνωστός Έλληνας επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται χρόνια στον χώρο της ενέργειας, «ότι η χρονική περίοδος που τώρα ξεκινά θεωρείται ως μεταβατική για την ηλεκτρική αγορά, όπου δεν έχουν θέση μικροί, ανεξάρτητοι και άπειροι εγχώριοι παραγωγοί, μόνο ως αίολα μπορούν να χαρακτηρισθούν» για να συμπληρώσει «Δεν μπορεί να αποτελεί λογικό επιχείρημα ότι μέσα στους επόμενους 18 μήνες θα ετοιμαστεί η αγορά για να υποδεχθεί ξένες επενδύσεις που θα γίνουν έπειτα από δύο ή τρία χρόνια από μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού τις οποίες μάλιστα, εντελώς αντιδεοντολογικά κατονομάζει, δηλ. την EDF, την Edisson, την Iberbrola. Ποιος εγγυάται ότι σε λίγα χρόνια θα έρθουν στην Ελλάδα να επενδύσουν και με τι προοπτικές; Tόσο ελκυστικό θα είναι το νέο πλαίσιο; Είναι εξαιρετικά ύποπτη και σκοτεινή η όλη μεθόδευση της κυβέρνησης μέσω της ΡΑΕ, όπου ουσιαστικά κλείνει την πόρτα σε 2 δις. ευρώ νέων επενδύσεων, την δημιουργία μερικών χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας και προπαντός στην προοπτική μίας υγιούς ανάπτυξης βασισμένης σε ιδιωτικά κεφάλαια». Την πράγματι άσχημη επενδυτική εικόνα που παρουσιάζει ο τομέας του ηλεκτρισμού έρχεται να συμπληρώσει η κατάσταση που επικρατεί στις ΑΠΕ όπου ως γνωστό εδώ και ένα χρόνο έχουν σταματήσει όλες οι νέες αδειοδοτήσεις λόγω του χωροταξικού αδιέξοδου που έχει δημιουργηθεί. Η απόφαση 2596/2004 του ΣτΕ αποτελεί πλέον δεδικασμένο, βάσει του οποίου έχουν ανασταλεί, ουσιαστικά και τυπικά, οι αδειοδοτικές διαδικασίες όλων σχεδόν των αιολικών πάρκων, με την επικρεμάμενη απειλή νέων προσφυγών στο ΣτΕ με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό (έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού) και την, ως εκ τούτου αυτόματη πλέον αποδοχή τους από το δικαστήριο. Εδώ εκκρεμεί πολλούς μήνες η τελική επεξεργασία και έκδοση με Κοινή Υπουργική Απόφαση ενός εθνικού Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ (ΕΠ- ΑΠΕ). Το συγκεκριμένο ΕΠ-ΑΠΕ θα ικανοποιούσε τις χωροταξικές απαιτήσεις της Απόφασης 2569/2004 του ΣτΕ και θα επέτρεπε, έτσι, την ομαλή συνέχιση της αδειοδότησης και υλοποίησης, υπό καθεστώς στοιχειώδους επενδυτικής ασφάλειας, των πολυάριθμων εκκρεμουσών αιολικών επενδύσεων στη χώρα μας. Τέλος, στον τομέα των υδρογονανθράκων ενώ έχει εκφραστεί έντονο ενδιαφέρον από αρκετές ξένες πετρελαϊκές εταιρείες να αναλάβουν εκτεταμένα προγράμματα γεωτρήσεων στην Δυτική Ελλάδα, όπου υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πετρελαϊκών αποθεμάτων, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην προχωρήσει άμεσα σε ένα νέο γύρο παραχωρήσεων. «Ίσως να περιμένει την εκτίναξη των διεθνών τιμών στα 100 δολ./βαρέλι για να θεωρήσει ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει!», παρατηρεί εκπρόσωπος διεθνούς εταιρείας πετρελαίων που δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή.